Η ισχύς των τοπικών παραβατικών έως και εγκληματικών δικτύων δε βρίσκεται στα όπλα, αλλά στα τιμολόγια, στα προγράμματα, στα «επενδυτικά σχέδια» και στα πολιτικά τηλέφωνα. Η οπλοκατοχή είναι απλώς το σκηνικό· η πραγματική εξουσία τους γεννιέται από τη δυνατότητα να διαχειρίζονται παράνομο χρήμα μέσα από νόμιμες βιτρίνες.
Στην Κρήτη ‒και όχι μόνο, τα ίδια παντού, η μόνη μας διαφορά η ακατάσχετη κυκλοφορία όπλων ακόμη και ως μέσο επίδειξης και επιβολής, εν αντιθέσει με την ομοίως ακατάσχετη κυκλοφορία όπλων στην άλλη Ελλάδα, ιδίως στο Αττικό λεκανοπέδιο‒ το οργανωμένο έγκλημα δεν επιβιώνει επειδή έχει όπλα. Επιβιώνει γιατί έχει «πλάτες»: πολιτικές, θεσμικές, κοινωνικές. Ένα παράλληλο κράτος που συναλλάσσεται με το επίσημο, εξαγοράζει συνειδήσεις και βαφτίζει τη διαπλοκή «τοπική ιδιαιτερότητα».
Ο εχθρός δεν είναι το όπλο, αλλά η σιωπή
Όταν, πριν λίγες εβδομάδες, ο αρχηγός του Λιμενικού Σώματος διέταξε έναν απλό έλεγχο για περιστατικό ξυλοδαρμού στα Χανιά ‒που ο ίδιος πληροφορήθηκε από το διαδίκτυο‒ θα περίμενε κανείς να υπάρξει επιδοκιμασία. Αντιθέτως, ξέσπασε «θύελλα». Βουλευτές όλων των κομμάτων, δημοτικοί σύμβουλοι και τοπικοί παράγοντες, φορείς, η «αφρόκρεμα» της πόλης, όχι οι «ιδιαίτεροι» της υπαίθρου, συνασπίστηκαν όχι για να απαιτήσουν δικαιοσύνη, αλλά για να καταγγείλουν τον… έλεγχο. Ακόμα και ο Δικηγορικός Σύλλογος της πόλης ύψωσε παντιέρα υπέρ του λιμενάρχη, καταγγέλλοντας τον υπουργό Ναυτιλίας Βασίλη Κικίλια για «αλαζονεία». Γιατί; Επειδή δεν εμπόδισε την υπηρεσία του να κάνει τη δουλειά της. Η τοπική «ελίτ» δεν υπερασπίστηκε το δίκαιο, υπερασπίστηκε το άβατο. Την ιδέα ότι στην Κρήτη «δεν αγγίζουμε» τις τοπικές εξουσίες, ότι η κρατική εποπτεία είναι προσβολή της τιμής. Κι έτσι, το αυτονόητο έγινε ύποπτο, και η νομιμότητα βαφτίστηκε αυθάδεια.
Η πολιτική συγκάλυψη ως παράδοση
Σαν να μην έφτανε αυτό, πολιτικός με βαρύνουσα οντότητα στην πολιτική σκηνή, έσπευσε να καταγγείλει τον Κικίλια για «αλαζονεία». Και να προσθέσει, με εκείνη τη χαρακτηριστική ευκολία της πολιτικής φράσης: «Τέτοια συμβάντα συμβαίνουν καθημερινά. Εμείς οι Κρητικοί είμαστε οξύθυμοι».
Η φράση αυτή συμπύκνωσε δεκαετίες συγκάλυψης. Το έγκλημα, το θράσος, η αυθαιρεσία έγιναν «οξύθυμη ιδιοσυγκρασία». Η ανοχή βαφτίστηκε κουλτούρα, η παρανομία, εθιμικό δίκαιο. Αλλά η »κρητική ιδιοσυγκρασία» δεν έχει καμία σχέση με το να κυκλοφορούν ένοπλοι ή να επιβάλλονται με τον φόβο. Αυτό είναι ομερτά. Όχι παράδοση.
Γιατί, ας μην ξεχνιόμαστε, στην Κρήτη δε λειτουργεί κάποιο παράλληλο νομικό σύστημα βασισμένο σε παλιά έθιμα. Λειτουργεί ένα σύγχρονο, οργανωμένο πλέγμα εξουσίας, που συνδέει τελικά ακόμη και με όρους ψηφοθηρικής συναλλαγής, παραβατικές ομάδες με πολιτικά γραφεία, θεσμικές αρχές, επιχειρηματίες και «εκπροσώπους της κοινωνίας».
