του Νίκου Σταθόπουλου
Η μοίρα του ‘21, και του έθνους συνολικά, σφραγίστηκε καταλυτικά από το πνεύμα εξάρτησης που χαρακτήρισε οργανικά τις νεοελληνικές ελίτ. Πνεύμα εξάρτησης ριζωμένο στο κοσμοείδωλο και τα φίλτρα που εμφυτεύει στη συνείδηση ένα Είναι θεμελιωμένο στο μικρό αγροτικό μέγεθος, τη μεσολάβηση και την παροχή υπηρεσιών. Είναι πολλοί οι παράγοντες που καθορίζουν εν όλω το ρωμέικο «σύνδρομο υποτέλειας», αλλά δεν είναι του παρόντος να εμβαθύνουμε, και αρκούμαστε στο «στανταράκι» μιας υποτακτικής προδιάθεσης που χαρακτηρίζει τη μεταπρατική λειτουργία. «Μεταπρατική» στην πλατύτερη εννόηση του όρου και όχι στενά οικονομικά. Άλλωστε ποτέ και πουθενά η οικονομία δεν καθόρισε αυτοτελώς και αποκλειστικά το όποιο γίγνεσθαι, και η «ταξική πάλη» δεν ήταν ποτέ ένας «πόλεμος» αλλά πάντα οι τριβές αποκλινουσών σχέσεων με τη δυναμική του πολιτισμού.
Ο ΙΜΠΡΑΗΜ κάνει απόβαση στην Πελοπόννησο τέλη του 1824 και σύντομα «πατάει» γερά και εξαπολύει τις εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις. Με τη στρατηγική της αμείλικτης τρομοκρατικής βίας σαρώνει την ελληνική αντίσταση και σκορπίζει διαλυτικό πανικό στο λαό. Την ίδια ώρα η πολιτική ηγεσία βουλιάζει αποχαυνωτικά στον δεύτερο εμφύλιο, πιστοποιώντας την αχρειότητα μιας «ελίτ» που η σωτηρία του τόπου είναι τυφλά συναρτημένη, στην «ανάλυσή» της, με τα ποσοστά εξουσίας και νομής του εθνικού πλούτου που εξασφαλίζει. Ανέκαθεν στα μέρη μας η «ταξική ηγεμονία» είχε εμπορομεσιτικό χαρακτήρα και την ανάλογη κουλτούρα.
Η θανάσιμη αγωνία και για τα δικά τους κεφάλια, υποχρεώνει τους φραγκοφορεμένους «λογίους πολιτικούς» από την Εσπερία να προστρέξουν στον φυλακισμένο Γέρο για να τους βοηθήσει τη στιγμή που όλα γκρεμίζονται με πάταγο και πολύ αίμα… «Το παλεύει» ο Κολοκοτρώνης με το τρομερό «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», ανασυγκροτεί το πατριωτικό φρόνημα και ανακόπτει την περίτρομη εθελοδουλία που προς στιγμήν εμβολίασε ο Αιγύπτιος στο λαό. Η ήττα στο Μανιάκι, και αυτή ήταν αποτέλεσμα του «αδειάσματος» του Δικαίου από δήθεν «αφοσιωμένους» του εν μέρει λόγω των εμφυλίων, άρα εμπεριείχε και ένα ποσοστό δολιοφθοράς.
