του Φατός Λιουμπόνια*
Το σκηνικό με τον Αλβανό πρωθυπουργό Έντι Ράμα να γονατίζει πάνω στο κόκκινο χαλί για να υποδεχθεί την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρώπης, έχει πάρει έκταση και έχει σχολιαστεί ευρέως, μεταξύ άλλων και στην Ιταλία. Σε ένα ντιμπέιτ, στο οποίο συμμετείχε και ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι, ένας καθηγητής ιστορίας σχολίασε τη γονυκλισία αναφερόμενος σε ένα μεσαιωνικό έθιμο: όταν ο βασιλιάς πλησίαζε, ο υποτελής άρχοντας έπρεπε να παραμένει γονατιστός μέχρι ο βασιλιάς να του κάνει νόημα να σηκωθεί. Αυτό ήταν που συνέβη και σε αυτή την περίπτωση, κατά τα λεγόμενά του καθηγητή: ο Αλβανός πρωθυπουργός σηκώθηκε όταν η Μελόνι του είπε «αρκετά». Πάντως ο Ματέο Ρέντσι, που μίλησε για «φάρσα», δεν ήταν θυμωμένος με τον «υποτελή», αλλά με τη «βασίλισσα», η οποία του έδωσε 800 εκατ. ευρώ για τα ιταλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών επί αλβανικού εδάφους.
Το πιο εξωφρενικό είναι ότι στην Αλβανία δεν υπήρξε καμία αντίδραση για τη γονυκλισία. Άλλωστε το συμβάν επισκιάστηκε από αυτή καθαυτή τη Σύνοδο Κορυφής, η οποία επικροτήθηκε από πολλούς Αλβανούς με ένα είδος εθνικής υπερηφάνειας: η Αλβανία, λένε, έφερε τους πρωθυπουργούς όλων των ευρωπαϊκών κρατών στην Πλατεία Σκεντέρμπεη. Δεν έχουν καμία επίγνωση ότι όλο αυτό ήταν ένα ξέπλυμα του Ράμα για την «εκλογική σφαγή» που προσφάτως διέπραξε. Ωστόσο, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που οι Αλβανοί δεν αντιδρούν σε τέτοιου είδους πράξεις, στις οποίες η δουλική συμπεριφορά του Ράμα, μαζί με την ανεξέλεγκτη ανάγκη του να αυτοεπιδεικνύεται –έστω και σαν γελωτοποιός του παλατιού– καλύπτεται από ένα περιτύλιγμα εθνικής υπερηφάνειας. Ήταν άλλωστε εκκωφαντική η σιωπή όταν αλβανικά εδάφη παραχωρήθηκαν στους Ιταλούς για να εγκλείουν μετανάστες που μεταφέρουν από την Ιταλία. Εκτός από μια χούφτα ακτιβιστών και δημοσιογράφων, η πλειονότητα του λαού το αντιμετώπισε ως «απόδειξη» της ιστορικής μας αγάπης για την Ιταλία. Αντίστοιχα, οι Αλβανοί δεν αντέδρασαν όταν παραχωρήθηκαν στον γαμπρό του Τραμπ τα 48 εκτάρια του νησιού Σάσωνα: ακόμα και η αντιπολίτευση το θεώρησε κάτι κανονικό.
Οι ρίζες της «κανονικότητας»
Αλλά από πού προέρχεται όλη αυτή η αίσθηση «κανονικότητας»; Κατά τη γνώμη μου, εξηγείται από το γεγονός ότι στη συλλογική μας συνείδηση είναι βαθιά ριζωμένη η νοοτροπία του υπηκόου ενός δουλικού κράτους, που καμαρώνει όταν ο βασιλιάς επισκέπτεται το φτωχικό του. Την έχουμε κληρονομήσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όταν οι τοπικοί μας προύχοντες είχαν μια σχέση υποτέλειας απέναντι στην Υψηλή Πύλη: εν συντομία, ο υποτελής όφειλε να στέλνει στρατιώτες στον Σουλτάνο, ο οποίος σε αντάλλαγμα του επέτρεπε να διοικεί όπως ήθελε. Μόνο όταν οι φιλοδοξίες του υποτελούς μετατρέπονταν σε σοβαρό πρόβλημα για την Υψηλή Πύλη, αποφασιζόταν η καθαίρεσή του. Οι πιο γνωστές περιπτώσεις αυτού του είδους ήταν ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής και ο Καρά Μαχμούτ Πασάς ο Μπουσατλής.
Έχοντας υπόψη τον παραπάνω ιστορικό παραλληλισμό, η ερμηνεία του Ρέντσι μου φαίνεται λανθασμένη, καθώς το όφελος του υποτελούς και της βασίλισσας στη συμφωνία Μελόνι-Ράμα είναι αμοιβαίο. Η Μελόνι, για το δικό της συμφέρον όσον αφορά την αντιμεταναστευτική εκλογική της ρητορική, έλαβε ένα κομμάτι αλβανικής γης που κανείς στον κόσμο δεν θα της είχε δώσει μέχρι σήμερα, ενώ το «δώρο» που έδωσε και συνεχίζει να δίνει στον Ράμα δεν είναι τα 800 εκατομμύρια, αλλά η αξιοπιστία και η στήριξη από την Ευρώπη μέσω του να αποσιωπούνται τα όσα κάνει στη χώρα του. Αλλά πιθανόν στον Ρέντσι δεν αρέσει να ακούει περί υποτέλειας: ακόμα και στην Ιταλία ο όρος «υποτελής» χρησιμοποιείται σαρκαστικά όταν γίνεται λόγος για εξάρτηση από τις ΗΠΑ, αποδιδόμενος σε πολιτικούς όπως ακριβώς ο Ρέντσι – ο οποίος, όταν προσπάθησε να αλλάξει το Σύνταγμα για να αποκτήσει περισσότερη εξουσία, οργάνωσε μια επίσκεψη στην Ουάσιγκτον. Αλλά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος λέει πολλά για την απέναντι πλευρά της Αδριατικής σε σύγκριση με τη δική μας ακτή. Διότι, παρόλο που ο τότε Αυτοκράτορας Ομπάμα εκφράστηκε υπέρ της μεταρρύθμισης του Ρέντσι, πάνω από το 60% των Ιταλών ψήφισαν κατά: στην απέναντι πλευρά της Αδριατικής δεν αποδέχονται… περήφανα κάθε απόφαση προερχόμενη από την Υψηλή Πύλη της Ουάσιγκτον. Εμείς, από την άλλη, αποδεχόμαστε ασυζητητί όσες αποφάσεις λαμβάνονται από εκεί για εμάς.
