του Γιάννη Σχίζα

«Τo Παρίσι είναι ένα θαυμαστό τέρας, ένα καταπληκτικό περίπλεγμα από αισθήσεις, μηχανές και σκέψεις, η πόλη των 100 χιλιάδων μυθιστορημάτων, η κεφαλή του κόσμου (Μπαλζάκ)… Στα χρόνια πριν την επανάσταση του 1848… Γυναίκες και άνδρες διαφορετικής πνευματικής ευφυΐας δημοσίευαν βιβλία, περιοδικά και έντυπα, έγραφαν ποιήματα, έπαιρναν σε συγκεντρώσεις τον λόγο, συζητούσαν αδιάκοπα στα καφενεία, στον δρόμο, σε επίσημα δείπνα. Ζούσαν στον ίδιο τόπο και επηρέαζαν ο ένας τον άλλον. Ο Μπακούνιν είχε αποφασίσει “να περάσει το πόδι του πάνω από τον Ρήνο” για να “σταθεί με μιας στο μέσο καινούριων πραγμάτων, που στη Γερμανία δεν έχουν καν γεννηθεί…”»
Marcello Musto «Ο Μαρξ στο Παρίσι: Χειρόγραφα και αποσπάσματα από το 1844». Περιοδικό «Θέσεις» τεύχος 102, 2008.

Ποιος θυμάται τη «γαλλική γρίπη» του Άρθουρ Καίσλερ –από το βιβλίο του «Το μηδέν και το άπειρο»– που σχολίαζε ειρωνικά τη γαλλική κουλτούρα και τον βερμπαλισμό της, τον επιτηδευμένα ευσυγκίνητο χαρακτήρα της; Ποιος θυμάται τα αστεία γαλλοπρεπή αγγλικά του Πήτερ Σέλλερς στον επιθεωρητή Κλουζώ;

Υποθέτω πως λίγοι, αλλά νομίζω ότι είναι κι αυτοί περισσότεροι από όσους ενθυμούνται τη γαλλική απάντηση με τα λόγια του Κοσινύ: «Οι Άγγλοι έπιναν καυτό νερό μέχρι που ανακαλύφθηκε το τσάι» …Κάτι αντίστοιχο με το δικό μας, «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, αυτοί έτρωγαν βελανίδια»…

Λεπτή η απάντηση του Κοσινύ, χαρακτηριστική της «γαλατικής» ευγένειας. Θυμάμαι κάποτε που αγόρασα στο Παρίσι μια τσάντα από μια Αράβισσα, χωρίς να μου δώσει απόδειξη ή να μου πει ευχαριστώ. Σημαίνει αυτό ή δεν σημαίνει πολιτιστικό χάσμα, από τη στιγμή που ο Γάλλος ακόμη και στη γκιλοτίνα λέει στον καταδικασμένο: «βάζετε το κεφάλι σας εκεί, s’il vout plais»;

Το Παρίσι είναι πόλη, η πόλη είναι μια μικρή πατρίδα – λέει ο Λε Κορμπυζιέ στη «Χάρτα των Αθηνών». «Fluctuat nec mergitur», ήταν στα Λατινικά το μότο της πόλης: Χτυπιέται από τα κύματα, αλλά δεν βυθίζεται.

Πότε είδα πρώτη φορά το Παρίσι; Τότε, το ‘83, με μια αντροπαρέα, με όλα τα συμπαρομαρτούντα, με τις φάρσες και τις εμμονές της στις μπανάνες – τότε δεν εισάγονταν στην Ελλάδα. Στη συνέχεια όμως ξαναδιάβασα τον Ουγκώ, την «Παναγία των Παρισίων». Η λέξη που ανακάλυψε ο συγγραφέας σε μια γωνιά της Εκκλησίας και πάνω στην οποία οικοδομήθηκε ολόκληρο το βιβλίο του –η λέξη «Ανάγκη»– ήταν έτσι, στα ελληνικά. Λέει ο Ουγκώ, περιγράφοντας το 1831 μια διαδικασία καταστροφής: «Αργότερα μπογιάτισαν ή έξυσαν (δεν ξέρω πια τι απ’ τα δυο) τον τοίχο, κι η επιγραφή χάθηκε. Γιατί έτσι κάνουν, 200 χρόνια τώρα, με τις υπέροχες εκκλησίες του μεσαίωνα… Ο ιερέας τις μπογιατίζει, ο αρχιτέκτονας τις ξύνει, κι ύστερα έρχεται ο λαός και τις γκρεμίζει». Το σύγχρονο Παρίσι διατρέχει μια διαδικασία καταστροφής, σε αντίθεση όμως με το παλιό Παρίσι το χειρότερο εκλείπει προς όφελος του καλύτερου…