Κι ενώ ο Γέρος οργανώνει μια παλλαϊκή άμυνα βασισμένη στο κλεφταρματολικό πολεμικό πρότυπο, που είναι καθόλου απίθανο να οδηγούσε σε ανάσχεση της αιγυπτιακής πλημμυρίδας, οι παραδοσιακοί και οι μοντέρνοι «πρόκριτοι» του επιβάλλουν να κάνει τακτικό πόλεμο με τον Ιμπραήμ (και ας μην νιώθουμε έκπληξη με το βάθος βλακείας: ας θυμηθούμε τις εγκληματικές στρατιωτικές γκάφες των πολιτικάντηδων του Μαυροκορδάτου στο Πέτα – απλώς εδώ η βλακεία ήταν αρκούντως και «βλακεία»)! Ακολουθεί η σφαγή στα Τρίκορφα, που ο απλός πικραμένος και φοβισμένος λαός σε σημαντικό βαθμό θα τη «χρεώσει» στο Γέρο (οι εμφύλιοι εύκολα «αποκαθηλώνουν» εμβληματικές περσόνες και λησμονούν προσφορές…), ενώ ήταν μια καθαρή προβοκάτσια του κατεστημένου με στόχο τη γενική αίσθηση ματαίωσης και την «υποχρεωτική» αναζήτηση «προστάτη». Ήδη έχουν συναφθεί τα «δάνεια της ανεξαρτησίας» (εδώ γελάνε!…) που ονομαστικά, το πρώτο είναι 800.000 λίρες, αλλά μπαίνουν στα ταμεία του ετοιμόρροπου κράτους περίπου 290.000: τα υπόλοιπα είναι η παρακράτηση του 40% (από τους ίδιους τους πιστωτές…) σαν εγγύηση για το ρίσκο τους (ενώ ήδη έχει υποθηκευτεί το σύνολο των κρατικών εσόδων και των εθνικών κτημάτων), είναι 100.000 που κρατήθηκαν προκαταβολικά για τα τοκοχρεολύσια της πρώτης διετίας, είναι περίπου 60.000 για μίζες στα (άκρως κερδοσκοπικά) κυκλώματα των «φιλελλήνων», είναι 5.000 λίρες «χρέος» του ελληνικού κράτους στη σύζυγο ενός από τους διαπραγματευτές (!) είναι και τα «τυχερά» για κάθε μεγαλόσχημο καρυδιάς καρύδι που είχε κάποιο ρολάκι σε τούτα τα οικονομικά δεσμά. Κι από όσα ήρθαν στην Ελλάδα, τα περισσότερα (μείον αυτά που καταχωνιάστηκαν στα σεντούκια βασικά των μεγαλοπλοιοκτητών ) σπαταλήθηκαν για να κερδηθεί ο εμφύλιος. Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται τακτικά, και βεβαιώνει για το πολιτικό πρωτείο της ολοκληρωτικής ρήξης με το πλέγμα της εξάρτησης ως sine qua nonόρου για την εθνική και κοινωνική χειραφέτηση και αληθινή ανάπτυξη.
Η Προστασία, εκκινώντας από τη «φιλόδοξη υπακοή» των Φαναριωτών, εμπεδώνεται ως αληθές νόημα μιας «Κυριαρχίας» που η ασυνάρτητη «ανάπτυξη» του τόπου την παγιώνει ως «αυτονόητο» κάθε πολιτικού συλλογισμού
ΚΑΙ ΤΟΤΕ η «Επιτροπή της Ζακύνθου» (Ρώμας, Στεφάνου, Δραγώνας), αυτό το εργαλείο της αγγλικής πολιτικής (αλλά με ουσιώδη συμβολή στην ανάπτυξη του πατριωτικού αγώνα) ανακοινώνει την πρόθεσή της να προωθήσει στην αγγλική κυβέρνηση αίτημα υπαγωγής της Ελλάδας στην δική της επιρροή. Αυτό το διάβημα παρουσιάζεται ως «ανάγκη του έθνους και του λαού» και στην διεκπεραίωσή του εμπλέκεται όλη η ηγεσία (πολιτική, στρατιωτική, εκκλησιαστική) της Επανάστασης ή, τουλάχιστον, αυτό παραδίδεται αλλά με σοβαρότατες, και καλά τεκμηριωμένες, αμφισβητήσεις ως προς τη γνησιότητα πολλών υπογραφών κάτω από το τελικό κείμενο. Γίνονται πολλές φανερές και παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, με στόχο να επιβληθεί η «γραμμή» της αγγλόφιλης μερίδας που με επικεφαλής τον «πρύτανη» της φαναριώτικης πανουργίας, τον αχρείο Μαυροκορδάτο, ρυμουλκεί το εθνικό καράβι στην «απανεμιά» της βρετανικής αποικιοκρατίας. Επιστρατεύεται όλη η χιλιομπαλωμένη «επιχειρηματολογία» περί «ρεαλισμού», ενώ είναι ηλίου φαεινότερον ότι ένα αρραγές εθνικό μέτωπο, χωρίς τα προδοτικά αίσχη των σικέ εμφυλίων, και μια πατρίδα νοικοκυρεμένη χωρίς το πισώπλατο χτύπημα της δανειακής εξάρτησης, θα ήταν αρκετά για να προωθήσουν καίρια την ελληνική υπόθεση, οπότε, σε συνθήκες αυτοδύναμου εθνικού λόγου, και οι όποιοι συμβιβασμοί θα ήταν και αποδεκτοί και χρήσιμοι.
