Η πολιτική που σκοτώνει σιωπηλά

Από το 2019 έως σήμερα η Ελλάδα ζει μια εποχή όπου η εξουσία δεν ασκείται απλώς με νόμους, αλλά με αποφάσεις που καθορίζουν ποιος ζει αξιοπρεπώς και ποιος πεθαίνει αόρατος. Οι πολιτικές επιλογές δεν είναι ουδέτερες· διαμορφώνουν τις ίδιες τις συνθήκες ζωής.

Αυτή είναι η ουσία της θανατοπολιτικής ‒ ενός όρου που περιγράφει, όπως αναλύει η κ. Ευγενία Τσομπανοπούλου στη διπλωματική της εργασία «Νεοφιλελεύθερη Βιοπολιτική και Θανατοπολιτική Διακυβέρνηση στην Ελλάδα της Οικονομικής Κρίσης», τη μετάβαση από τη διαχείριση της ζωής στη διαχείριση του θανάτου.

Η σημερινή κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, συνεχίζει το ίδιο μοτίβο: Ένα κράτος που λειτουργεί ως επιχείρηση, όπου οι αριθμοί υπερισχύουν των ανθρώπων. Νοσοκομεία χωρίς προσωπικό, σχολεία με ελλείψεις, εργατικά δυστυχήματα που βαφτίζονται «ανθρώπινα λάθη» – όλα αυτά δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά. Είναι πολιτική επιλογή.

Από τον Φουκό στον ελληνικό δρόμο της λιτότητας

Η γραμμή σκέψης του Φουκό, περιγράφει τη βιοπολιτική ως την εξουσία που ρυθμίζει τη ζωή: Το κράτος που επεμβαίνει για να «κάνει να ζήσουμε». Στον 21ο αιώνα όμως, αυτή η εξουσία μεταλλάχθηκε. Δεν πρόκειται πλέον για φροντίδα, αλλά για υπολογισμό: ποιοι αξίζουν να ζουν και ποιοι είναι «αναλώσιμοι».

Στην Ελλάδα της κρίσης, όπως αναλύει το κείμενο, το πέρασμα από τη βιοπολιτική στη θανατοπολιτική είναι ξεκάθαρο. Η πολιτική λιτότητας, η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και η ιδιωτικοποίηση βασικών δομών (υγείας, ενέργειας, παιδείας) αποτελούν πρακτικές που μετατρέπουν τη ζωή σε στατιστική και τον θάνατο σε παράπλευρη απώλεια.

Για να δανειστώ από την εργασία της κυρίας Τσομπανοπούλου, πρόκειται για έναν νεοφιλελεύθερο νεκροκαπιταλισμό ‒ ένα σύστημα όπου η ανθρώπινη ύπαρξη αποκτά αξία μόνο όσο παράγει, καταναλώνει ή αποφέρει κέρδος. Όποιος δεν εντάσσεται σ’ αυτό το οικονομικό πρότυπο ‒ο ασθενής, ο ηλικιωμένος, ο φτωχός, ο μετανάστης‒ μετατρέπεται, όπως θα έλεγε ο Giorgio Agamben, σε «γυμνή ζωή»: Μια ύπαρξη απογυμνωμένη από δικαιώματα και κοινωνική υπόσταση, που μπορεί να χαθεί χωρίς να υπάρξει ευθύνη ή συνέπεια.

Όταν το κράτος λειτουργεί σαν επιχείρηση

Ο νεοφιλελευθερισμός, που κυριαρχεί παγκοσμίως, έχει επιβάλει στην πολιτική μια εταιρική ηθική. Η Ελλάδα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μεταστροφής. Η κοινωνία αντιμετωπίζεται ως αγορά, ο πολίτης ως πελάτης, η ζωή ως προϊόν.

Αυτό το μοντέλο παράγει ανασφάλεια, ενοχή και συνεχή φόβο. Ο πολίτης μαθαίνει να θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για κάθε αποτυχία ‒ ακόμη και για τη φτώχεια ή την ασθένειά του. Το κράτος αποσύρεται από τον ρόλο της προστασίας και μετατρέπεται σε θεατή της ανθρώπινης δυστυχίας.

Η κυβέρνηση της περιόδου 2019–2025 έχει εδραιώσει αυτή τη λογική σε κάθε επίπεδο. Από το ΕΣΥ που καταρρέει, μέχρι την καταστολή στις διαδηλώσεις (βλ. πρόσφατο ΦΕΚ για την Πλατεία Συντάγματος) και την αδιαφορία για τις συνθήκες εργασίας που σκοτώνουν ‒ η πολιτική απόφαση μετατρέπεται σε απόφαση ζωής ή θανάτου.

