Οι Αμερικανοί γίνονται πιο… ευκίνητοι και αναδιατάσσουν την παγκόσμια παρουσία τους. Του Γιώργου Τσίπρα
«Όπως έκανα σαφές, θα ενισχύσουμε την παρουσία μας στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού και οι περικοπές δαπανών δεν θα γίνουν σε βάρος αυτής της κρίσιμης περιοχής. Θα συνεχίσουμε να επαγρυπνούμε, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή». «Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ θα είναι μικρότερες, πιο “άπαχες”, αλλά η μεγαλύτερη ισχύς θα βρίσκεται στο γεγονός πως θα είναι πιο ευκίνητες, πιο ευέλικτες, έτοιμες να αναπτυχθούν άμεσα, καινοτόμες, προηγμένες τεχνολογικά. Αναδιαμορφώνουμε την παγκόσμια παρουσία μας, δίνοντας έμφαση στον Ειρηνικό και τη Μέση Ανατολή». Πρόκειται για αποσπάσματα από τις ομιλίες του προέδρου Ομπάμα και του υπουργού Άμυνας Πανέτα αντίστοιχα, στην παρουσίαση του νέου στρατιωτικού δόγματος των ΗΠΑ, στις αρχές του έτους.
Εντός… δόγματος, λοιπόν, είναι η νέα ένταση που κλιμακώνουν οι ΗΠΑ στον Περσικό Κόλπο. Το Ιράν είναι αντικειμενικά ο μεγαλύτερος τοπικός γεωπολιτικός ανταγωνιστής στη Μέση Ανατολή μετά την εξουδετέρωση του Σαντάμ στο Ιράκ. Κατέχει την πλέον στρατηγική θέση στην περιοχή που συγκλίνουν η Μέση Ανατολή, η Κεντρική Ασία και το μαλακό υπογάστριο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός του ΟΠΕΚ. Κυρίως, είναι σημαντικός οικονομικός και γεωπολιτικός εταίρος των δύο μεγαλύτερων ανταγωνιστών για τις ΗΠΑ, της Κίνας και της Ρωσίας. Έτσι, η νέα πολεμική απειλή πάνω από το Ιράν είναι εντός δόγματος και από αυτή την άποψη.
Η προεδρική θητεία Ομπάμα ξεκινούσε πριν από 3 χρόνια με την αποσυμπίεση της πολιτικής Μπους στο Ιράν και ευρύτερα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, αναστέλλοντας τους σχεδιασμούς για νέες ισραηλινές επιθέσεις και «αποχωρώντας» από το Ιράκ. Μετέφερε το κέντρο βάρους στο Αφγανιστάν και την Κεντρική Ασία και επέλεξε την όξυνση με την Κίνα και την κλιμάκωση της περικύκλωσής της, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσαν, εν μέρει, να ειδωθούν και οι νέες αμερικανικές πιέσεις στο Ιράν. Oι περιπλοκές και οι αποτυχίες στο Αφγανιστάν, η Αραβική Άνοιξη που αποσταθεροποιεί την περιοχή και αντικειμενικά μειώνει την πολιτική δύναμη των ΗΠΑ στην περιοχή, η στροφή της Τουρκίας και από την άλλη μεριά η ευκαιρία που συνιστά η αποσταθεροποίηση της Συρίας, του σημαντικότερου συμμάχου του Ιράν στη Μέση Ανατολή, ορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο παρακολουθούμε την εντυπωσιακή επαναφορά των γερακιών της Ουάσιγκτον πάνω από την Τεχεράνη.
Μια συνολική σύγκρουση των ΗΠΑ με το Ιράν και επιδίωξη κατάληψης και κατοχής της μεγάλης αυτής χώρας, όπως έγινε με το Ιράκ και το Αφγανιστάν βρίσκεται εκτός συζήτησης στην παρούσα φάση. Αυτό που «ψήνεται» τώρα, χωρίς να είναι βέβαιο ότι ακόμη και οι ΗΠΑ γνωρίζουν πού ακριβώς θέλουν να φτάσουν την αντιπαράθεση, είναι η διαμόρφωση μιας κατάστασης διαρκούς ανάσχεσης του Ιράν, κατάστασης που εμπεριέχει τις επιλογές ενός ισχυρού χτυπήματος με αφορμή τις πυρηνικές του εγκαταστάσεις, την πολιτική ανατροπή εκ των έσω των σκληροπυρηνικών που στηρίζουν τον Αχματινετζάντ, μια νέα διευθέτηση ισχύος και συμβιβασμό της Τεχεράνης σχετικά με τη δύναμή της στη ευρύτερη περιοχή μέχρι τον Λίβανο.
