Ο δείκτης πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας, όπως τον υπολογίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, μετά τη σοβαρή του υποχώρηση (βελτίωση) το 2022, παρουσίασε εκ νέου μικρή μείωση (βελτίωση) και το 2023.Ο δείκτης πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας αποτελεί έναν από τους βασικούς δείκτες μέτρησης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μιας χώρας (αν πραγματικά θεωρήσουμε ότι μπορεί να υπάρξει εθνική ανταγωνιστικότητα!).
Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα αυξήθηκε το 2023, αλλά με σημαντικά μικρότερο ρυθμό από εκείνον των βασικών εμπορικών εταίρων.
Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2023 στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά μόλις 4,0%, ενώ η αντίστοιχη αύξηση στη ζώνη του ευρώ ήταν 6,0% σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και 6,2% σύμφωνα με την ΕΚΤ, εν μέσω υψηλών αυξήσεων των ονομαστικών μισθών ανά εργαζόμενο και μικρής ή και αρνητικής μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας (5,3% και -0,8% αντίστοιχα στη ζώνη του ευρώ σύμφωνα με την ΕΚΤ). Μάλιστα, η εκτιμώμενη μέση αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2023 στην ευρύτερη ομάδα εμπορικών εταίρων εντός και εκτός ζώνης του ευρώ ήταν ακόμη μεγαλύτερη.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος βελτιώθηκε λόγω της μεγαλύτερης συγκράτησης των μισθολογικών αποδοχών των εργαζομένων σε σχέση με τους αντίστοιχους των κύριων εμπορικών εταίρων, και όχι λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας.
Αυτό δείχνει ότι η συγκράτηση των μισθολογικών αποδοχών των εργαζομένων, που έχει αντικαταστήσει τη διολίσθηση του νομίσματος όταν υπήρχε εθνικό νόμισμα, είναι ένα συγκυριακό μέτρο και δεν έχει θετικές επιδράσεις στην αύξηση της μακροχρόνιας διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας που έχει ανάγκη η οικονομία της χώρας.
Όμως στην Ελλάδα το μέτρο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον την περίοδο των μνημονίων, και συνεχίζεται καθ’ όλη τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, δημιουργώντας ψευδή συμπεράσματα για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, και κυρίως αφήνοντας χωρίς ουσιαστική λύση το πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας: τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, για την οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Προηγουμένως θα πρέπει να ειπωθεί επίσης ότι ο δείκτης πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (μέτρο διεθνούς ανταγωνιστικότητας) με βάση τους σχετικούς δείκτες τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ), όπως τον υπολογίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, κατέγραψε μικρή άνοδο (επιδείνωση) το 2023 κατά 0,1%, έναντι βελτίωσης κατά 2,3% το προηγούμενο έτος, κυρίως λόγω της ανατίμησης της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, που υπερκάλυψε την ευνοϊκή για την Ελλάδα διαφορά του εγχώριου πληθωρισμού συγκριτικά με τον αντίστοιχο σταθμισμένο μέσο των κυριότερων εμπορικών εταίρων.
Ο πληθωρισμός με βάση τον ΕνΔΤΚ για το 2023 παρέμεινε χαμηλότερος στην Ελλάδα έναντι των αντίστοιχων ρυθμών των κυριότερων εμπορικών εταίρων (4,2% στην Ελλάδα, έναντι 5,4% στη ζώνη του ευρώ και 6,4% στην Ε.Ε.-27).
ΤΩΡΑ ΣΧΕΤΙΚΑ με τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της χώρας μας, στην Έκθεση του Διοικητή για το 2023 αναφέρονται τα ακόλουθα (σ. 137):
«Σύμφωνα με την κατάταξη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Ινστιτούτου IMD (World Competitiveness Ranking, 20.6.2023), η Ελλάδα το 2022 έχασε δύο θέσεις στη συνολική κατάταξη, κατατασσόμενη 49η μεταξύ 64 οικονομιών, θέση όπου βρισκόταν και το 2020.
Η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα βελτιώθηκε οριακά (53η από 55η θέση), αντισταθμίζοντας την οριακή υποχώρηση της αποτελεσματικότητας του ιδιωτικού τομέα (48η από 46η θέση).
Ωστόσο, ως προς τη μακροοικονομική επίδοση κατατάχθηκε 7 θέσεις χαμηλότερα από ό,τι το 2021 (58η από 51η θέση), κυρίως λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της υπογεννητικότητας και του υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Σύμφωνα με την έρευνα του IMD, τα λιγότερο ελκυστικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας είναι το περίπλοκο φορολογικό πλαίσιο, παρά τις αλλεπάλληλες μειώσεις των φορολογικών συντελεστών, το αναποτελεσματικό πλαίσιο απονομής δικαιοσύνης και προστασίας της ιδιωτικής περιουσίας, η παρατηρούμενη χαμηλή ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης και η έλλειψη ισχυρής κουλτούρας για έρευνα και ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τον διεθνή δείκτη φορολογικής ανταγωνιστικότητας του Tax Foundation
(18.10.2023), ο οποίος εξετάζει πάνω από 40 μεταβλητές φορολογικής πολιτικής, η Ελλάδα κατατάχθηκε και πάλι 25η μεταξύ 38 κρατών το 2022, όπως και το 2021.
Ωστόσο, η επίδοσή της σε απόλυτους όρους κατέγραψε μικρή μείωση, καθώς, σύμφωνα με την έκθεση, επιδεινώθηκαν οι βαθμολογίες της στους φόρους κατανάλωσης και τους διασυνοριακούς φορολογικούς κανόνες, ενώ στους φόρους ακινήτων βελτιώθηκαν.
Ως κυριότερες αδυναμίες αναφέρεται το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα, παρά μόνο μέχρι ένα περιορισμένο ποσό, να συμψηφίσουν τις λειτουργικές τους ζημίες με μελλοντικά κέρδη, ούτε επιτρέπεται να συνυπολογίσουν ζημίες στο φορολογητέο εισόδημα προηγούμενων χρήσεων, καθώς και ο υψηλός ΦΠΑ σε μία από τις πιο στενές φορολογητέες βάσεις, η οποία καλύπτει μόνο το 36% της τελικής κατανάλωσης.
Τέλος, η Ελλάδα υποβαθμίστηκε για πρώτη φορά μετά από δέκα έτη προόδου στο δείκτη αντίληψης της διαφθοράς του οργανισμού “Διεθνής Διαφάνεια” (Transparency International Corruption Perceptions Index, 31.1.2024). Υποχωρώντας κατά τρεις βαθμούς, το 2023 κατατάχθηκε 59η μεταξύ 180 υπό εξέταση χωρών και 24η μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε.».
Προφανώς στο βασικό ζήτημα της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, τόσο σημαντικού για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, τα αναφερόμενα αποτελέσματα δείχνουν να έχουν χειροτερέψει επί κυβέρνησης Μητσοτάκη. Σε όρους όμως διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα φαίνεται ότι συνεχίζει να υπολείπεται σημαντικά σε σχέση με τις περισσότερες προηγμένες χώρες, αλλά και την Ε.Ε. των 28. Το εγχώριο επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι δυσμενέστερο σε σύγκριση με τις ανταγωνίστριες χώρες, κυρίως σε όρους σχετικής φορολογίας, σχετικού μη μισθολογικού κόστους, κόστους ενέργειας, κόστους χρηματοδότησης, αλλά και σε όρους θεσμικού πλαισίου που αφορά στη γενικότερη λειτουργία του Δημοσίου αλλά και στη νοοτροπία των Ελλήνων επιχειρηματιών.