του Γιώργου Ν. Οικονόμου*

Αν και ο Καστοριάδης αρνείται ότι το πρόταγμα της αυτονομίας μπορεί να θεμελιωθεί θεωρητικώς ή φιλοσοφικώς, ωστόσο δεν αρνείται την ιδέα μιας δικαιολόγησης ή την αναζήτηση στηριγμάτων του. Η δικαιολόγηση αναζητείται στην κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα, στον ανθρώπινο λόγο, αλλά και σε κάτι άλλο. Αυτό το άλλο μας οδηγεί στη φιλοσοφική αντίληψη του Καστοριάδη για το Είναι, στη φιλοσοφική του σκέψη για την κοινωνία και την ιστορία, σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κοινωνική οντολογία ή οντολογία του κοινωνικο-ιστορικού.

Σύμφωνα με αυτήν, η ιστορία και η κοινωνία δεν είναι καθορισμένες από νομοτέλειες, τελεολογίες και αδήριτες αναγκαιότητες: «Η ιστορία, οι κοινωνικές μορφές και τα κοινωνικά συστήματα δεν είναι καθορισμένα από “ιστορικούς νόμους”, ούτε υπακούουν σε καμία γενική νομοτέλεια. Ούτε ακόμα είναι καθορισμένα, ή εξηγούνται, από τη φύση του ανθρώπου σαν βιολογικού οργανισμού. Είναι δημιουργίες ανθρώπινες, δημιουργίες κοινωνικο-ιστορικές». Αυτά σημαίνουν πως η πραγματικότητα δεν είναι ορθολογικώς τακτοποιημένη και κλειστή. Είναι απρόβλεπτη, μαγματικής φύσεως, ανοικτός ορίζοντας, που δημιουργείται από το ανώνυμο κοινωνικό φαντασιακό. Το τελευταίο δεν είναι μια θεωρητική έννοια, αλλά έχει αποτυπώματα στην ιστορία και στην πραγματικότητα. Είναι ένα μάγμα κοινωνικών σημασιών που δημιουργείται από τις κοινωνικές συλλογικότητες, υπάρχει στις κοινωνίες και συνίσταται από ποικίλες σημασίες, ενίοτε αντίθετες, που διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην καθημερινή ζωή, συνειδητώς ή ανεπιγνώστως. Τέτοιες σημασίες είναι η δημοκρατία και η ολιγαρχία, η ελευθερία και η δουλεία, η εξέγερση και η υποταγή, ο θεός ή οι θεοί, η μεταφυσική πίστη, η αθανασία της ψυχής κ.ο.κ. Το φαντασιακό δημιουργεί κανόνες, συμπεριφορές, αξίες και απαξίες, τις κυρίαρχες σημασίες που συνέχουν εν πολλοίς τις κοινωνίες. Σήμερα οι κυρίαρχες πολιτικές σημασίες είναι της αντιπροσώπευσης, των κομμάτων, των εκλογών και της ανάθεσης. Αυτές οι σημασίες είναι οι βασικές αιτίες της πολιτικής αλλοτρίωσης. Το φαντασιακό λοιπόν δεν έχει μόνο θετικό περιεχόμενο.

