Η ρημαγμένη μνήμη, του Εντουάρντο Γκαλεάνο
Μας έχουν συνηθίσει να υποτιμάμε τη ζωή και μας απαγορεύουν να θυμόμαστε. Κατά κανόνα τα Mέσα Eπικοινωνίας καθώς και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν συνεισφέρουν στην ενσωμάτωση της μνήμης στην πραγματικότητα, αντιθέτως μάλιστα. Κάθε γεγονός διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα, διαχωρίζεται από το παρελθόν του και από το παρελθόν των άλλων. Ο πολιτισμός της κατανάλωσης, πολιτισμός του κατακερματισμού, μας εκπαιδεύει με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύουμε ότι τα πράγματα συμβαίνουν έτσι από μόνα τους. Ανίκανο να αναγνωρίσει τις ρίζες του, το παρόν προβάλλει στο μέλλον τη δική του επανάληψη. Το αύριο είναι το «άλλο» του σήμερα. Η άνιση οργάνωση του κόσμου, που εξευτελίζει την ανθρώπινη μοίρα, ανήκει στην αιώνια τάξη και η αδικία είναι ένα πεπρωμένο που είμαστε υποχρεωμένοι ή να το δεχτούμε ή να το… δεχτούμε.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται; ή μήπως επαναλαμβάνεται μόνο για κείνους που από τύψεις είναι ανίκανοι να την ακούσουν; Δεν υπάρχει ιστορία βουβή. Η ανθρώπινη ιστορία, όσο και να την τσουρουφλίσουν, όσο και να τη φθείρουν, όσα ψέματα και να πουν, αρνείται να κλείσει το στόμα της. Ο χρόνος που πέρασε εξακολουθεί να υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση, ζωντανός μέσα στον παρόντα χρόνο, ακόμα κι αν το παρόν δεν το θέλει ή δεν το γνωρίζει. Το δικαίωμα στη μνήμη δεν αναφέρεται ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα της διακήρυξης του ΟΗΕ. Σήμερα όμως πρέπει, περισσότερο από ποτέ, να το διεκδικήσουμε και να το εξασκήσουμε: όχι για να επαναλάβουμε το παρελθόν, αλλά για να μη το αφήσουμε να επαναληφθεί, όχι για να γίνουμε τα ζωντανά φερέφωνα των νεκρών, αλλά για να αποκτήσουμε την ικανότητα να μιλάμε με φωνές που να μην είναι καταδικασμένες να αντηχούν αενάως τη βλακεία και την κακομοιριά. Όταν η μνήμη είναι στ’ αλήθεια ζωντανή δεν κάθεται να ρεμβάζει την ιστορία, μας καλεί να γράψουμε ιστορία… Η μνήμη δεν αρνείται τη νοσταλγία, προτιμά όμως την ελπίδα, τον κίνδυνο της ελπίδας και την αψηφησιά της. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η μνημοσύνη ήταν αδελφή του Χρόνου και του Ωκεανού και δεν έκαναν λάθος.
[…] Η ατιμωρησία είναι παιδί της κακής μνήμης. Αυτό το γνωρίζουν καλά όλες οι στρατιωτικές δικτατορίες που βασάνισαν τα μέρη μας. Στη Λατινική Αμερική έχουν καεί βουνά από ντοκουμέντα και ολόκληρες οροσειρές από βιβλία. Βιβλία που είχαν κάνει το σφάλμα να περιγράφουν την απαγορευμένη πραγματικότητα και βιβλία που απλώς είχαν κάνει το σφάλμα να είναι βιβλία. Στρατιωτικοί, Πρόεδροι, Μοναχοί: υπάρχει μια μακρά ιστορία από πυρκαγιές που αρχίζει το 1562 στο Μανί του Γιουκατάν, όταν ο μοναχός Ντιέγκο ντε Λάντα πέταξε στις φλόγες τα βιβλία των Μάγιας, θέλοντας να κάψει τη μνήμη των ιθαγενών.