Από τη βεντέτα στη μαφία
Λίγα εικοσιτετράωρα μετά το επεισόδιο στα Χανιά, στα Βορίζια του Ηρακλείου έπεσαν εκατοντάδες σφαίρες. Δύο άνθρωποι νεκροί, τέσσερις τραυματίες, ένα χωριό υπό πολιορκία. Και πάλι, ο δημόσιος λόγος έσπευσε να μιλήσει για «βεντέτα». Τα κεντρικά ΜΜΕ οργίασαν σε κάθε έκδοχο «βεντέτας» και υπερβολής.
Όμως αυτό δεν ήταν βεντέτα. Ήταν ωμή ανταλλαγή πυροβολισμών, μακελειό χωρίς διακρίσεις ή «κώδικες», λες και οι εκτελέσεις έχουν «κώδικες». Η βεντέτα, όσο σκληρό κι αν υπήρξε το «έθιμο», είχε κανόνες: συγκεκριμένος στόχος, γνωστή αιτία, ποτέ γυναίκες, ποτέ τυφλά χτυπήματα. Αυτό που συνέβη στα Βορίζια δεν είχε τίποτα από αυτά. Είχε μόνο σφαίρες, εκδίκηση και ένα πλέγμα προστασίας που συνεχίζει να κρύβεται πίσω από τη λέξη «παράδοση». Το να μιλάμε για «έθιμο» όταν πέφτουν εκατοντάδες σφαίρες, είναι σαν να μιλάμε για «αυθόρμητο εμπόριο» όταν μιλάμε για λαθρεμπόριο. Είναι απλώς εξωραϊσμός της βαρβαρότητας.
Οι «κύριοι Οπεκεπέδες κάθε τύπου, παντός καιρού» της τοπικής εξουσίας
Πίσω από τα όπλα και τις φονικές συμπλοκές υπάρχει πάντα ένα κοινό μοτίβο: χρήμα. Παράνομο χρήμα. Είτε προέρχεται από παράνομη νομή και κατοχή, «μαϊμού» βοσκοτόπους και ζωοκλοπές, ανύπαρκτα οζά, ναρκωτικά, είτε από αρχαιοκαπηλία, είτε από σωματεμπόριο, εμπόριο όπλων και σφαιρών, είτε από τις γνωστές «πατέντες» στις αγροτικές επιδοτήσεις, είτε από «μαύρη» εργασία και νοθευμένες δηλώσεις ΟΣΔΕ. Αυτά τα δίκτυα δεν είναι περιθώριο, είναι πυλώνας μιας παράλληλης οικονομίας που κινεί εκατομμύρια.
Και το πιο επικίνδυνο; Το «ξέπλυμα» γίνεται μέσα από «νόμιμες» επιχειρήσεις: τουριστικά καταλύματα, καφετέριες, μπαρ, εστιατόρια. Εκεί όπου το «μαύρο» χρήμα γίνεται «ανάπτυξη».
Έτσι, οι «κύριοι Οπεκεπέδες κάθε τύπου, παντός καιρού» ‒οι τοπικοί βαρώνοι που χτίζουν περιουσίες με «βρόμικο» χρήμα και πολιτικές πλάτες‒ μετατρέπουν τις κοινότητες σε ομήρους. Ολόκληρες οικογένειες εξαρτώνται από αυτούς για δουλειά, επιδόματα, ψήφους, ακόμα και για κοινωνική αποδοχή. Ένα καθεστώς σιωπηρής ομηρίας, πιο αποτελεσματικό από οποιονδήποτε νόμο του κράτους.
Η συνενοχή ως κανονικότητα
Το χειρότερο δεν είναι ότι υπάρχουν παραβατικά έως και εγκληματικά δίκτυα. Το χειρότερο είναι ότι έχουν κοινωνική νομιμοποίηση. Όταν πολιτικοί, δημοτικοί άρχοντες, επαγγελματικοί σύλλογοι και Μέσα Ενημέρωσης βγαίνουν μπροστά όχι για να αποκαλύψουν την ανομία, αλλά για να την προστατεύσουν, τότε δεν έχουμε πια έγκλημα. Έχουμε συγκάλυψη.
