του Τάκη Καραβίτη
Ναι, το ποδόσφαιρο είναι άσχημο εξαρτησιογόνο. Ήταν πάντα, και εμείς οι χρήστες του, κάτω απ’ όλους τους καιρούς, το καταναλώναμε ασυλλόγιστα, ακόμη κι όταν βλέπαμε τον Γουλανδρή να αγοράζει κάθε τι που κλωτσούσε μπάλα, τον Νταϊφά να πραγματοποιεί επίδειξη ισχύος, τους Βαρδινογιάννηδες να επιβάλλονται με την κουμπούρα τους, τον –αργότερα «τίγρη»– Μελισσανίδη να κάνει τα πρώτα του βήματα πάνω στα προδιαγραφέντα χνάρια. Ο Παναθηναϊκός δεν υποβιβάστηκε ποτέ –μετά από αποδεδειγμένη δωροδοκία– και σώθηκε με την κρίσιμη και λυσιτελή ψήφο του Ανδριανόπουλου. Λίγο μετά, τα ίδια με την ΑΕΚ του Χρυσοβιτσάνου.
Κι εμείς εκεί… «Φιλαράκι έχεις ένα ευρώ, να πάρω ένα εισιτήριο;». Τότε ήταν οι δωροδοκίες, ένα πουλητάρι στα σπλάχνα κάθε αδύναμης ομάδας και ξενύχτια έξω από τα αποδυτήρια, για να λιντσάρουμε τον προδότη. Εντάξει, δεν ήταν μόνον οι μεγάλοι, που εξαγόραζαν αντιπάλους και διαιτητές. Ο ΟΠΑΠ, θέλοντας να ακονίσει τον μαγνήτη των εκπλήξεων, επέλεγε ομάδες για να κερδίζουν εκτός έδρας και να χάνουν εντός, ώστε να πολλαπλασιάζονται οι «χρήστες». Σε ματς υποβιβασμού τα ίδια. Στη λασπωμένη Β΄ Εθνική ( τώρα Σούπερ Λιγκ, για να εξευγενιστεί λεκτικά ο κατιμάς), ο ίδιος και χειρότερος βούρκος. Συμβιβασμένοι με την εξάρτησή μας ανεχόμασταν τους έναν-δυο στημένους αγώνες της ομάδας μας, τη μια Κυριακή που η ηρωίνη ήταν νοθευμένη, για την απόλαυση των υπολοίπων, αλλά τόσο ήταν… Σε εκείνα, τα σχεδόν γραφικά πλέον χρόνια, ο έμπορος νόθευε την ουσία της εξάρτησής μας μια στις τόσες.
Και τώρα; Μετά το νόμο Μπόσμαν, όπως έμεινε στην ιστορία, οι ποδοσφαιριστές, πριν από όλους, απώλεσαν την ταυτότητά τους. Στο όνομα του επαγγελματισμού (μια ψευδεπίγραφη αποκατάσταση επαγγελματικής δικαιοσύνης) χαλάρωσε ο δεσμός παίκτη-οπαδού, και ο γάμος έγινε ελεύθερη σχέση. Δεν ήξερες πια ποιόν να κυνηγήσεις, ο προδότης την επόμενη χρονιά θα αγωνιζόταν κάπου αλλού, δίχως το στίγμα της ατίμωσης, ελευθερώθηκε και η τελευταία ηθική δέσμευση. Τα χρήματα άρχισαν να δηλητηριάζουν το ναρκωτικό μας, ξύπνησε το τελευταίο βαποράκι. Όταν ο κάθε πρόεδρος και προεδρίσκος συναντιόταν με την οπαδική απαίτηση για μεγαλύτερες «επενδύσεις», οι ντίλερ των μεγαλοδιακινητών της ΟΥΕΦΑ και της ΦΙΦΑ, δηλαδή οι κατά τόπους βλαχοϊδιοκτήτες των ομάδων, γνώρισαν τις δυνατότητες του στοιχήματος, άρχισαν να ισοσκελίζουν το βιβλίο εσόδων-εξόδων. Στην αρχή ήταν το τελικό αποτέλεσμα, μετά τα ημίχρονα, τα όβερ, τα άντερ και τέλος τα κόρνερ, οι κάρτες κι ό,τι άλλο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο χρηματικής απόδοσης.
Γεμίσαμε περίεργα αποτελέσματα. Τεσσάρες, πεντάρες, απροσδόκητες ανατροπές, εκπλήξεις που δεν παράγονται από το νομισματοκοπείο του ΟΠΑΠ, αλλά από τη μάκινα του στοιχήματος. Τώρα δεν χρειάζονται καλά-καλά οι διαιτητές (βλέπε VAR), οι πουλημένοι μπάτσοι του παρελθόντος, αρκεί ένας πρόεδρος και κανά δυο έμπιστοι παίκτες του αφεντικού. Το σκορσεζικό «Χρώμα του χρήματος» λάμπει πλέον δίπλα μας, στην Άρτα, στο Αιγίνιο, στην Ξάνθη – τυχαίες γεωγραφικές επιλογές. Αν πριν δέκα χρόνια το Χαριλάου δεχόταν τον εξευτελισμό των πέντε γκολ, οι παίκτες θα κοιμόταν στους πάγκους των αποδυτηρίων κι εμείς ολονυκτία απ’ έξω. Τώρα επιστρέφουμε στα σπίτια μας, πλημμυρισμένοι από καχυποψία, χωρίς αποδείξεις. Είναι τέτοια η έκταση της σήψης, που τα σώματά μας δεν αντιδρούν, ανταλλάσσουν μια στιγμή χαράς με δέκα νοθευμένες δόσεις. Ακόμη κι έτσι να μην είναι, οι φιλύποπτες σκέψεις αποτελούν το καινούριο μας ναρκωτικό. Ποιό ματς να είναι προκάτ, τι έπαιξαν οι πρόεδροι, ποιοι συμμετείχαν στο αλισβερίσι, τι συνέλαβε το διεστραμμένο μυαλό τους; Αυτό είναι το δικό μας στοίχημα, να μπούμε στο μυαλό των Τζον Μάλκοβιτς του ποδοσφαίρου. Μια ζωή μαστούρια…