Το ίδιο το ειρηνικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, καθ’ όλα νόμιμο από την άποψη των υποχρεώσεών του απέναντι στη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών (από την οποία θα μπορούσε, ανά πάσα στιγμή, απλώς να αποχωρήσει, όπως η Β. Κορέα), είναι ένα μόνο από τα πραγματικά επίμαχα σημεία τριβής για την Ουάσιγκτον, άλλο αν πλασματικά παρουσιάζεται ως το μοναδικό ή κύριο.
Το πρόγραμμα αυτό θα είναι σύντομα ικανό να «δίνει» οποτεδήποτε σε διάστημα λίγων μηνών υλικό παρασκευής πυρηνικού όπλου. Κάτι τέτοιο θα τροποποιούσε τους συσχετισμούς με το Ισραήλ, καθώς και τη δυνατότητα των ΗΠΑ να επιτεθούν με «σιγουριά» σε ένα σαφώς υποδεέστερο αντίπαλο, όσο κι αν αυτός εμφανίζεται πολύ ισχυρότερος από το Ιράκ του Σαντάμ, εξοπλισμένος με συγκριτικά νεότερης αλλά όχι τελευταίας τεχνολογίας ρωσικά και κινεζικά όπλα. Σήμερα, η δυνατότητα μιας, κατά κύριο λόγο, «ασύμμετρης» επιτυχούς πολεμικής απάντησης καθώς και το αυξημένο κόστος (π.χ. κατάρριψη αεροσκαφών) είναι αυτό προς το οποίο κυρίως επικεντρώνεται η Τεχεράνη, στην περίπτωση αμερικανικού χτυπήματος.
Στις ασύμμετρες επιπτώσεις από μια τέτοια αναμέτρηση περιλαμβάνονται οι ενεργειακές και οικονομικές (από τα στενά του Ορμούζ περνά το 20% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου) σε μια περίοδο, έτσι κι αλλιώς, βαθιάς παγκόσμιας ύφεσης, κάτι που αφορά και τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, τις πιο άμεσες οικονομικές επιπτώσεις θα αισθανθεί η ίδια η Κίνα που προμηθεύεται το πετρέλαιό της κυρίως μέσω των στενών του Ορμούζ, εκτός των άλλων οικονομικών της σχέσεων με το Ιράν.
Προς το παρόν, όπως το παραδέχεται και ο αναλυτής της CIA, Paul Pillar, «οι ίδιες οι ΗΠΑ κάνουν σχεδόν αδύνατο για το Ιράν να αποδεχτεί αυτό που υποτίθεται πως οι ΗΠΑ απαιτούν από το Ιράν» για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Αλλά πλην Ευρώπης, οι τελευταίες δεν βρίσκουν πολλούς πρόθυμους να συναινέσουν στις οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλουν στην Τεχεράνη.
Εντός… δόγματος, λοιπόν, είναι η νέα ένταση που κλιμακώνουν οι ΗΠΑ στον Περσικό Κόλπο. Το Ιράν είναι αντικειμενικά ο μεγαλύτερος τοπικός γεωπολιτικός ανταγωνιστής στη Μέση Ανατολή μετά την εξουδετέρωση του Σαντάμ στο Ιράκ. Κατέχει την πλέον στρατηγική θέση στην περιοχή που συγκλίνουν η Μέση Ανατολή, η Κεντρική Ασία και το μαλακό υπογάστριο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός του ΟΠΕΚ. Κυρίως, είναι σημαντικός οικονομικός και γεωπολιτικός εταίρος των δύο μεγαλύτερων ανταγωνιστών για τις ΗΠΑ, της Κίνας και της Ρωσίας. Έτσι, η νέα πολεμική απειλή πάνω από το Ιράν είναι εντός δόγματος και από αυτή την άποψη.
Η προεδρική θητεία Ομπάμα ξεκινούσε πριν από 3 χρόνια με την αποσυμπίεση της πολιτικής Μπους στο Ιράν και ευρύτερα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, αναστέλλοντας τους σχεδιασμούς για νέες ισραηλινές επιθέσεις και «αποχωρώντας» από το Ιράκ. Μετέφερε το κέντρο βάρους στο Αφγανιστάν και την Κεντρική Ασία και επέλεξε την όξυνση με την Κίνα και την κλιμάκωση της περικύκλωσής της, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσαν, εν μέρει, να ειδωθούν και οι νέες αμερικανικές πιέσεις στο Ιράν. Oι περιπλοκές και οι αποτυχίες στο Αφγανιστάν, η Αραβική Άνοιξη που αποσταθεροποιεί την περιοχή και αντικειμενικά μειώνει την πολιτική δύναμη των ΗΠΑ στην περιοχή, η στροφή της Τουρκίας και από την άλλη μεριά η ευκαιρία που συνιστά η αποσταθεροποίηση της Συρίας, του σημαντικότερου συμμάχου του Ιράν στη Μέση Ανατολή, ορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο παρακολουθούμε την εντυπωσιακή επαναφορά των γερακιών της Ουάσιγκτον πάνω από την Τεχεράνη.