Στην Γ’ Εθνοσυνέλευση υπερψηφίζεται η κατάπτυστη διακήρυξη εθελοντικής παραίτησης από κάθε εθνική και πολιτική κυριαρχία δια της ολοκληρωτικής υποταγής στην αγγλική κυριαρχική βούληση: «Το Ελληνικόν ‘Εθνος δυνάμει της παρούσης πράξεως θέτει εκουσίως την Ιεράν Παρακαταθήκην της αυτού Ελευθερίας, Εθνικής Ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας». Αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο «φιλόσοφος-πολιτικός» Π. Κανελλόπουλος θα υποδεχτεί Αμερικανό στρατιωτικό αξιωματούχο με τη φράση «Στρατηγέ, ιδού στρατός σας» για το άγημα που αποδίδει τιμές, νεοραγιάδες της πιο ταπεινής ιδιοτέλειας θα πανηγυρίζουν για τη μνημονιακή υποδούλωση καθυβρίζοντας το λαό για την «ανευθυνότητά» του, και ο ευρώδουλος «προοδευτισμός» προσκυνάει το τραπεζικό ιερατείο της ευρωκρατίας. Οι Άγγλοι, αφού εξόντωσαν εν τη γενέσει της την αυτοδύναμη ελληνική βιομηχανική ανάπτυξη (Μοσχόπολη), μεθόδευσαν μια «φιλία» θεμελιωμένη στη σχέση εξουσιαστικής ανισοτιμίας με διαρκή ορίζοντα τη λειτουργική δορυφορικότητα (αυτό ακριβώς που θα απολυτοποιήσουν οι Αμερικανοί στις νέες συνθήκες γεωστρατηγικής οργάνωσης του καπιταλισμού).
Ελάχιστοι φαίνεται να διαφωνούν με το αδίστακτο ξεπούλημα της πιο στοιχειώδους λαϊκής προσδοκίας, με τον Επτανήσιο Ι. Θεοτόκη να κάνει λόγο για «συμφωνητικόν της πωλημένης Ελλάδος» και τον αγνό και υψηλόφρονα Δ. Υψηλάντη να δηλώνει εγγράφως «…διαμαρτύρομαι επισήμως κατά μίας Πράξεως παρανόμου, ανθελληνικής και διόλου αξίας ενός έθνους το οποίον υπεδουλώθη μεν πολλάκις, πλην ποτέ δεν εσυμβιβάσθη με τους τυράννους του…». Επίσης αρνητικά τοποθετήθηκαν, κι ας γράφονται διάφορα, ο Ανδρούτσος και ο Καραϊσκάκης, με τον πρώτο να δολοφονείται λίγο μετά και τον δεύτερο να σκοτώνεται υπό βασικά αδιευκρίνιστες συνθήκες, και μην «φρικιάσουν» κάποιοι με τις «προπαγανδιστικές υπερβολές» όταν και οι πέτρες ξέρουν, λόγου χάρη, πώς ο φανατικά αγγλόφιλος μεγαλοκαραβοκύρης Κουντουριώτης «κανόνισε» τη δολοφονία του Αντώνη Οικονόμου και την εξουδετέρωση της Μπουμπουλίνας.
ΟΙ ΔΟΥΛΟΦΡΟΝΕΣ μαριονέτες πήγαν το «χαρτί» στην βρετανική κυβέρνηση που, όμως, δεν το έκανε δεκτό επικαλούμενη λόγους «γενικότερης πολιτικής στη Μεσόγειο και ειδικότερα στη σύγκρουση της Πύλης με την Ελλάδα»: Κι αν αυτό το τυπικό γεγονός δεν αναιρεί τη βαθιά σχέση υποτελούς εξάρτησης που ουσιαστικά επισημοποιήθηκε, πάντως πιστοποιεί τον δομικό αυτοεξευτελισμό που ταυτοποιεί την εγχώρια «πολιτική τάξη» και που μεταδίδεται, ως «κληρονομικό χάρισμα» ένα πράμα, συνέχοντας την κουλτούρα κυβερνητισμού του νεοελληνικού κράτους. Η Προστασία, εκκινώντας από τη «φιλόδοξη υπακοή» των Φαναριωτών, εμπεδώνεται ως αληθές νόημα μιας «Κυριαρχίας» που η ασυνάρτητη «ανάπτυξη» του τόπου την παγιώνει ως «αυτονόητο» κάθε πολιτικού συλλογισμού. Ακόμα και το ΕΑΜ θα αυτοσυναρτηθεί με τους «Συμμάχους» ενώ και η δικαιωματική Αριστερά του «εναλλακτικού» φανφαρονισμού θα σπεύσει να λάβει τις ευλογίες των υπερατλαντικών μπόσηδων πριν έλθει να διεκδικήσει κυβερνητική εξουσία. Η Πράξις της Υποτέλειας θα καταστήσει σύμφυτο ιδίωμα του πολιτικού μας γίγνεσθαι την υποτέλεια ως πράξη και ως κεντρικό μηχανισμό αναπαραγωγής της συστημικής πολιτικής εξουσίας.