του Γιάννη Σχίζα
Η τέχνη είναι η κατεξοχήν δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί την ποιότητα και να προστατέψει το μέλλον του αστικού περιβάλλοντος.
Θα πρέπει όμως να ορίζουμε όλα τα έργα της μέσα στην πόλη: Να αποβλέπουμε στην επιδερμίδα της πόλης όπως αυτή δίνεται με επιφάνειες κάθετες, με επιφάνειες επίπεδες, με επιφάνειες «υποπόδιες». Να αναγνωρίζουμε τις κτιριολογικές δομές, τις διακοσμήσεις με αγάλματα και εικόνες παντός είδους, τις διακοσμήσεις κάθετων επιφανειών με γκράφιτι, τις διακοσμήσεις επιφανειών που πατάμε με τα πόδια μας (επιδάφια τέχνη), τις εγκαταστάσεις (installations), ακόμη και τη μουσική που μπορεί να έρχεται στα αυτιά μας στον αστικό ιστό. Να αναγνωρίσουμε ταυτόχρονα και εκείνες τις δομές της διαχείρισης του νυκτερινού φωτός –που πρέπει να κινούνται μεταξύ του θάμβους και του αδύναμου ή παραπαίοντος φωτισμού– έτσι ώστε να μην τραυματίζουν την όραση με τις ορδές φωτονίων ούτε να δημιουργούν ένα απειλητικό μισοσκόταδο.
Ταυτόχρονα όμως πρέπει να αναγνωρίσουμε τις αμφίδρομες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του χρήστη της πόλης –ιδιαίτερα του πεζού πολίτη– και της τέχνης, που έλκουν και που απωθούν.
Ουσιαστικά δεν μας αφορά μια τέχνη ερμητικά εσώκλειστη, περιορισμένη στις γκαλερί ή στις ιδιωτικές συλλογές, διαθέσιμη μόνο στις δυνάμεις του πλούτου ή στους «εστέτ». Αυτή η τέχνη υπόκειται στην προστασία των γκαλερί, των μουσείων, των ιδιωτικών συλλογών, των εποπτευόμενων ή φυλασσόμενων σημείων στον ανοιχτό χώρο, όμως όλα αυτά σημαίνουν κάτι: Η τέχνη έτσι κινδυνεύει να αποβεί εμπορευματοποιημένη και αποκλεισμένη από το ευρύτερο κοινό. Το προστατευτικό πλαίσιο αποδεικνύεται συχνά κλουβί, όπου δεσπόζει ο Μαικήνας, ο χορηγός, ο επιμελητής, ο «ανιδιοτελής» κριτικός, ο κομφορμιστής φιλότεχνος, ο κυνηγός επενδυτικών ευκαιριών…
Τα τελευταία χρόνια, υπό το κράτος της κυριαρχίας των μνημονίων, η Αθήνα έχει υποστεί μια τραυματική εμπειρία. Τα κλεισμένα ή άδεια μαγαζιά, o υποφωτισμός που θέτει προβλήματα διαχείρισης του νυχτερινού τοπίου, η μη ανανέωση του κτιριολογικού πλούτου της πόλης, οι νέες ιδέες που εκλείπουν, οι βανδαλισμοί που περισσεύουν, συμπλέουν με μια αίσθηση κατήφειας. Η τέχνη πρέπει να εντάξει στην πόλη νέες μορφές και πρέπει να εκτοπίσει την κακογουστιά, τη μεγαλοστομία, τον βανδαλισμό, να υπερασπισθεί «υποθέσεις» Δημοκρατίας και ευζωίας των πολιτών. Ακόμη πρέπει να δημιουργήσει την αίσθηση ενός χώρου που εκτείνεται αν και παραμένει ο ίδιος, που υπερβαίνει τα «μικρά όνειρα» αλλά ταυτόχρονα συζεί με αυτά…
Το γκράφιτι
Ο WD, WildDrawing, γκραφιτάς από το Μπαλί που ζει στην Ελλάδα με τα πλέον αναγνωρίσιμα σχέδια στην Αθήνα, δηλώνει πως «το graffiti είναι μια μορφή ελεύθερης έκφρασης. Στην πραγματικότητα το streetart ανθίζει σε μέρη που ο λαός αποδέχεται αυτή τη μορφή έκφρασης». Ο streetartist Cacao Rocks, ζωγραφίζει στον δρόμο για να πάρει πίσω αυτό που του ανήκει – τον δρόμο: «Δεν θέλω να πάρω τίποτα πίσω από κανέναν, αυτοί τα παίρνουν από μας».