 

Όταν ο Οσμάν σχεδιάζει

Ο Ναπολέων ο Γ’, για να αποφεύγει τις εξεγέρσεις, υπαγόρευσε στον πολεοδόμο Οσμάν να κατεδαφίσει 22.500 κτίρια – έναν αριθμό κολοσσιαίο για εκείνη την εποχή, το 1849 με 1850. Και στη θέση τους έφτιαξε τα βουλεβάρτα, τις πλατείες, το ορθάνοικτο τοπίο του Παρισιού. Άθελα ή ηθελημένα άνοιξε τον δρόμο γι’ αυτή την υπέροχη άνεση του βαδίσματος, που επιτρέπει να δεις το χρώμα του ουρανού – που είναι μπλε, όχι μόνο γιατί το τραγούδησε η Εντίθ Πιάφ αλλά γιατί στο χώρο υπάρχει ανοικτότητα. Έφτιαξε ουσιαστικά μια πόλη των πεζοπόρων κι ακόμη των θυελλωδών απορυπαίνοντων ανέμων – όταν βγαίνεις από τα στενά της και συναντιέσαι, π.χ., με την οδό Δημοκρατίας.

Το 1889 θα γίνει διεθνής έκθεση στο Παρίσι και τα εγκαίνια του πύργου Άιφελ, σε μια πόλη του Φωτός, πρωτοφωταγωγημένη, με ό,τι σήμαινε αυτό τότε. Κάποιος θείος «του δικού μας» Κώστα Ουράνη επισκέπτεται την έκθεση – από μια κοινωνία που μαστίζεται από υποκινητικότητα, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους δεν ταξιδεύουν παρά ελάχιστα. Ο «Θείος από τη Γαλλία» επιστρέφει στην Ελλάδα και έκτοτε καταλαμβάνει, εφ’ όρου ζωής, τη θέση του μόνιμου συμβούλου για θέματα που αφορούν τη παγκοσμιότητα…

 

Μια από τις πολλές ιστορίες

Το 1900, τα εγκαίνια του μετρό, με πρώτη γραμμή αυτήν που συνδέει τη Βενσέν με το Πορτ Μαγιό.

Στα 1954 παίζεται «Η τελευταία φορά που είδα το Παρίσι» σε σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Μπρουκς, πάνω σε μια ιστορία του F.Scott Fitzerald για το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου: Σαχλό το είπαν, και τέτοιο ήταν…

Το 1958, παράλληλα με την κορύφωση του προβλήματος αυτοδιάθεσης της Αλγερίας, ξεκινούν τα έργα στη Ντεφάνς.

Το ‘83, σε μια άλλη επίσκεψη, πρωτοπατάω το πόδι μου στην υπό ανέγερση Ντεφάνς. Σημειώνω: Η κεντρική αψίδα της, η συμμετρική με την αψίδα του Θριάμβου –απόσταση 6 χιλιομέτρων– θα αποτελείται από γραφεία που καλύπτουν έκταση 340.000 τετραγωνικών μέτρων. Τα ψηλά κτίρια διαμορφώνουν ένα ενδιαφέρον αστικό τοπίο, εξοικονομούν έδαφος και ταυτόχρονα δεν παράγουν τερατογενέσεις-κτίρια καρούμπαλα. Τα κτίρια της Ντεφάνς επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το τοξικό αίσθημα της «τετραγωνικότητας» εισάγοντας το πολύγωνο, το τραπουλόχαρτο, τη σφαίρα.

