Υπογράφηκαν στο Παρίσι, παρουσία των Εμανουέλ Μακρόν και Κυριάκου Μητσοτάκη, δύο συμφωνίες: η πρώτη αφορά τη «στρατηγική εταιρική σχέση για τη συνεργασία στην άμυνα και την ασφάλεια» ανάμεσα στις δύο χώρες, και η δεύτερη την αγορά από την Ελλάδα 3+1 φρεγατών Belh@rra με τον οπλισμό που φέρουν. Πιθανόν η δεύτερη να επεκταθεί με την αγορά και τριών κορβετών.
Πρόκειται για μια σημαντική κίνηση από πολιτική, στρατιωτική και οικονομική άποψη. Γι’ αυτό οφείλουμε να την αναλύσουμε όσο καλύτερα μπορούμε, να φωτίσουμε τι δεσμεύσεις περιλαμβάνει και τι οφέλη υπάρχουν, και φυσικά να αξιολογήσουμε τους πανηγυρικούς τόνους που συνόδευσαν την υπογραφή των δύο συμφωνιών.
Τα «προκαταρκτικά» της συμφωνίας Γαλλίας-Ελλάδας
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, με την αναγγελία της ελληνογαλλικής συμφωνίας οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μια θερμή δήλωση: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες χαιρετίζουν τις συνεχείς επενδύσεις που πραγματοποιεί η Ελλάδα για την αναβάθμιση των αμυντικών της δυνατοτήτων και το γεγονός ότι εκπληρώνει τις ΝΑΤΟϊκές της δεσμεύσεις για τις προβλεπόμενες αμυντικές δαπάνες».
Αυτή η στάση ενισχύει την εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μια «φιλική παραχώρηση» προς τη Γαλλία, μετά την κρίση στη σχέση τους που προκλήθηκε από τη συμφωνία AUKUS, με την οποία η Γαλλία υπέστη ζημιά 50 δισεκατομμυρίων ευρώ λόγω της ακύρωσης της συμφωνίας κατασκευής στόλου υποβρυχίων για την Αυστραλία.
Αυτό το «δώρο» των ΗΠΑ προς τον Μακρόν δεν έρχεται σε αντίθεση ή σύγκρουση με τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ: Πρώτον, επειδή φαίνεται ότι το στρατηγικό τους ενδιαφέρον μετατοπίζεται κυρίως προς τη Ν.Α. Ασία. Δεύτερον, επειδή ούτως ή άλλως θα διευρύνουν ακόμα περισσότερο τη στρατιωτική τους παρουσία στην Ελλάδα με τη νέα συμφωνία που θα υπογραφεί τον Οκτώβριο (βάση στην Αλεξανδρούπολη, επέκταση της Σούδας, 5ετής διάρκεια τουλάχιστον κ.λπ.). Τρίτον, επειδή εκκολάπτεται ένας καινούριος καταμερισμός και ρόλος των ΝΑΤΟϊκών χωρών της Νότιας Ευρώπης στον γεωπολιτικό αναδασμό της Ν.Α. Μεσογείου. Τέλος, επειδή ακόμα δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της Τουρκίας – με την έννοια ότι αυτή κινείται μεν εντός ΝΑΤΟϊκών πλαισίων, αλλά και αυτονομείται, προωθώντας δικές της επεκτατικές πολιτικές σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, ενώ διατηρεί στενές σχέσεις και με τη Ρωσία.
Μέσα λοιπόν σε ένα ρευστό διεθνές πλαίσιο, όπου γίνονται ανακατατάξεις και αλλαγές προσανατολισμών, δημιουργούνται περιθώρια ώστε δυνάμεις όπως η Γαλλία να παίρνουν ορισμένες πρωτοβουλίες – και ανερχόμενες δυνάμεις όπως η Τουρκία να υπερβαίνουν πλαίσια που πριν 10-20 χρόνια θα φάνταζαν αξεπέραστα.
Μια συμφωνία με «ευρωπαϊκό κίνητρο» και «ευρωατλαντικό χαρακτήρα»
Στις δηλώσεις τους οι Μακρόν και Μητσοτάκης προσδιόρισαν τη φύση της συμφωνίας που συνομολόγησαν. Ο Μακρόν δεν χρειάστηκε να πει πολλά. Απλά σημείωσε ότι: «Αυτή η συνεργασία εγγράφεται στο αμοιβαίο σχέδιο των δικών μας δεσμεύσεων στο επίπεδο Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, επεκτείνοντας και ενδυναμώνοντας τις σχέσεις για την προστασία της δικής μας περιοχής, επ’ ωφελεία της ειρήνης και της ασφάλειας στη Μεσόγειο και στα Βαλκάνια».
Οι δύο ευρωπαϊκές χώρες δεν θέλουν και δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα ευρωατλαντικά πλαίσια, δηλαδή τον στενό κορσέ που επιβάλλουν ακόμα οι ΗΠΑ συνολικά στην Ευρώπη
Χωρίς να λησμονεί να δίνει μια έμφαση στις επιδιώξεις της Γαλλίας στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας πιο διευρυμένης και αποτελεσματικής στρατιωτικής δομής (ευρωστρατός). Αυτό είναι το «ευρωπαϊκό κίνητρο» στην περιοχή και στο ρόλο των χωρών της Ν. Ευρώπης. Ο Μητσοτάκης θέλησε να ενισχύσει ένα άλλο στοιχείο, συμπληρώνοντας ότι η συμφωνία έχει «και έναν χαρακτήρα ευρωατλαντικό, αφορά δύο εταίρους στην Ε.Ε. αλλά και δύο συμμάχους στο ΝΑΤΟ». Για να καταλήξει: «Και μια Ευρώπη η οποία ενισχύει την άμυνά της, ενισχύει εντέλει και την ίδια τη διατλαντική συμμαχία».
Με άλλα λόγια, οι δύο ευρωπαϊκές χώρες δεν θέλουν και δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα ευρωατλαντικά πλαίσια, δηλαδή τον στενό κορσέ που επιβάλλουν ακόμα οι ΗΠΑ συνολικά στην Ευρώπη. Αναζητούν ρόλους ή περιθώρια μέσα σε αυτά τα πλαίσια, κι αυτό είναι βασικό για να κριθούν ζητήματα ουσίας στις επιλογές που γίνονται.
Τι επιδιώκουν ή κατοχυρώνουν οι δύο χώρες με τη συμφωνία αυτή;
Πέρα από τη συζήτηση για το κόστος των εξοπλιστικών προγραμμάτων, πέρα από την οικονομική διάσταση μιας αγοροπωλησίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχουν ζητήματα πιο σοβαρά. Η Γαλλία αποκτά μια αναβαθμισμένη θέση σε μια κρίσιμη περιοχή της Μεσογείου, από την οποία θα μπορέσει να προωθήσει καλύτερά τα στρατηγικά της συμφέροντα. Γι’ αυτό και δεσμεύει την Ελλάδα να παίρνει μέρος και να συνδράμει σε διάφορες επιχειρήσεις, π.χ. σε μια περιοχή όπου τα γαλλικά συμφέροντα είναι ισχυρά, όπως η περιοχή του Σαχέλ (Μαυριτανία, Μάλι, ΚΑΔ, Νίγηρας, Τσαντ, Σουδάν κ.λπ.). Οι δεσμεύσεις της Γαλλίας απέναντι στην Ελλάδα (το νέο στοιχείο στη συμφωνία) αφορούν τη γαλλική στρατιωτική συνδρομή εάν η χώρα μας δεχθεί επιβεβαιωμένη επίθεση εντός της επικράτειας (προσοχή, έχουν σημασία και οι δύο όροι: «επιβεβαιωμένη» και «επικράτεια») από ξένη δύναμη.
Η Ελλάδα, αποκτώντας σύγχρονα οπλικά ναυτικά μέσα, ενισχύει τη ναυτική της παρουσία στην περιοχή (κάτι που δεν ταυτίζεται πάντα με την άμυνα της χώρας), και εξισορροπεί την ισχύ που έχουν αποκτήσει στρατιωτικά οι Τούρκοι, οι οποίοι αμφισβητούν έμπρακτα την εθνική ακεραιότητα της χώρας μας.