Ο Yiakou μας εξηγεί ότι «η street art είναι κατ’ ουσίαν μια ανοιχτή γκαλερί, η οποία δίνει το δικαίωμα στον κάθε άνθρωπο να αγαπήσει ελεύθερα την τέχνη και να επικοινωνήσει ανοιχτά και πνευματικά με τον καλλιτέχνη. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι η δυναμική της τέχνης του δρόμου κρύβει μέσα της την ποιότητα της τέχνης του αιώνα. Ο Tarta Ross, επιμελητής της Έκθεσης «40 Windoors to Αθens», συνοψίζει τη φιλοσοφία της: «Δεν μπορώ να δω το graffiti ως κάτι διακριτό από την Αθήνα. Χτυπάει στον ρυθμό της. Τα τελευταία χρόνια, η πόλη αυτή έχει αναδειχθεί ως μία από τις πρωτεύουσες του graffiti στον κόσμο…».
Μερικές χαρακτηριστικές όψεις του αθηναϊκού γκράφιτι, όπου τα νοήματα συγκλίνουν για να αποδώσουν το πνεύμα των καιρών: Στην εικόνα που έχει σχεδιαστεί στην πίσω πλευρά του Θεάτρου στου Ψυρρή από τον καλλιτέχνη WD(WildDrawing), θυμόμαστε ότι «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία» αναλογιζόμενοι τα δεινά της χώρας την τελευταία περίοδο…
Στην οδό Κωλέττη εκτίθεται ένα δείγμα γραφής του καλλιτέχνη Ino: Είναι ο ένας που σώζει τον άλλον – προϊόν του πνεύματος αλληλεγγύης που δεσπόζει.
Επιδάφια τέχνη
Από αυτόν τον απολογισμό της «δημόσιας τέχνης» δεν μπορούμε να παραλείψουμε την «επιδάφια τέχνη». Στην Αθήνα είναι η πλέον ασυνήθιστη, δεδομένου ότι ελάχιστοι ασχολούνται μαζί της. Όμως αυτές οι φόρμες και μάλιστα σε ακραιφνώς καλλιτεχνικές διαστάσεις, εμφανίζονται και ευημερούν σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπου προσλαμβάνουν πιο καθάριες μορφές, π.χ. στη Χαϊδελβέργη.
Ο Jullian Beever συμμετέχει στη δραστηριότητα που κάποιοι ονομάζουν Chalk Art, που όμως στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αστική Land Art: Που παράγει εντυπωσιακές τρισδιάστατες φιγούρες στο αστικό δάπεδο των δυο διαστάσεων… Εδώ αναμφίβολα έχουμε μια τεχνική που προσδίδει βάθος σε αβαθή πράγματα, ή νόημα σε πράγματα στερούμενα παντελώς τέτοιου…
Το αστικό δαπεδοτοπίο, από ένα ουδέτερο στοιχείο της πόλης, το οποίο κάπου-κάπου επαινούμε για τη διακοσμητική του αξία (π.χ. λιθόστρωτα του Πικιώνη), μπορεί να δίνει την δυνατότητα ενός νέου πεδίου καλλιτεχνικής παραγωγής.
Το ηχοτοπίο της πόλης
Υπάρχει ακόμη το ηχοτοπίο της πόλης – ηχοτοπίο που μερικές φορές επιδιώκουμε τη διατήρησή του με τους νόμους περί «κοινής ησυχίας». Υπάρχουν μορφές μετασχηματισμού αυτού του ηχοτοπίου – από τοπίο συγκυριακό, όπου οι «θόρυβοι» διαδέχονται ο ένας τον άλλον χωρίς να συνθέτουν ένα νόημα, σε ένα ηχοτοπίο με τάξη και νόημα.