Η αντίφαση στην αποδοχή της υποτέλειας
Άρα δεν είναι απλά ο Ράμα το πρόβλημα. Διότι δεν θα γονάτιζε εάν δεν ήξερε ότι παραμένουμε ένας λαός που ξαπλώνει μπρούμυτα όταν κάνει επίσκεψη ο βασιλιάς. Ούτε θα πλήρωνε ποτέ 80 εκατομμύρια ευρώ για να βγάλει μια φωτογραφία με τον πρόεδρο των ΗΠΑ εάν δεν ήταν σίγουρος πως, μόλις τον δούμε πλάι-πλάι με τον Αυτοκράτορα, θα τον ακολουθήσουμε σαν πρόβατα. Όχι, είμαστε εμείς που, ακόμα και όταν θέλουμε να σώσουμε τον εαυτό μας από τον τοπικό άρχοντα, εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στους Αμερικάνους. Λόγω αυτής της νοοτροπίας μας υπάρχει ο Έντι Ράμα. Απλά ρίξτε μια ματιά στην αντιπολίτευση που τώρα διαβαίνει τις πύλες των Βρυξελλών φωνάζοντας ότι ο υποτελής της έκλεψε τις ψήφους στις εκλογές. Ή δείτε πώς σχολιάζουμε παθιασμένα τη μετεκλογική δήλωση της Αμερικανικής Πρεσβείας, επισημαίνοντας ότι αυτή τη φορά συνεχάρη τον αλβανικό λαό και όχι τον υποτελή άρχοντα, κι ελπίζοντας ενδόμυχα πως αυτό σημαίνει ότι έχουν επιλέξει να τον καθαιρέσουν.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση στην πρόθυμη αποδοχή της κατάστασης υποτέλειας, που κάποιοι την καμουφλάρουν χρησιμοποιώντας τον όρο «συνεργασία» ή ισχυριζόμενοι ότι αυτή τη φορά είμαστε υπηρέτες της «Αυτοκρατορίας του Καλού». Η αντίφαση έγκειται στο γεγονός ότι ακριβώς η υποτέλεια είναι αντίθετη με την φιλοδοξία μας για δημοκρατία, ελευθερία, ισονομία, για να γίνουμε σαν «την υπόλοιπη Ευρώπη», όπως μας υπόσχεται ο υποτελής ενώ χτίζει την απολυταρχία του. Για να γίνει κατανοητή αυτή η αντίφαση, απλώς αναρωτηθείτε: Πώς είναι δυνατόν για πάνω από 30 χρόνια, κι έχοντας τη βοήθεια της «Αυτοκρατορίας του Καλού», αντί για δημοκρατία, ελευθερία κ.λπ., να έχουμε χτίσει ένα αυταρχικό και εγκληματικό κράτος των ναρκο-ολιγαρχών;
Η απάντηση είναι ότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχουμε μάθει ακόμα δύο ολοφάνερα πράγματα: Πρώτον, ότι η «Αυτοκρατορία του Καλού», όπως δείχνει η συμφωνία Μελόνι-Ράμα, αλλά επίσης οι καταστάσεις τρόμου στον κόσμο (δείτε τη σφαγή χιλιάδων παιδιών Παλαιστινίων με τα όπλα της Αυτοκρατορίας), ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για την υποτέλειά μας παρά για τη δημοκρατία μας. Δεύτερον, και πάνω από όλα, ότι από τη στιγμή που η δημοκρατία δεν μπορεί να εισαχθεί ή να εξαχθεί, χτίζεται από τους ανθρώπους που τη θέλουν. Και το να τη θέλει κανείς σημαίνει ότι θέλει να βγει από τη νοοτροπία της υποτέλειας. Και το να βγει κανείς από αυτή την νοοτροπία είναι «η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος», όπως έλεγε ο Καντ απαντώντας στην ερώτηση «Τι είναι Διαφωτισμός;». Μιλάμε δηλαδή για τη μετάβαση από την κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ένα φύλακα, στην κατάσταση του ανθρώπου που χρησιμοποιεί το δικό του μυαλό για να ερμηνεύσει τον κόσμο και για να προστατεύει τα συμφέροντά του.
* Ο Φατός Λιουμπόνια είναι Αλβανός διανοούμενος. Το παρόν άρθρο του αποδίδεται συντετμημένο. Οι μεσότιτλοι είναι της Σύνταξης. Μετάφραση: Κωνσταντής Κυριακού.








































