Οι δύο όροι που προαναφέραμε έχουν την εξής σημασία: γίνονται πολλά επεισόδια, διεξάγεται ένας υβριδικός πόλεμος σε πολλά σημεία. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει καμιά δέσμευση από μεριάς της Γαλλίας. Όπως επίσης ο όρος «επικράτεια» σημαίνει αυστηρά τα σύνορα και μόνον. Μια σειρά κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ κ.λπ.) δεν καλύπτονται από τη συμφωνία. Δηλαδή, πέρα από τα 6 μίλια (αυτά θεωρούνται σήμερα «επικράτεια»), θα μπορούν για παράδειγμα οι τουρκικές δυνάμεις να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς σοβαρή ενόχληση. Φυσικά προς το παρόν οι Τούρκοι μας παραχωρούν την επικράτεια των 6 μιλίων, και επιδίδονται σε όσα επιδίδονται αμφισβητώντας όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδα στο Αιγαίο, στα Δωδεκάνησα, ανατολικά της Κρήτης και όπου αλλού κρίνουν οι Τούρκοι επιτελείς.
Αν επίσης συνυπολογίσουμε ότι τα μεν Ραφάλ θα τα πάρουμε στο τέλος του 2023, τις δε φρεγάτες την πρώτη το 2025 και τη δεύτερη το 2026, δηλαδή σε ένα χρονικό όριο όπου πολλά μπορούν να συμβούν, θα πρέπει να υπολογίσει κανείς ή και να περιμένει ότι η Τουρκία θα κλιμακώσει διάφορες ενέργειες που θα κατοχυρώνουν το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και της «Θάλασσας των νήσων», όπως αποκαλούν το Αιγαίο…
Να θυμίσουμε ότι η Γαλλία εδώ και καιρό (2 τουλάχιστον χρόνια) έκανε επανειλημμένες προτάσεις για συμφωνίες με την Ελλάδα, και μάλιστα σε κρίσιμες στιγμές έντασης με την Τουρκία. Τότε ούτε καν τις πήραν υπόψη, επειδή υπήρχαν κι άλλοι «γαμπροί» που ήθελαν να πουλήσουν φρεγάτες και εμπόδιζαν την παρουσία της Γαλλίας. Στο χρόνο που μεσολάβησε, η Τουρκία προχώρησε σε πολλά τετελεσμένα…
Τούρκικος επεκτατισμός και άμυνα
Μια οπτική για όλα τα θέματα που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας οφείλει να έχει έναν πειστικό λόγο απέναντι σε ένα αδιαμφισβήτητο παράγοντα: την ευθεία απειλή του τούρκικου επεκτατισμού σε βάρος ειδικά της χώρας μας, και της ακεραιότητάς της σε θάλασσες, έδαφος, νησιά και αέρα.
Όσο κι αν είναι εξαρτημένη και υποταγμένη στα δυτικά κέντρα, η άρχουσα τάξη, οι ελίτ της χώρας, δεν μπορούν να νομιμοποιούν την ίδια την ύπαρξή τους γνωρίζοντας μεγάλες εθνικές συρρικνώσεις ή ήττες. Αυτή η διάσταση, σε μια περιοχή που τα σύνορα επαναχαράσσονται και μια ανερχόμενη δύναμη διακηρύσσει ότι δεν αναγνωρίζει διεθνείς συμφωνίες, δεν μπορεί να υποτιμάται και να μην λαμβάνεται υπόψη. Οι προκλήσεις από την Τουρκία είναι σταθερές, καθημερινές και έχουν στρατηγικό βάθος και στόχους σε Κύπρο, Αιγαίο, Θράκη, Βαλκάνια. Ο τρόπος που επιβάλλει δε τα συμφέροντά της είναι διά της ισχύος: απειλή πολέμου ή πόλεμος νέτα σκέτα. Ίδε Συρία, Λιβύη, Αρμενία, κατοχή μισής Κύπρου, casus belli ψηφισμένο από την τουρκική βουλή σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει κυριαρχικά της δικαιώματα (12 μίλια), ανοικτές πολεμοχαρείς απειλές.
Μια άλλη πολιτική εναλλακτική, διαφορετική από αυτήν που ακολουθεί το πολιτικό σύστημα και οι ελίτ, δεν θα μπορούσε να αποφύγει ως διά μαγείας ούτε τον δυτικό εναγκαλισμό (και ασφυξία), ούτε όμως και την τουρκική στρατηγική. Δυστυχώς για όλους, μόνο σαν διακήρυξη ή αστείο μπορεί να διατυπωθεί το σύνθημα «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του» και η ευχή «Ειρήνη υμίν».
Πρώτο στοιχείο μια άλλης πολιτικής εναλλακτικής θα ήταν η υπεράσπιση της κυριαρχίας της χώρας από ξένες επιβουλές, η διακήρυξη μιας φιλειρηνικής πολιτικής που όμως δεν φθάνει στο σημείο να παραχωρεί γη και ύδωρ σε κάθε υποψήφιο κατακτητή. Αντίθετα, θα θεωρεί υποχρέωση των πολιτών, του λαού, να υπερασπιστούν σε κάθε περίπτωση την εδαφική, την εθνική και τη λαϊκή κυριαρχία.
Ανάκτηση βαθμών κυριαρχίας, πώς;
Άρα πριν καν φθάσουμε εκεί, ακόμα και σήμερα, υπό τη δυτική νεοαποικία και την ανοικτή απειλή από Τουρκία, το βασικό ερώτημα είναι: κινείται η χώρα, η Πολιτεία, ο λαός σε μια κατεύθυνση απόκτησης βαθμών κυριαρχίας; Ή αντίθετα φαλκιδεύονται τέτοια στοιχεία, παραχωρώντας και ξεπουλώντας τα πάντα στους δυτικούς πάτρωνες και υποχωρώντας ντροπιαστικά απέναντι σε όλες τις επεκτατικές βλέψεις και ενέργειες της Τουρκίας;
Μέσα από την απάντηση του ερωτήματος αυτού, μια πολιτική ανάκτησης ή απόκτησης βαθμών κυριαρχίας θα είχε πολλά περιθώρια: Πρώτον, να προετοιμάσει τον λαό απέναντι στους διάφορους κινδύνους και απειλές. Δεύτερον, να διαφοροποιήσει τις πηγές των στρατιωτικών προμηθειών ή αγορών, την αναδιάταξη όλων των αμυντικών μέσων, τη δημιουργία όρων ώστε να μην χρησιμοποιούνται βάσεις π.χ. των ΗΠΑ ως ορμητήριο σε περίπτωση πολέμων και εμπλοκών – και τελικά να κλείσουν μέσα σε ένα χρονοδιάγραμμα, αφού δεν χρησιμεύουν στην άμυνα και ακεραιότητα της χώρας. Τρίτον, να προωθείται μια πολυμερής εξωτερική πολιτική, με γνώμονα το αμοιβαίο όφελος και όχι την υποτέλεια της χώρας ή την επιβουλή πάνω σε ασθενέστερες, τη μη συμμετοχή σε επιθετικά μπλοκ και συνασπισμούς, τη διακήρυξη και κατάκτηση της ουδετερότητας και του παράγοντα ειρήνης και πολιτισμού. Τέλος, σε όσες στρατιωτικές συμφωνίες ή αγορές οπλικών συστημάτων κρίνονται αναγκαίες για τους σκοπούς αυτούς (όπως για όλους τους τομείς προωθημένης τεχνολογίας), οφείλουμε να έχουμε πρόσβαση σε όλους τους κρίσιμους τομείς λειτουργίας και ελέγχου.
Όλα αυτά θα έπρεπε να είναι στοιχειώδη. Πλην όμως στερεότυπα υποτέλειας και ραγιαδισμού, άρνησης να αναγνωριστεί ο εξαρτημένος χαρακτήρας της Ελλάδας, όπως και ο κίνδυνος από τον τούρκικο επεκτατισμό, κάνουν ώστε η οπτική που αναφέραμε να μοιάζει από ουτοπική έως πολύ εθνική. Πλην όμως είναι η μόνη που μπορεί να προσανατολίσει σωστά και με κάποια προοπτική.