Στην ακτή της Αδριατικής, στην πόλη Zadar της Κροατίας, έχουμε το πρώτο όργανο που χρησιμοποιεί τη μαγεία της θάλασσας για τις μελωδίες του. Τόσο ο άνεμος όσο και τα κύματα παίζουν το όργανο αέναα, επιτρέποντας στους επισκέπτες να καθίσουν μέσα του και να απολαύσουν μια συναυλία καμωμένη από τα στοιχεία της Φύσης. Η δημιουργία είναι του αρχιτέκτονα Nikola Basic του 2005 και συνδυάζει το θέαμα του στοιχείου με το άκουσμά του…
Ανάλογη διάταξη υπάρχει στην Αγγλία – έργο του καλλιτέχνη LukeJerom, που φέρει τον ανατρεπτικό τίτλο Aeolus –wind – Pavillon (υπόστεγο).
Το νυχτερινό τοπίο
«Διαχείριση του φωτός» δεν σημαίνει ότι το φως γενικά και οποτεδήποτε, είναι εκ ταυτότητος καλό. Στα «Όνειρα» του σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα ένας γέρος χωριάτης ερωτάται από κάποιον τουρίστα γιατί δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό του, κι εκείνος απαντά ερωτώντας: «Τι να το κάνουμε;» Και όταν ο τουρίστας απαντά στην ερώτηση-απάντηση του χωρικού, «μα για να βλέπετε στο σκοτάδι της νύχτας!», ο χωρικός ανταπαντά : «Και γιατί πρέπει να βλέπεις και στο σκοτάδι; Η νύχτα δεν πρέπει να είναι σκοτεινή;».
Το σκοτάδι έχει κι αυτό την αξία του, κι ακόμη έχει τους υποστηρικτές του. Στο Αγγλικό περιοδικό Resurgence o John Daniel υπεραμύνεται του σκοταδιού υπενθυμίζοντας έναν ριζοσπάστη Αμερικανό ποιητή του 19ου αιώνα, τον Γουώλτ Γουίτμαν, που τραγούδησε τις πνευματικές ομορφιές της νύχτας . Ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός έβρισκε πως τα φώτα που είχαν τοποθετήσει οι τοπικοί παράγοντες κατά μήκος της ημιέρημης παραλίας των Βασιλικών στη Βόρεια Εύβοια, όξυναν μάλλον παρά διασκέδαζαν το αίσθημα της μελαγχολίας και της έμφοβης κενότητας, που υπέβαλε τα βράδια ο χώρος… Σήμερα πλέον, με την περίσσεια του τεχνητού φωτός, μπορούμε να μιλάμε για την κακοδιαχείριση του φωτός, για τη «φωτορύπανση» σε ευρεία έννοια: Θύμα αυτής της φωτορύπανσης είναι, μεταξύ άλλων, και η αδυναμία σαφών αστρονομικών παρατηρήσεων .
Το αστικό τοπίο σαν υλικό φαντασίας
Η τέχνη πρέπει να εμπνέει, όχι για πράγματα που είναι εφικτά αλλά και για όσα δεν υπάρχουν αλλά μπορούν να υποδαυλίζουν τη φαντασία. Γι’ αυτόν τον σκοπό τίποτε δεν είναι καλύτερο από την παρουσίαση που «αποκλίνει», που δίνεται στο παράδοξο, που επιχειρεί μέσω του τελευταίου να διεγείρει εικόνες και σχεδιασμούς:
Στις φωτοσυνθέσεις του ο καλλιτέχνης Δημήτρης Τσουμπλέκας μπορεί να προσδίδει στο «τοπίο» έξω από τη Βουλή τα χαρακτηριστικά πεδίου όπου δοκιμάζεται η αντοχή καθενός στο σέρφινγκ, μπορεί να δίνει στον περιβάλλοντα χώρο της Ακρόπολης τα χαρακτηριστικά πυκνού δάσους, στην Ομόνοια χαρακτηριστικά λίμνης με πλεούμενα.
* Περίληψη εργασίας που έγινε σε συμπόσιο με τίτλο «Όψεις της ανεξάρτητης εικαστικής δημιουργίας», 13-14 Απριλίου 2018