του Κώστα Μελά*
Η ενέργεια αποτελεί βασικότατο παράγοντα για την αναπτυξιακή διαδικασία της οικονομίας. Η ικανότητα του τομέα ενέργειας να παρέχει αξιόπιστα, αποτελεσματικά και με προσιτό κόστος την απαιτούμενη ενέργεια για την εξυπηρέτηση των πολλαπλών αναγκών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής και κοινωνικής προόδου.
Επιδράσεις στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία
Στην ελληνική οικονομία, ο ενεργειακός τομέας συνεισφέρει μέσω της προστιθέμενης αξίας, των επενδύσεων που προσελκύει και των θέσεων εργασίας που δημιουργεί. Επίσης τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματά του είναι ισχυρά. Παράλληλα, οι μακροοικονομικές του επιδράσεις είναι σημαντικές στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στα φορολογικά έσοδα του κράτους.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα πιο πρόσφατα στοιχεία (2018), η προσφορά του σε όρους Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας ανήλθε σε περίπου 6 δισ. ευρώ που αποτελεί το 3,8% της συνολικής εγχώριας προστιθέμενης αξίας. Η άμεση συνεισφορά του τομέα στην απασχόληση εκτιμάται αρκετά μικρότερη –περίπου 49 χιλιάδες άτομα ή το 1,2% του εργατικού δυναμικού της χώρας– καθώς οι περισσότερες δραστηριότητες του ενεργειακού τομέα είναι εντάσεως κεφαλαίου. Βεβαίως αν συνυπολογιστούν οι κλάδοι που συνδέονται στενά με τον ενεργειακό τομέα, εκτιμάται ότι η ευρύτερη συνεισφορά του, ιδίως στην απασχόληση είναι πολλαπλάσια. Οι κλάδοι του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό προστιθέμενης αξίας και απασχόλησης.
Επιδράσεις στο εμπορικό ισοζύγιο
Οι επιδράσεις στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας είναι αρνητικές (Πίνακας 1) επιβαρύνοντας τα οικονομικά της χώρας. Είναι κατανοητό ότι η αξία του ελλείμματος του ισοζυγίου καυσίμων εξαρτάται από τις διεθνείς τιμές. Η σημερινή συγκυρία, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές θα διογκώσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Υπολογίζεται ότι το 2022 θα ξεπεράσει τα 8 δισ. ευρώ και θα κινηθεί προς τα 10 δισ. ευρώ επιβαρύνοντας το εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.
Επίδραση στα φορολογικά έσοδα
Οι φόροι στα ενεργειακά προϊόντα αποτελούν σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων για το ελληνικό δημόσιο. Εν μέρει λόγω της ανελαστικής ζήτησης ενεργειακών προϊόντων ως προς την τιμή τους, αλλά και με στόχο τον περιορισμό αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων (externalities) που συνδέονται με περιβαλλοντικές και άλλες επιπτώσεις, ιδίως από τη χρήση καυσίμων στις μεταφορές, το φορολογικό πλαίσιο στην Ελλάδα προβλέπει την επιβολή Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα ενεργειακά προϊόντα (πετρελαιοειδή, ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο). Το πλαίσιο αυτό ευθυγραμμίζεται με τις ελάχιστες απαιτήσεις των σχετικών κοινοτικών οδηγιών, οι οποίες αποσκοπούν στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής ενιαίας αγοράς στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα συνολικά έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα στην Ελλάδα, έφτασαν τα 4,28 δισ. ευρώ το 2019, παρουσιάζοντας σχετική σταθερότητα μετά το 2012.
Η Ελλάδα είναι η χώρα με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό φορολογικών εσόδων από ενεργειακά προϊόντα ως προς το ΑΕΠ στην Ε.Ε.-27. Επιπλέον, το 2018 εξαρτούσε το 7,4% των συνολικών φορολογικών της εσόδων από τους ειδικούς φόρους στην ενέργεια, ποσοστό το οποίο την κατέτασσε στην τρίτη θέση στην Ε.Ε.-27
Η δραματική αύξηση των φορολογικών συντελεστών στα καύσιμα και άλλα ενεργειακά προϊόντα οδήγησε το 2010 σε μεγάλη άνοδο των εσόδων από ΕΦΚ. Οι ΕΦΚ στις βενζίνες αποδίδουν το μεγαλύτερο ποσοστό των συνολικών εσόδων από την ειδική φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων (50% το 2019). Ενισχύθηκαν μετά το 2014 τα έσοδα από ΕΦΚ στο πετρέλαιο diesel (κίνησης και θέρμανσης), ο οποίος απέδωσε το 42% των εσόδων από τους ΕΦΚ στην ενέργεια το 2019. Το υπόλοιπο 8% των εσόδων προέρχεται από την ειδική φορολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας, του υγραερίου, του φυσικού αερίου και άλλων προϊόντων και υποπροϊόντων από τη διύλιση πετρελαίου.
Η σημασία των εσόδων από ειδικούς φόρους στην ενέργεια στην Ελλάδα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συγκεκριμένα, τα έσοδα από ειδικούς φόρους στην ενέργεια έφτασαν το 2018 το 2,9% του ΑΕΠ, όταν το ίδιο έτος αποτελούσαν στην Ε.Ε.-27 κατά μέσο όρο το 1,9% του ΑΕΠ. (Γράφημα 1). Όπως φαίνεται στο γράφημα, τα ελληνικά έσοδα από τα «χαράτσια» στον ενεργειακό τομέα ξεπερνούν κατά πολύ τον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι μόλις 1,9% του ΑΕΠ. Χώρες του Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, παρότι αντιμετώπισαν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες στη διάρκεια της κρίσης της περασμένης δεκαετίας, διατηρούν σχετικά χαμηλά τη φορολογική επιβάρυνση των ενεργειακών προϊόντων (1,5% του ΑΕΠ και 1,9%, αντίστοιχα). Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολύ βαριά φορολογική επιβάρυνση της βενζίνης κρατά την Ελλάδα σταθερά σε μία από τις τρεις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά τις τιμές της βενζίνης.
Ακόμη, ενώ στην Ε.Ε.-27 φαίνεται μια σχετικά σταθερή συμμετοχή των φορολογικών εσόδων από την ενέργεια σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομίας, στην Ελλάδα η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στα καύσιμα και άλλα προϊόντα ενέργειας σε συνδυασμό με την ύφεση της οικονομίας οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της βαρύτητάς τους στα φορολογικά έσοδα. Αυτή η εξέλιξη αντανακλά επίσης τις δομικές διαφορές του ελληνικού φορολογικού συστήματος έναντι άλλων χωρών της Ε.Ε., καθώς και τη σημασία της φορολογίας στον καθορισμό του κόστους ενέργειας για τους καταναλωτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από το 2010, τα έσοδα από την ενέργεια ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27, κατάσταση που ανατράπηκε τα επόμενα χρόνια με την επιβολή των μνημονιακών πολιτικών. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα είναι η χώρα με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό φορολογικών εσόδων από ενεργειακά προϊόντα ως προς το ΑΕΠ στην Ε.Ε.-27 (μετά τη Σλοβενία). Επιπλέον, το 2018 εξαρτούσε το 7,4% των συνολικών φορολογικών της εσόδων από τους ειδικούς φόρους στην ενέργεια, ποσοστό κατά πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο στην Ε.Ε.-27 (4,7%), το οποίο την κατέτασσε στην τρίτη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της, μετά τη Σλοβενία και τη Βουλγαρία.
* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός