Νίκος Καχτίτσης, Ο εξώστης, Κίχλη, Αθήνα 2012, σελ. 226
Ο Νίκος Καχτίτσης αποτελεί μία από τις πλέον ιδιόμορφες φωνές της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας. Γεννημένος το 1926 στη Γαστούνη της Ηλείας, εγκαθίσταται από το 1956 στον Καναδά (έπειτα από μια σύντομη απόπειρα να εργαστεί στο Καμερούν), από τον οποίο θα επιστρέψει μονάχα δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, έχοντας διαγνωστεί με οξεία λευχαιμία, για να πεθάνει στην Πάτρα, κοντά στους δικούς του, στις 25 Μαΐου 1970.
Ήδη από την περίοδο της Κατοχής, μαθητής ακόμη, δημοσιεύει με ψευδώνυμα ποιήματα και διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά της Πάτρας, ενώ αντιμετωπίζει διώξεις από τα Τάγματα Ασφαλείας, λόγω της φιλίας του με μέλη της ΕΠΟΝ. Μετά την απελευθέρωση διατηρεί αλληλογραφία με το περιοδικό της Θεσσαλονίκης Κοχλίας και τον κύκλο λογοτεχνών (με προεξάρχοντα τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη) που συσπειρώνονται γύρω από αυτό. Στις επιστολές του χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Στοππάκιους Παπένγκους και ως τόπο αποστολής αναφέρει τη Γάνδη. Μέσα από την αλληλογραφία αυτή, η οποία θα συνεχιστεί μέχρι το 1966, οπότε διακόπτει τις σχέσεις του με τον Πεντζίκη, αναδεικνύονται τόσο οι οφειλές του Καχτίτση στο μοντερνισμό της «Σχολής της Θεσσαλονίκης» όσο και οι απογοητεύσεις του από τους εκπροσώπους της.
Η στρατιωτική του θητεία στην Κόνιτσα το 1949, αμέσως μετά το τέλος των μαχών του Εμφυλίου, όπου θα συναντήσει ένα ρημαγμένο τοπίο, ενώ ο ίδιος βρίσκεται υπό το κράτος της ερωτικής απογοήτευσης, θα έχει ως αποτέλεσμα μια συλλογή δεκατεσσάρων αγγλόφωνων ποιημάτων με τον τίτλο Foggy Days που αποστέλλει σε φίλους και δεν θα δημοσιεύσει στο σύνολό της παρά είκοσι χρόνια αργότερα.
Το 1964, κι ενώ βρίσκεται ήδη στον Καναδά, αποστέλλει στον Ε. Χ. Γονατά το δακτυλόγραφο της νουβέλας Ο εξώστης, που λίγους μήνες αργότερα μπαίνει στη διαδικασία έκδοσης στη Θεσσαλονίκη, με επιμέλεια του Κάρολου Τσίζεκ, για να εκδοθεί στο τέλος του έτους, με φερόμενο Eκδοτικό Oίκο την Πρώτη Ύλη του Γονατά. Στην έκδοση αυτή, η οποία συνοδεύτηκε από αμέτρητες διαφωνίες και τσακωμούς μεταξύ συγγραφέα και επιμελητή, αναφέρεται εκτενώς στην Περιπέτεια ενός βιβλίου, ένα κείμενο πολεμικής κατά του Τσίζεκ, που εξέδωσε «ιδίοις αναλώμασι» ένα χρόνο αργότερα στον Πύργο.
Στον Εξώστη, που απηχεί τις επιρροές των αφηγηματικών τρόπων των Ξεφλούδα-Πεντζίκη, αλλά και του γαλλικού nouveau roman, ο ανώνυμος αφηγητής (μόνο τα αρχικά του αναφέρονται: Σ.Π.) επιχειρεί να διαπραγματευθεί τα αισθήματα μιας απροσδιόριστης στον αναγνώστη ενοχής, τα οποία πυροδοτούνται από ένα αινιγματικό και παράδοξο περιστατικό που λαμβάνει χώρα στον εξώστη ενός ξενοδοχείου, κάπου στην Αφρική. Τα περιστατικά που περιγράφει ο αφηγητής παίρνουν όλο και περισσότερο τη μορφή ενός βαθύτατου υπαρξιακού άγχους, ενώ ο ίδιος δυσκολεύεται να περιγράψει την παράδοξη φύση αυτού που νιώθει να τον κατατρέχει. Η απόδοση αυτού του ρευστού και ασταθούς στοιχείου παραμένει ένα ακατόρθωτο συγγραφικό εγχείρημα, όσο κι αν ο αφηγητής αντιμετωπίζει τη γραφή (και τη διαδικασία της συγγραφής) ως σωτηρία.
Χωρίς να απορρίπτει τις συμβάσεις της αληθοφάνειας, ο Καχτίτσης καταφεύγει στην εξπρεσιονιστική μεγέθυνση των λεπτομερειών, μέσα από την οποία εντείνεται η ατμόσφαιρα υπαρξιακού άγχους, δημιουργώντας σταδιακά ένα σύμπαν καφκικό, που υπονομεύονται, τελικά, οι ίδιες οι συμβάσεις του ρεαλισμού.
Η ανά χείρας έκδοση του Εξώστη, από την θεραπαινίδα της «μαστορικής» Γ. Κριτσέλη των Εκδόσεων Κίχλη, αποτελεί την τρίτη εκδοτική εκδοχή της νουβέλας του Καχτίτση (είχε μεσολαβήσει η έκδοση της Στιγμής, το 1985, με επιμέλεια των Αιμ. Καλιακάτσου-Ε. Χ. Γονατά). Τις διαφοροποιήσεις από τις προηγούμενες εξηγεί αναλυτικά η ίδια η εκδότρια-επιμελήτρια στο επίμετρο (όπου επίσης παρατίθεται αναλυτικό χρονολόγιο από τον Βίκτωρα Καμχή και μια σύντομη μελέτη του Γιάννη Δημητρακάκη).
Στόχος της νέας έκδοσης, για την οποία χρησιμοποιήθηκε ανέκδοτο υλικό από το αρχείο Γονατά, αποτελεί η όσο το δυνατόν πιστότερη ανασύσταση της τελικής βούλησης του συγγραφέα (για την οποία υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις μόνο, καθώς το διορθωμένο από τον ίδιο δακτυλόγραφο της πρώτης έκδοσης λανθάνει), αλλά και η ανάδειξη του κρίσιμου ρόλου του Ε. Χ. Γονατά ως επιμελητή της νουβέλας.
Ήδη από την περίοδο της Κατοχής, μαθητής ακόμη, δημοσιεύει με ψευδώνυμα ποιήματα και διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά της Πάτρας, ενώ αντιμετωπίζει διώξεις από τα Τάγματα Ασφαλείας, λόγω της φιλίας του με μέλη της ΕΠΟΝ. Μετά την απελευθέρωση διατηρεί αλληλογραφία με το περιοδικό της Θεσσαλονίκης Κοχλίας και τον κύκλο λογοτεχνών (με προεξάρχοντα τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη) που συσπειρώνονται γύρω από αυτό. Στις επιστολές του χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Στοππάκιους Παπένγκους και ως τόπο αποστολής αναφέρει τη Γάνδη. Μέσα από την αλληλογραφία αυτή, η οποία θα συνεχιστεί μέχρι το 1966, οπότε διακόπτει τις σχέσεις του με τον Πεντζίκη, αναδεικνύονται τόσο οι οφειλές του Καχτίτση στο μοντερνισμό της «Σχολής της Θεσσαλονίκης» όσο και οι απογοητεύσεις του από τους εκπροσώπους της.
Η στρατιωτική του θητεία στην Κόνιτσα το 1949, αμέσως μετά το τέλος των μαχών του Εμφυλίου, όπου θα συναντήσει ένα ρημαγμένο τοπίο, ενώ ο ίδιος βρίσκεται υπό το κράτος της ερωτικής απογοήτευσης, θα έχει ως αποτέλεσμα μια συλλογή δεκατεσσάρων αγγλόφωνων ποιημάτων με τον τίτλο Foggy Days που αποστέλλει σε φίλους και δεν θα δημοσιεύσει στο σύνολό της παρά είκοσι χρόνια αργότερα.
Το 1964, κι ενώ βρίσκεται ήδη στον Καναδά, αποστέλλει στον Ε. Χ. Γονατά το δακτυλόγραφο της νουβέλας Ο εξώστης, που λίγους μήνες αργότερα μπαίνει στη διαδικασία έκδοσης στη Θεσσαλονίκη, με επιμέλεια του Κάρολου Τσίζεκ, για να εκδοθεί στο τέλος του έτους, με φερόμενο Eκδοτικό Oίκο την Πρώτη Ύλη του Γονατά. Στην έκδοση αυτή, η οποία συνοδεύτηκε από αμέτρητες διαφωνίες και τσακωμούς μεταξύ συγγραφέα και επιμελητή, αναφέρεται εκτενώς στην Περιπέτεια ενός βιβλίου, ένα κείμενο πολεμικής κατά του Τσίζεκ, που εξέδωσε «ιδίοις αναλώμασι» ένα χρόνο αργότερα στον Πύργο.
Στον Εξώστη, που απηχεί τις επιρροές των αφηγηματικών τρόπων των Ξεφλούδα-Πεντζίκη, αλλά και του γαλλικού nouveau roman, ο ανώνυμος αφηγητής (μόνο τα αρχικά του αναφέρονται: Σ.Π.) επιχειρεί να διαπραγματευθεί τα αισθήματα μιας απροσδιόριστης στον αναγνώστη ενοχής, τα οποία πυροδοτούνται από ένα αινιγματικό και παράδοξο περιστατικό που λαμβάνει χώρα στον εξώστη ενός ξενοδοχείου, κάπου στην Αφρική. Τα περιστατικά που περιγράφει ο αφηγητής παίρνουν όλο και περισσότερο τη μορφή ενός βαθύτατου υπαρξιακού άγχους, ενώ ο ίδιος δυσκολεύεται να περιγράψει την παράδοξη φύση αυτού που νιώθει να τον κατατρέχει. Η απόδοση αυτού του ρευστού και ασταθούς στοιχείου παραμένει ένα ακατόρθωτο συγγραφικό εγχείρημα, όσο κι αν ο αφηγητής αντιμετωπίζει τη γραφή (και τη διαδικασία της συγγραφής) ως σωτηρία.
Χωρίς να απορρίπτει τις συμβάσεις της αληθοφάνειας, ο Καχτίτσης καταφεύγει στην εξπρεσιονιστική μεγέθυνση των λεπτομερειών, μέσα από την οποία εντείνεται η ατμόσφαιρα υπαρξιακού άγχους, δημιουργώντας σταδιακά ένα σύμπαν καφκικό, που υπονομεύονται, τελικά, οι ίδιες οι συμβάσεις του ρεαλισμού.
Η ανά χείρας έκδοση του Εξώστη, από την θεραπαινίδα της «μαστορικής» Γ. Κριτσέλη των Εκδόσεων Κίχλη, αποτελεί την τρίτη εκδοτική εκδοχή της νουβέλας του Καχτίτση (είχε μεσολαβήσει η έκδοση της Στιγμής, το 1985, με επιμέλεια των Αιμ. Καλιακάτσου-Ε. Χ. Γονατά). Τις διαφοροποιήσεις από τις προηγούμενες εξηγεί αναλυτικά η ίδια η εκδότρια-επιμελήτρια στο επίμετρο (όπου επίσης παρατίθεται αναλυτικό χρονολόγιο από τον Βίκτωρα Καμχή και μια σύντομη μελέτη του Γιάννη Δημητρακάκη).
Στόχος της νέας έκδοσης, για την οποία χρησιμοποιήθηκε ανέκδοτο υλικό από το αρχείο Γονατά, αποτελεί η όσο το δυνατόν πιστότερη ανασύσταση της τελικής βούλησης του συγγραφέα (για την οποία υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις μόνο, καθώς το διορθωμένο από τον ίδιο δακτυλόγραφο της πρώτης έκδοσης λανθάνει), αλλά και η ανάδειξη του κρίσιμου ρόλου του Ε. Χ. Γονατά ως επιμελητή της νουβέλας.
Στρατής Αρτεμισιώτης
Σχόλια