Πριν από δύο περίπου χρόνια, το μαγαζί με τα ρούχα που δούλευε 17 χρόνια έκλεισε λόγω αναδουλειάς.
Έψαξε παντού, πήγε στους προμηθευτές της επιχείρησης που δούλευε, πήγε στα γύρω μαγαζιά που παρέμεναν ανοιχτά, και μετά άρχισε να ρωτάει τους πάντες, για οποιαδήποτε δουλειά. Μάταια. Το επίδομα ανεργίας σταμάτησε. Ο πρώην, άνεργος επίσης, έφυγε για το χωριό του. Από πέρσι της έχουν κόψει το τηλέφωνο. Κρατάει το κινητό με κάρτα πέντε ευρώ, μπας και πάρει κανένας για καλό.
Κομμένα αγγλικά, χορός. Τα παιδιά κλαίνε με το παραμικρό. Ντρέπονται να πάνε σχολείο. Απλήρωτα όλα. Το γκάζι στη θερμάστρα έχει τελειώσει. Πάκο οι λογαριασμοί στο θυρωρείο, σε κλειστούς φακέλους, ωρολογιακές βόμβες στην ψυχούλα της.
Η πόρτα διπλοκλειδωμένη, οι δανειστές απ’ έξω, οι εφοριακοί απ’ έξω, οι υπεργολάβοι της ΔΕΗ απ’ έξω, ο μπακάλης απ’ έξω, ο δικαστικός επιμελητής απ’ έξω, ο ταχυδρόμος απ’ έξω, οι τράπεζες απ’ έξω, ο διαχειριστής της πολυκατοικίας απ’ έξω, ο τοκογλύφος απ’ έξω…
Δεν ανοίγει ούτε για να βγει, ούτε για να μπει κάποιος. Η πόρτα έγινε βραχνάς. Το κουδούνι εκτός λειτουργίας. Ο ήχος του ασανσέρ απειλή. Τα βήματα στο διάδρομο σφυριές στα μηνίγγια. Κρατάει την αναπνοή της. Κάποιος χτυπάει επίμονα με το χέρι και προσπαθεί να χώσει ένα χαρτί με σφραγίδες από κάτω. Κοιτάζει το κερί πάνω στην κλειστή τηλεόραση παίζοντας νευρικά με το κουτί από τα σπίρτα. Βιάζεται να νυχτώσει κι εύχεται να αργήσει το επόμενο πρωί. Κι αν σπάσουν την πόρτα και μπουκάρουν; Κι αν της πετάξουν τα πράγματα στο δρόμο; Κι αν ουρλιάζουν τα παιδιά;
Η μόνη έξοδος διαφυγής το μπαλκόνι… Αν είχε και φτερά, ο άγγελος…
Αλληλέγγυος,
Γκαούρ
Υ.Γ. Πόρτα-πόρτα, να δείξουμε έγνοια για τους συμπολίτες μας που είναι απελπισμένοι. Δεν έχουν όλοι φίλους, δεν είναι όλοι πολιτικοποιημένοι και μερικοί είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι. Να τους βρούμε και να σταθούμε στο πλευρό τους. Απ’ αυτό το σημείο ξεκινάει η αλληλεγγύη.