Σε μια έκταση στο πίσω μέρος, σχετικά κενή, που σου επιτρέπει να αγναντεύεις, το μάτι «κολλάει» κάπου: Σε απόσταση 3 χιλιομέτρων από τη Ντεφάνς ορθώνονται κάποιες κυλινδρικές πολυκατοικίες, με χρώματα εκτός φάσματος, με τα παράθυρά τους να έχουν το σχήμα δακρύου πιθανόν υπόμνηση ότι η τετραγωνικότητα των σχημάτων φτάνει… Το θέαμα είναι κατεξοχήν ψυχεδελικό ή τουλάχιστον ανατρεπτικό.

Το ξανάδα μερικές φορές ακόμη, μέχρι που ο περίγυρος χτίσθηκε και το θέαμα αποδυναμώθηκε. Να γιατί στις ταξιδιωτικές μας εμπειρίες πρέπει να σημειώνουμε εκτός από τον χώρο, και τον χρόνο…

Στη συνέχεια έρχεται το Chercher …la France: Που περιγράφει τις διαδηλώσεις «μικρών περιβαλλοντικών επιπτώσεων». Για τους μη γνωρίζοντες τον όρο, είναι οι διαδηλώσεις που δεν διακόπτουν τη ζωή ενός δρόμου ή μιας περιοχής, αλλά απλά «τον φορτώνουν» με μια ακόμη χρήση.

Στο Παρίσι, που ο ξεναγός γίνεται μια απαραίτητη διαμεσολάβηση ανάμεσα στην πόλη και στον τουρίστα, είδα να έχουν έναν νεκρό στο πάρκο της Βενσέν, σκεπασμένο με μια κουβέρτα και αφημένο ωσότου να έλθει η Αστυνομία… Ήταν η μόνη πόλη που μου έδωσαν ένα φαγώσιμο είδος στο χέρι, χωρίς χαρτοπετσέτα ή έστω χαρτί. Είδα μια γυναίκα να κοιμάται σε τηλεφωνικό θάλαμο, είδα μια άλλη κουκουλωμένη στο ψοφόκρυο, με ένα σκυλάκι από δίπλα…

 

Midnight in Paris

Μεσάνυχτα στο Παρίσι: Η πόλη μεταμορφώνεται κατά πως την ήθελε ο Γούντυ Άλεν στο ομώνυμο κινηματογραφικό έργο, με Χεμινγουαίη, Πικάσο, Ζοζεφίν Μπέικερ, Γερτρούδη Στάιν. Εγώ απλώς έζησα κάποια Χριστουγεννιάτικη περίοδο: Στη λεωφόρο Ηλυσίων Πεδίων το βράδυ, παρακολουθώ το τρικ που μεταμορφώνει τα φώτα πάνω στα δέντρα σε πίπτοντα φώτα, που αλλάζει τη στατικότητα σε μια βροχή φωτός. Στο βάθος των οριζόντων υποβόσκει μια αόριστη φωτεινότητα, όμως όλα διαδραματίζονται μέσα σε ένα ημίφως. Μια μεγάλη εορταστική κατασκήνωση από λευκές σκηνές, ένας συρφετός από οσμές ευχάριστες. Ο Πύργος του Άιφελ μετακινεί μια δέσμη γαλάζιου φωτός. «Όλα ωραία και μεγάλα, φωτισμένα», που θα ‘λεγε ο δικός μας Καβάφης.

Δεν θα την ανακηρύξω την καλύτερη δυνατή πόλη, γιατί δεν έχω δει όλες τις πόλεις. Ούτε την πιο οικεία. Αλλά μέσα σε ένα ιδιόμορφο πόιντ σύστεμ της ψυχής μου είναι η πρώτη: Η πιο αισθητική, η πιο λειτουργική, η πιο ποικίλη, η πιο εντυπωσιακή.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!