Μια συνολική σύγκρουση των ΗΠΑ με το Ιράν και επιδίωξη κατάληψης και κατοχής της μεγάλης αυτής χώρας, όπως έγινε με το Ιράκ και το Αφγανιστάν βρίσκεται εκτός συζήτησης στην παρούσα φάση. Αυτό που «ψήνεται» τώρα, χωρίς να είναι βέβαιο ότι ακόμη και οι ΗΠΑ γνωρίζουν πού ακριβώς θέλουν να φτάσουν την αντιπαράθεση, είναι η διαμόρφωση μιας κατάστασης διαρκούς ανάσχεσης του Ιράν, κατάστασης που εμπεριέχει τις επιλογές ενός ισχυρού χτυπήματος με αφορμή τις πυρηνικές του εγκαταστάσεις, την πολιτική ανατροπή εκ των έσω των σκληροπυρηνικών που στηρίζουν τον Αχματινετζάντ, μια νέα διευθέτηση ισχύος και συμβιβασμό της Τεχεράνης σχετικά με τη δύναμή της στη ευρύτερη περιοχή μέχρι τον Λίβανο.
Το ίδιο το ειρηνικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, καθ’ όλα νόμιμο από την άποψη των υποχρεώσεών του απέναντι στη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών (από την οποία θα μπορούσε, ανά πάσα στιγμή, απλώς να αποχωρήσει, όπως η Β. Κορέα), είναι ένα μόνο από τα πραγματικά επίμαχα σημεία τριβής για την Ουάσιγκτον, άλλο αν πλασματικά παρουσιάζεται ως το μοναδικό ή κύριο.
Το πρόγραμμα αυτό θα είναι σύντομα ικανό να «δίνει» οποτεδήποτε σε διάστημα λίγων μηνών υλικό παρασκευής πυρηνικού όπλου. Κάτι τέτοιο θα τροποποιούσε τους συσχετισμούς με το Ισραήλ, καθώς και τη δυνατότητα των ΗΠΑ να επιτεθούν με «σιγουριά» σε ένα σαφώς υποδεέστερο αντίπαλο, όσο κι αν αυτός εμφανίζεται πολύ ισχυρότερος από το Ιράκ του Σαντάμ, εξοπλισμένος με συγκριτικά νεότερης αλλά όχι τελευταίας τεχνολογίας ρωσικά και κινεζικά όπλα. Σήμερα, η δυνατότητα μιας, κατά κύριο λόγο, «ασύμμετρης» επιτυχούς πολεμικής απάντησης καθώς και το αυξημένο κόστος (π.χ. κατάρριψη αεροσκαφών) είναι αυτό προς το οποίο κυρίως επικεντρώνεται η Τεχεράνη, στην περίπτωση αμερικανικού χτυπήματος.
Στις ασύμμετρες επιπτώσεις από μια τέτοια αναμέτρηση περιλαμβάνονται οι ενεργειακές και οικονομικές (από τα στενά του Ορμούζ περνά το 20% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου) σε μια περίοδο, έτσι κι αλλιώς, βαθιάς παγκόσμιας ύφεσης, κάτι που αφορά και τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, τις πιο άμεσες οικονομικές επιπτώσεις θα αισθανθεί η ίδια η Κίνα που προμηθεύεται το πετρέλαιό της κυρίως μέσω των στενών του Ορμούζ, εκτός των άλλων οικονομικών της σχέσεων με το Ιράν.
Προς το παρόν, όπως το παραδέχεται και ο αναλυτής της CIA, Paul Pillar, «οι ίδιες οι ΗΠΑ κάνουν σχεδόν αδύνατο για το Ιράν να αποδεχτεί αυτό που υποτίθεται πως οι ΗΠΑ απαιτούν από το Ιράν» για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Αλλά πλην Ευρώπης, οι τελευταίες δεν βρίσκουν πολλούς πρόθυμους να συναινέσουν στις οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλουν στην Τεχεράνη.
Σχόλια