Και η συγκάλυψη είναι πάντα πιο ισχυρή από τη σφαίρα, γιατί διαμορφώνει συνειδήσεις. Στην Ελλάδα του 2025, η ομερτά δε χρειάζεται όπλα· έχει γραβάτες, υπογραφές και ψηφοδέλτια. Όποιος τολμήσει να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά, βαφτίζεται «αλαζόνας». Όποιος ζητήσει έλεγχο, «προσβάλλει τον τόπο». Η πιο επικίνδυνη μορφή εξουσίας είναι αυτή που ντύνεται με τοπικό χρώμα και ζητά ανοχή «για το καλό του τόπου».
Η άλλη Κρήτη
Αλλά η Κρήτη δεν είναι αυτό το σκοτεινό πρόσωπο που προσπαθούν να της φορέσουν. Δεν είναι οι κουμπούρες και οι «νονοί». Είναι το νησί του Δομήνικου, του Καζαντζάκη, του Νίκου Ξυλούρη, των μεγάλων ιστορικών ανατροπών, του πολιτισμού, της τέχνης, των περήφανων χωριών με τους ανυπόκριτα ζεστούς και φιλότιμους ανθρώπους. Των Πανεπιστημίων του, του Αστεροσκοπείου στον Σκίνακα, του ΙΤΕ και του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, του Mathesis. Είναι ο τόπος όπου η επιστήμη, η παιδεία και η καλλιέργεια συνεχίζουν να ανθίζουν, κόντρα στην πολιτική και οικονομική μιζέρια.
Είναι ο τόπος των οινοποιών που σπούδασαν στη Βουργουνδία και δημιούργησαν ένα νέο μοντέλο παραγωγής, της Αρχαιολογίας που εκπλήσσει παγκοσμίως, των ανθρώπων που εργάζονται με αξιοπρέπεια, χωρίς να χρειάζονται «προστασία». Η Κρήτη της γνώσης, της δημιουργίας και του μόχθου δεν έχει καμία σχέση με την Κρήτη της σιωπής και των σφαιρών. Το πρόβλημα δεν είναι ο τόπος, είναι το πολιτικό του σύστημα. Ένα σύστημα χαμηλού επιπέδου, που ζει και αναπνέει μέσα στη συναλλαγή, στη διαπλοκή και στη μικροπολιτική προστασία.
Οι «παράγοντες» που επί δεκαετίες μετατρέπουν την εγκληματική σιωπή σε «έθιμο» είναι αυτοί που πρέπει επιτέλους να κατονομαστούν.
Να τελειώνουμε με την ομερτά
Η κοινωνία της Κρήτης ‒και συνολικά της Ελλάδας‒ δεν έχει ανάγκη από άλλο ένα «διάλογο για τα έθιμα». Έχει ανάγκη από κάθαρση. Από ένα ξεκάθαρο «ως εδώ». Να σταματήσουμε να βαφτίζουμε την ομερτά «παράδοση» και να αποκαλέσουμε τα πράγματα με το όνομά τους:
Δεν είναι βεντέτα, είναι μακελειό.
Δεν είναι έθιμο, είναι έγκλημα.
Δεν είναι «τοπική ιδιοσυγκρασία», είναι συγκάλυψη.
Αυτοί που συντηρούν αυτή τη σιωπή, αυτοί που προστατεύουν τα κυκλώματα, που εκβιάζουν με ψήφους και διορισμούς, που βαφτίζουν το «βρόμικο» χρήμα «ανάπτυξη» και την πολιτική υποταγή «σεβασμό στα ήθη» ‒ αυτοί και μόνο αυτοί είναι οι πραγματικοί υπεύθυνοι. Όχι η Κρήτη. Όχι οι άνθρωποί της. Αλλά οι «κύριο» που την εμπορεύονται.
Η Κρήτη δεν έχει ανάγκη από προστάτες. Έχει ανάγκη από αλήθεια. Κι όσοι βαφτίζουν το σκοτάδι «τοπικό χρώμα», είναι οι πρώτοι που πρέπει να λογοδοτήσουν. Γιατί, τελικά, η σιωπή δεν είναι πια παράδοση. Είναι συνενοχή. Και η συνενοχή δεν έχει καμία απολύτως δικαιολογία.
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: www.neakriti.gr





































































