«Καλά κάνουν και σας καίνε!»

Εδώ και 27 χρόνια εργάζομαι σε μία ιδιωτική τράπεζα. Θεωρούμαι από τους «τυχερούς» που σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς έχω ακόμα δουλειά. Είμαι ένας εργαζόμενος που καθημερινά ακούω στόματα να κραυγάζουν «καλά κάνουν και σας καίνε!». Ζω στην ένταση και στην πίεση τόσο αυτών που μπαίνουν στην τράπεζα για να τους εξυπηρετήσω όσο και της εργοδοσίας μου, η οποία -όπως είναι γνωστό στον καθένα και όπως κάνει κάθε εργοδότης στις μέρες μας- ζητά όλο και περισσότερα από όλο και λιγότερους υπαλλήλους.
Θέλοντας ή μη, υπηρετώ τους «εχθρούς» του κόσμου, έτσι όπως καθιερώθηκαν στις μέρες μας οι τραπεζίτες. Είναι όμως η δουλειά μου!
Κάθε μέρα που ξημερώνει τρέμω για το τι περίπτωση θα αντιμετωπίσω πάλι, ποια καινούργια, θλιβερή ιστορία θα ακούσω! Τον άνεργο 55χρονο εργάτη, οικογενειάρχη, που δεν βρίσκει πουθενά δουλειά και που δεν έχει όχι μόνο να πληρώσει τα δάνειά του, αλλά ούτε να ταΐσει την οικογένειά του, γιατί τελείωσε και το επίδομα ανεργίας. Τον μέσο επιχειρηματία-επαγγελματία (δικηγόρο, πολιτικό μηχανικό, ασφαλιστή, λογιστή, εργολάβο κ.λπ.) που με περισσή συστολή προσέρχεται για να ρυθμίσει τις υποχρεώσεις του, νιώθοντας ότι απαξιώνεται η αξιοπρέπειά του. Τον συνταξιούχο που του πήραν τη λιγοστή σύνταξη τα χαράτσια και τώρα βρίσκεται σε απόγνωση και βιώνει την ταπείνωση. Το νεαρό ζευγάρι με μωρά παιδιά που εκτός από την ανεργία έχει να αντιμετωπίσει κι ένα διαζύγιο, που κι αυτό είναι προϊόν της κρίσης.
Έρχομαι αντιμέτωπος, λοιπόν, πρόσωπο με πρόσωπο με τη δυστυχία του κόσμου που προκλήθηκε από την αναίσχυντή τρομοκρατία και όλον αυτόν τον παραλογισμό που μας επιβάλλεται εδώ και δύο χρόνια!
Βλέπω απελπισμένα βλέμματα γεμάτα αγωνία! Βλέπω σβησμένα χαμόγελα. Ανθρώπους με κατεστραμμένα όνειρα και σκοτεινό αύριο!
Βλέπω ότι η επίθεση αυτή δεν έχει κατεύθυνση, εξαπολύεται ανελέητα προς όλους! Δεν ξεχωρίζει κοινωνικές ομάδες, ιδεολογίες ή οικονομική κατάσταση, δεν ξεχωρίζει ηλικία ή φύλο.
Η οργή είναι καθολική και προς όλους, τόσο δυνατή που πολλές φορές γίνεται παράλογη και ανεξέλεγκτη. Οδηγεί στην αλλοφροσύνη.
Ζώντας λοιπόν αυτόν τον εφιάλτη, αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να αντέξει ένας ολόκληρος λαός που βάλλεται έτσι, τόσο σκληρά και χωρίς κανένα έλεος. Πώς είναι δυνατόν να παίρνονται τέτοια μέτρα εις βάρος του, που κάθε τόσο γίνονται όλο και σκληρότερα. Πώς παίρνονται τέτοιου είδους αποφάσεις οδηγώντας μια κοινωνία στη απόγνωση και τον αφανισμό. Μήπως, τελικά, ένας από τους στόχους τους είναι και αυτός; Δηλαδή ο αφανισμός των Ελλήνων;
Μήπως τα σχέδιά τους είναι να μας οδηγήσουν στα κρεματόρια, για να απαλλαγούν από ένα λαό που έχει τέτοια ιστορία στους αγώνες για την ελευθερία και την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας, αρπάζοντας ό,τι έχουμε δημιουργήσει και ό,τι κατέχουμε ως λαός;
Το τι προξένησε όλη αυτήν την κατάσταση και ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές, είναι γνωστό σε όλους και δεν θα επεκταθώ, ούτε στο γιατί μας έφθασαν ώς εδώ. Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι, όπως όλοι, θέλω να πάρουμε την ζωή πάλι στα χέρια μας. Πιστεύω ότι είναι πολύ δύσκολο, χωρίς όμως να είναι ανέφικτο.
Η συνείδησή μου με κατευθύνει προς τους συνανθρώπους μου, να είμαι μαζί τους. Δεν μπορώ να βοηθήσω με άλλον τρόπο από το να ενωθώ και ν’ αγωνιστώ μαζί τους!

Χ.Σ.,
Θεσσαλονίκη

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!