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ δεν είναι κάτι δεδομένο, προκαθορισμένο από τη φύση, τον θεό ή από κάποιους αντικειμενικούς νόμους, ορθολογικούς ή ιστορικούς, που υπάρχουν ερήμην των ανθρώπων. Ούτε επίσης η Ιστορία ή η ανθρωπότητα έχει ένα προκαθορισμένο νόημα, κάποια γραμμική πορεία, «προοδευτική», και βαδίζει προς ένα τέλος και σκοπό τον οποίο ξέρουν από πριν κάποια άτομα, κάποιες ομάδες ή διανοούμενοι, που τον έχουν προκαθορίσει βάσει μιας θεωρίας του 19ου αιώνα, κάποιων δήθεν νόμων της ιστορίας. Οι κοινωνίες και η ανθρωπότητα απλώς υπάρχουν και πορεύονται, προσπαθώντας να επιβιώσουν και να ζήσουν όπως αυτές νομίζουν. Έτσι υπάρχει ανοικτότητα του κοινωνικού, πολιτικού, ανθρωπίνου γίγνεσθαι. Εδώ συναντάμε τη βασική σύλληψη του Καστοριάδη για το ενιαίο κοινωνικο-ιστορικό, το οποίο είναι η ένωση και η ένταση ανάμεσα στη θεσμισμένη και τη θεσμίζουσα κοινωνία, ανάμεσα στην ιστορία που έχει γίνει (τα τετελεσμένα γεγονότα) και την ιστορία που γίνεται (εν τω γίγνεσθαι). Το κοινωνικο-ιστορικό ανήκει στο ενδεχόμενον άλλως έχειν, είναι ακαθόριστο, δεν διέπεται από «πεπρωμένα», περιέχει ανεξάντλητο απόθεμα ετερότητας και είναι ικανό για διαρκή αλλοίωση οποιασδήποτε εγκαθιδρυμένης σημασίας. Εντός αυτού του πλαισίου όλα είναι δυνατά, η ιστορία είναι δημιουργία νοήματος. O άνθρωπος είναι ανοικτή και ενδελεχής διερώτηση στο αιώνιο αίνιγμα του κόσμου (στο παιχνίδι του κόσμου, θα έλεγε ο Κώστας Αξελός), είναι ικανότητα μη προκαθορισμένη αλλά φαντασιακή, κατέχει τη δυνατότητα για δημιουργία νέων και άλλων μορφών, τόσο στο ατομικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο.

Αυτά υποστηρίζονται επίσης από τα περί χρόνου και δημιουργίας που αναπτύσσει ο Καστοριάδης, και είναι αντίθετα με την παραδοσιακή φιλοσοφία που θεωρούσε τον χρόνο ως κάτι σταθερό και αναλλοίωτο, αρχής γενομένης με τον Πλάτωνα. Αντιθέτως, ο χρόνος κατά τον Καστοριάδη είναι αλλοίωση, γίγνεσθαι, είναι δημιουργία. Κάθε κοινωνία αντιλαμβάνεται τον χρόνο με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο που της προσιδιάζει. Δημιουργεί τον εαυτό της μέσα από τον τρόπο που νοηματοδοτεί τον χρόνο και κατασκευάζει τις δικές της σημασίες, αξίες και πρακτικές. Ο χρόνος δεν είναι ένα ουδέτερο μέσον εντός του οποίου συμβαίνουν διάφορα προδιαγεγραμμένα γεγονότα, αλλά είναι η δημιουργία νέων μορφών. Είναι οντολογική δημιουργία, ανάδυση άλλων μορφών, άλλων σημασιών, άλλων θεσμών. Αυτό βεβαίως δεν είναι μοιραίο, αναγκαιότητα, δεν συμβαίνει φύσει ούτε πέφτει εξ ουρανού, δεν έρχεται ως δώρο του Είναι ή του Θεού, ούτε γίνεται από αδρανείς, παραιτημένες ή παρηκμασμένες κοινωνίες, αλλά δημιουργείται από την ίδια την κοινωνία με τον αγώνα της. Από την κοινωνία που βρίσκεται εν κινήσει, που έχει μία δυναμική και θεωρεί τον χρόνο δημιουργία. Που θεωρεί ότι το νέο μπορεί να έλθει μόνο αν η ίδια το θέλει και εργάζεται προς τούτο. Που θεωρεί τον κόσμο ανθρώπινη δημιουργία, δεν εφησυχάζει, δεν αρκείται στη διατήρηση των κεκτημένων και του status quo, αλλά ψάχνεται, αναθεωρεί, αμφισβητεί, ασκεί κριτική. Που δεν αντιλαμβάνεται τους θεσμούς, τους νόμους και την εξουσία ως αμετάβλητα και αιώνια, αλλά ως υποκείμενα σε αλλοίωση και ως δημιουργίες συλλογικής φαντασίας, πολιτικής βούλησης και πράξης. Έχει δηλαδή συνείδηση της ιστορικότητας.

ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ παράδειγμα τέτοιας κοινωνίας είναι η δημοκρατική αθηναϊκή και ένα αντίθετο παράδειγμα η ολιγαρχική σπαρτιατική, όπως περιγράφονται χαρακτηριστικά στην Ιστορία του Θουκυδίδη. Οι δύο κοινωνίες έχουν διαφορετική αντίληψη για τον χρόνο, με την αθηναϊκή να έχει επίγνωση της ιστορικότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων, όπως αναλύει πολύ ωραία ο Καστοριάδης. H αντίληψη αυτή είναι κοντά σε αυτό που γράφει ο W. Benjamin: «Χρόνος της ιστορίας είναι ο καιρός όπου η πρωτοβουλία του ανθρώπου αρπάζει την ευνοϊκή ευκαιρία και αποφασίζει παραχρήμα για την ελευθερία του».
Άρα, η φιλοσοφία του Καστοριάδη εκδέχεται το Είναι ως δημιουργία (και καταστροφή) και το κοινωνικο-ιστορικό ως συγκρότηση και δημιουργία από τη συλλογική φαντασία και το συλλογικό ανθρώπινο πράττειν. Η αντίληψη αυτή εισάγει μία άλλη οπτική. Το κυρίαρχο στοιχείο της είναι η πράξις, η οποία για τον Καστοριάδη έχει ένα ιδιαίτερο νόημα. Είναι ένα πράττειν που σκοπεύει τον άλλον ή τους άλλους ως αυτόνομα όντα, όπως λ.χ. στη δημοκρατική πολιτική, στην παιδαγωγική και την εκπαίδευση και στην ψυχανάλυση. Ως τέτοια, η πράξις είναι χαρακτηριστικό όχι των ανθρωπίνων όντων εν γένει, αλλά της αναστοχαστικής και διαβουλευόμενης υποκειμενικότητας. Ο τρόπος τού είναι της πράξεως έγκειται στη δημιουργία, πράξις σημαίνει δημιουργία. Ειδικά η πολιτική πράξις έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί θεσμούς που ευνοούν την αυτονομία.

Έτσι διαφοροποιείται η καστοριαδική αντίληψη από την παραδοσιακή φιλοσοφία και απελευθερώνει την πράξιν από την κηδεμονία και τα δεσμά της θεωρίας. Αυτό σημαίνει ότι, για να υπερβούμε τα όρια της κληρονομημένης σκέψης, χρειάζεται να καταλάβουμε ότι η ελευθερία, η ισότητα, η δημοκρατία και η αυτονομία δεν είναι «έννοιες» τις οποίες μπορούμε να θεμελιώσουμε, να κατασκευάσουμε εντός και δια της θεωρίας, έννοιες που κατασκευάζουν και επεξεργάζονται οι θεωρητικοί και μετά τις εφαρμόζει η κοινωνία. Δεν είναι φιλοσοφικές έννοιες, θεωρητικές ή επιστημολογικές. Είναι πολιτικές και κοινωνικές σημασίες, κοινωνικές φαντασιακές σημασίες που αφορούν τη θέσμιση της κοινωνίας όπως θα τη θέλαμε, και η οποία εξαρτάται από το ποιείν/πράττειν των ανθρώπων. Η αυτονομία είναι μία πολιτική ιδέα, ένα πολιτικό βούλεσθαι και πράττειν, που αναφέρονται στη συνολική θέσμιση της κοινωνίας, στην αλλαγή θεσμών και σημασιών. Δεν είναι φανταστική κατασκευή ή φαντασίωση, αλλά κοινωνική φαντασιακή δημιουργία, δηλαδή ανθρώπινη κοινωνικο-πολιτική πράξις. Το μέλλον δεν είναι για να το σκεφτόμαστε αλλά για να το πράττουμε, γράφει ο φιλόσοφος.

* Ο Γιώργος Ν. Οικονόμου είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας. Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από το νέο βιβλίο του, «Αυτονομία ή βαρβαρότητα – Η επίκαιρη πολιτική πρόταση του Κορνήλιου Καστοριάδη» (εκδόσεις Κουκκίδα).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!