Το δυστύχημα στα Τέμπη είναι, επίσης, χαρακτηριστικό παράδειγμα θανατοπολιτικής. Δεν ήταν ατύχημα. Ήταν η φυσική κατάληξη ενός συστήματος που θεωρεί τις ανθρώπινες ζωές κόστος και τις ιδιωτικές συμβάσεις «αποτελεσματικότητα».

Η Ελλάδα ως «στρατόπεδο εξαίρεσης»

Η έννοια του «camp» που εισάγει ο Agamben –χώρος όπου οι άνθρωποι ζουν χωρίς πολιτικά δικαιώματα– αποκτά στην Ελλάδα σύγχρονη μορφή: προσφυγικά κέντρα, άστεγοι, επισφαλείς εργαζόμενοι, υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Όλοι τους αποτελούν «ζώνες εξαίρεσης», όπως τις ονομάζει και η Τσομπανοπούλου.

Αυτοί οι χώροι δεν βρίσκονται εκτός κοινωνίας· είναι η ίδια η κοινωνία. Η αδιαφορία για το ποιος έχει πρόσβαση στην υγεία, ποιος αντέχει την ενεργειακή κρίση, ποιος επιβιώνει από τις φυσικές καταστροφές, δείχνει πώς η θανατοπολιτική λειτουργεί σήμερα: όχι με όπλα, αλλά με παραλείψεις.

Το «άφησέ τους να πεθάνουν» είναι η νέα, σιωπηλή μορφή εξουσίας. Ο θάνατος δεν προέρχεται από μια βίαιη πράξη, αλλά από την απουσία πράξης. Από το να μην υπάρχουν γιατροί στα νοσοκομεία, να μην υπάρχει στέγη, να μην υπάρχει αξιοπρέπεια.

Η κοινωνία της αδιαφορίας

Η θανατοπολιτική, όπως περιγράφεται στο ακαδημαϊκό έργο, δεν είναι μόνο κρατική στρατηγική· είναι και πολιτισμική συνθήκη. Η κοινωνία έχει μάθει να ζει με τη μόνιμη εικόνα του πόνου: πνιγμένοι πρόσφυγες, καμένοι εργάτες, απλήρωτοι συνταξιούχοι.

Όταν ο θάνατος γίνεται καθημερινότητα, παύει να προκαλεί αντίδραση. Και αυτό είναι η πιο επικίνδυνη νίκη του συστήματος.

Η Ελλάδα δεν διαφέρει από άλλες χώρες της Δύσης, αλλά εδώ η θανατοπολιτική έχει αποκτήσει ιδιαίτερη ένταση λόγω της παρατεταμένης κρίσης και της ατιμωρησίας. Ο θάνατος του φτωχού δεν είναι είδηση. Ο θάνατος του εργάτη είναι στατιστική. Ο θάνατος του πρόσφυγα είναι «τραγωδία». Όλοι, όμως, είναι πολιτική.

Ζωή χωρίς αξία – ή πολιτική χωρίς ψυχή;

Η διπλωματική της Ευγενίας Τσομπανοπούλου γράφτηκε το 2017 (ikee.lib.auth.gr/record/295551/files/GRI-2017-20832.pdf), μέσα στη μνημονιακή Ελλάδα. Οκτώ χρόνια μετά, τα συμπεράσματά της είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν έληξε με τα μνημόνια· έγινε το νέο καθεστώς ζωής.

Αν η εξουσία ορίζει ποιος αξίζει να σωθεί και ποιος όχι, τότε η κοινωνία ζει ήδη μέσα σε μια θανατοπολιτική κανονικότητα.

Η πολιτική δεν είναι πλέον υπόσχεση ζωής, αλλά μηχανισμός επιβίωσης.

Η ερώτηση είναι αν θα συνεχίσουμε να ζούμε μέσα σε αυτό το καθεστώς παθητικά ‒ ή αν θα απαιτήσουμε μια πολιτική που να ξαναβάλει την ανθρώπινη ζωή πάνω από το κέρδος. Γιατί, όπως δείχνει η ίδια η θεωρία της βιοπολιτικής, όποιος ελέγχει τη ζωή, ελέγχει και τον θάνατο.

Και σήμερα, στην Ελλάδα του 2025, φαίνεται ξεκάθαρα ποιος κρατά αυτόν τον έλεγχο. 

* Η αφορμή για το κείμενο δόθηκε με τον πρόσφατο και απρόσμενο θάνατο ενός φίλου. Ευχαριστώ την κυρία Ευγενία Τσομπανοπούλου για το πλούσιο υλικό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!