Αν θέλουμε να αναφέρουμε, ενδεικτικά, μερικές ακόμη διάσημες πυρές αρκεί να θυμηθούμε ότι το 1870 οι στρατοί της Αργεντινής, της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης ισοπέδωσαν την Παραγουάη, έκαναν στάχτη τα ιστορικά αρχεία των ηττημένων. Είκοσι χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση της Βραζιλίας έκαψε όλα τα χαρτιά που αποδείκνυαν τους τρεισήμισι αιώνες της μαύρης σκλαβιάς. Το 1983 οι στρατιωτικοί της Αργεντινής πέταξαν στη φωτιά τα ντοκουμέντα του βρόμικου πολέμου εναντίον των συμπατριωτών τους και το 1995 οι στρατιωτικοί της Γουατεμάλας έκαναν το ίδιο.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται; ή μήπως επαναλαμβάνεται μόνο για κείνους που από τύψεις είναι ανίκανοι να την ακούσουν; Δεν υπάρχει ιστορία βουβή. Η ανθρώπινη ιστορία, όσο και να την τσουρουφλίσουν, όσο και να τη φθείρουν, όσα ψέματα και να πουν, αρνείται να κλείσει το στόμα της. Ο χρόνος που πέρασε εξακολουθεί να υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση, ζωντανός μέσα στον παρόντα χρόνο, ακόμα κι αν το παρόν δεν το θέλει ή δεν το γνωρίζει. Το δικαίωμα στη μνήμη δεν αναφέρεται ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα της διακήρυξης του ΟΗΕ. Σήμερα όμως πρέπει, περισσότερο από ποτέ, να το διεκδικήσουμε και να το εξασκήσουμε: όχι για να επαναλάβουμε το παρελθόν, αλλά για να μη το αφήσουμε να επαναληφθεί, όχι για να γίνουμε τα ζωντανά φερέφωνα των νεκρών, αλλά για να αποκτήσουμε την ικανότητα να μιλάμε με φωνές που να μην είναι καταδικασμένες να αντηχούν αενάως τη βλακεία και την κακομοιριά. Όταν η μνήμη είναι στ’ αλήθεια ζωντανή δεν κάθεται να ρεμβάζει την ιστορία, μας καλεί να γράψουμε ιστορία… Η μνήμη δεν αρνείται τη νοσταλγία, προτιμά όμως την ελπίδα, τον κίνδυνο της ελπίδας και την αψηφησιά της. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η μνημοσύνη ήταν αδελφή του Χρόνου και του Ωκεανού και δεν έκαναν λάθος.
[…] Η ατιμωρησία είναι παιδί της κακής μνήμης. Αυτό το γνωρίζουν καλά όλες οι στρατιωτικές δικτατορίες που βασάνισαν τα μέρη μας. Στη Λατινική Αμερική έχουν καεί βουνά από ντοκουμέντα και ολόκληρες οροσειρές από βιβλία. Βιβλία που είχαν κάνει το σφάλμα να περιγράφουν την απαγορευμένη πραγματικότητα και βιβλία που απλώς είχαν κάνει το σφάλμα να είναι βιβλία. Στρατιωτικοί, Πρόεδροι, Μοναχοί: υπάρχει μια μακρά ιστορία από πυρκαγιές που αρχίζει το 1562 στο Μανί του Γιουκατάν, όταν ο μοναχός Ντιέγκο ντε Λάντα πέταξε στις φλόγες τα βιβλία των Μάγιας, θέλοντας να κάψει τη μνήμη των ιθαγενών.
Αν θέλουμε να αναφέρουμε, ενδεικτικά, μερικές ακόμη διάσημες πυρές αρκεί να θυμηθούμε ότι το 1870 οι στρατοί της Αργεντινής, της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης ισοπέδωσαν την Παραγουάη, έκαναν στάχτη τα ιστορικά αρχεία των ηττημένων. Είκοσι χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση της Βραζιλίας έκαψε όλα τα χαρτιά που αποδείκνυαν τους τρεισήμισι αιώνες της μαύρης σκλαβιάς. Το 1983 οι στρατιωτικοί της Αργεντινής πέταξαν στη φωτιά τα ντοκουμέντα του βρόμικου πολέμου εναντίον των συμπατριωτών τους και το 1995 οι στρατιωτικοί της Γουατεμάλας έκαναν το ίδιο.
* Απόσπασμα από το βιβλίο του Ε. Γκαλεάνο, ΄Ενας κόσμος ανάποδα, Εκδόσεις Στάχυ.
Σχόλια