Του Ζαχαρία Ρουστάνη
Πώς να μη χαιρετίζεις την τέχνη ως μοναδική προστάτιδα του κακοποιημένου και αναξιοπαθούντος νου, ως καταφύγιο και έκφραση πολιτισμού, ως στήριγμα, ως κιβωτό, ως ορμητήριο, ως παρακαταθήκη;
Όταν ένα τσούρμο πονηρών μπορεί να μεταμορφώνει την κοινή λογική σε μηχανισμό καθυπόταξης ολόκληρης της κοινωνίας… Κι ύστερα και συχνά να περνούν ολόκληρες δεκαετίες και αιώνες -μάρτυς μου η Ιστορία- μέχρι να την αποσπάσουν οι άνθρωποι από τους δόλιους καταχραστές, να πορευτούν για λίγο μαζί της, ώσπου να κάνει την εμφάνισή του ένα καινούργιο τσούρμο πονηρών – και πάει λέγοντας…
Όταν συνειδητοποιείς πως οι ίδιοι σου οι συγγενείς και οι γείτονες και οι συμπολίτες εμπιστεύτηκαν και έδωσαν δύναμη σε ένα τσούρμο διεφθαρμένους «εκπροσώπους» τους να σύρουν τη χώρα δέσμια στα κρεματόρια των νεο-αδίστακτων κερδοσκόπων. Να ευλογήσουν με την ψήφιση των μνημονίων ή με την ανοχή τους την κατεδάφιση της ελληνικής οικονομίας και του κοινωνικού κράτους. Να φιλοτεχνήσουν με τις τρομολαγνικές τους ρητορείες τα τείχη της σύγχυσης και της απελπισίας…
Όταν οι Έλληνες -όχι να πολεμούν- δεν ξέρουν πια ούτε και να πεινούν σαν ήρωες. Όταν πεινούν κατά μόνας, σαν ενοχοποιημένοι, σαν συνυπεύθυνοι. Και υπομένουν τα πάντα σαν πεδίο αρπαγής φτηνό και απροστάτευτο, όπου ασκούνται κερδοσκοπώντας ξένοι και ντόπιοι τραπεζίτες… Όταν δεν φέρονται σαν ελεύθεροι άνθρωποι οι Έλληνες, μα σαν βαλσαμωμένοι θιασώτες μιας φαρσοδημοκρατίας. Όταν ξεχνούν σαν τα χρυσόψαρα…
Δεν τρελαίνεσαι… Δεν κιοτεύεις…
Κατεβαίνεις στη στάση του Μπάτη, στο Φάληρο.
Ο ήλιος βουτάει στη μεριά της Καστέλας να δύσει – τι γνωρίζει αυτός για την πόλη ρημάδι, για τη χώρα ρημάδι, για τον κόμπο αυτόν στο λαιμό που σε σφίγγει…
Βλέπεις στη μεγάλη σκακιέρα του δήμου τον πύργο να πέφτει, περπατάς και ακούς τον αχό των βημάτων και των κυμάτων.
Οι εχθροί σου περνούν στο μυαλό σου ένας ένας, και οι δόλιες νίκες τους, το κατόρθωμα ντόπιων και ξένων λακέδων, τα αποστεωμένα ανθρώπινα τάματα στο εικονοστάσι της τρόικας.
Παίρνεις το τραμ την επόμενη μέρα.
Κατεβαίνεις στη στάση του Μπάτη κι ένας ήλιος πιστός, χρυσαφένιο σκυλί, κυνηγάει το σκοτάδι.
Στη σκακιέρα του δήμου ο στρατιώτης περνάει με ορμή κι ανασταίνει μεμιάς τη χαμένη βασίλισσα-ελπίδα.
Οι εχθροί παρατούν το μυαλό σου ένας ένας, και οι φίλοι -πόσο σου ‘λειψαν οι χαρούμενοι φίλοι- σου ξυπνούν με τον μπάτη μουσικές του Τσιτσάνη.