Σειρά κειμένων «Προσδοκία μέλλοντος μέσα σε χαοτικό παρόν» – Μέρος Β΄ (Διαβάστε το Μέρος Α’)
Η μεθοριακότητα, ως ειδική κατάσταση, αναφέρεται στις μεταβάσεις από ένα στάδιο / φάση / συσχετισμό / σε ένα άλλο, και από μία παγιωμένη θέση σε μια διαφορετική, μέσα σε ρευστό τοπίο αβεβαιότητας και μετάβασης όπου κυοφορούνται διαφορετικοί ή και νέοι ρόλοι και νέες μορφές σχέσεων σε ατομικό, συλλογικό, κοινωνικό, οικονομικό, τεχνολογικό και γεωπολιτικό επίπεδο. Εποχή κυοφορίας και μετάβασης, σε συνθήκη συνεχούς αστάθειας, κρίσης σε ολόκληρο το σύστημα αξιών, υβριδικών καταστάσεων, «γκρίζων ζωνών», συνύπαρξης στοιχείων παρελθόντος και μέλλοντος σε διαρκή εναλλαγή και διαπάλη μεταξύ τους. Η ιστορία όμως συνεχίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο…
Είναι απολύτως αναγκαία η αναγνώριση της μεθοριακότητας της εποχής μας για να πετύχουμε έναν στοιχειωδώς σωστό προσανατολισμό και να τοποθετήσουμε με όρους πιο γειωμένους και πιο σύγχρονους το κρίσιμο υπαρξιακό πρόβλημα της Ελλάδας. Τούτο το στοιχείο (της μεθοριακότητας της εποχής μας) αποκρύβεται από το οπτικό και νοητικό πεδίο ιδιαίτερα του Δυτικού ανθρώπου, πιθανά και από ολόκληρη την ανθρωπότητα. Το πού και πώς μεταβαίνει ο σύγχρονος κόσμος, πάνω σε ποιες βάσεις και αξίες γίνεται η όποια σχεδιασμένη «μετάβαση» ή «επανεκκίνηση», δεν είναι ορατά. Όπως δεν είναι ακόμα εντελώς ορατά τα νέα κέντρα βάρους της διεθνούς πραγματικότητας, παρόλο που γίνεται ολοένα και πιο καθαρό ότι κάτι αλλάζει, ότι δημιουργούνται νέα μπλοκ δυνάμεων, ότι εντείνονται οι ανταγωνισμοί, ότι η πολυοργανική κρίση βαθαίνει, ότι η τάση προς τον πόλεμο και τις πολεμικές προετοιμασίες δυναμώνει και γίνεται πραγματικότητα, ότι δεν απέχουμε πολύ από μια καταστροφική παγκόσμια ανάφλεξη.
Η επιλογή που υπονοείται…
Η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ δεν εκφράζει καμία αισιοδοξία: «Προετοιμαστείτε για αβέβαιους καιρούς». «Η κατάσταση είναι σταθερή αλλά μη ικανοποιητική». Και φυσικά δεν περιορίζεται να κάνει λόγο απλά για την οικονομία. Είναι αναγκασμένοι να υπολογίζουν τις εντάσεις και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς περισσότερο από κάθε άλλη φορά τις τελευταίες δεκαετίες.
Τώρα, όταν οι πιο επίσημοι (Δυτικοί) φορείς, που λίγο πριν πανηγύριζαν για τα επιτεύγματα της παγκοσμιοποίησης, αρχίζουν να μιλούν για «αβέβαιους καιρούς», αυτό αποτελεί μια μεγάλη πιστοποίηση όχι μόνο για το οικονομικό πεδίο και την «αρρώστια», δηλαδή την πολυκρίση που το μαστίζει: μια τέτοια τοποθέτηση υπονοεί και οδηγεί στο εύλογο συμπέρασμα ότι ισχυρότατοι κύκλοι του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος έχουν κάνει την επιλογή της πολεμικής επίλυσης των «γορδίων δεσμών». Πάντα ο πόλεμος ήταν μια διέξοδος από την κρίση, αλλά και βασική μέθοδος ξαναμοιράσματος του κόσμου και κατάληψης ζωτικών χώρων για κάθε εμπλεκόμενη δύναμη. Η έκθεση του ΔΝΤ δεν μιλά ανοιχτά γι’ αυτήν την επιλογή, αλλά τη γνωρίζει καλά και την υπονοεί.
Η προηγούμενη μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, εκείνη του 1929-1933, διοχετεύτηκε προς την πολεμική αναμέτρηση του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: Τμήμα των δυτικών δυνάμεων τροφοδότησαν όσο μπορούσαν το ναζιχιτλερισμό, προκειμένου να τον οδηγήσουν ενάντια στην ΕΣΣΔ, να τον χρησιμοποιήσουν ενάντια στον «μπολσεβικισμό». Ο χιτλερισμός όμως, ως ανερχόμενη ιμπεριαλιστική δύναμη, θέλησε να αποκτήσει τον δικό του ζωτικό χώρο και να ξεφύγει από τις ταπεινωτικές συμφωνίες που τον περιόριζαν μετά την λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο μόνος τρόπος για να το πετύχει ήταν ο πόλεμος. Ο ανερχόμενος τότε ιμπεριαλισμός ήταν ο κύριος εμπρηστής του πολέμου, που κατέκτησε την Ευρώπη (μεγάλο μέρος της) και τα έβαλε με την Αγγλία, προτού στραφεί ενάντια στην ΕΣΣΔ.
…στις σημερινές συνθήκες
Σήμερα οι συνθήκες είναι διαφορετικές: οι ηγεμονικές δυνάμεις (ΗΠΑ-Δύση) βλέπουν και νιώθουν ότι έχουν μπει σε μια πορεία αποδρομής· ότι δυνάμεις με τις οποίες συνεργάστηκαν σε ένα προηγούμενο στάδιο (π.χ. μετασοβιετική Ρωσία, αλλά και Κίνα) απέκτησαν ιδιαίτερη θέση, ιδιαίτερα στην υλική παραγωγή, και ανέτειλαν σαν ανταγωνιστικά ισχυρά κέντρα (μαζί με την Ινδία και άλλες χώρες). Η εκτίμηση κι ο σχεδιασμός ότι θα «απορροφούσαν» δια της παγκοσμιοποίησης αυτά τα κέντρα ήταν ουτοπική και έξω από τα ιστορικά δεδομένα, επειδή ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κέντρα ισχύος και η ανισόμετρη ανάπτυξη δημιουργούν αντιθέσεις και ανταγωνισμούς – όχι μια «παγκόσμια διακυβέρνηση» υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και εν γένει της Δύσης. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο και τάση, οι ηγεμονικές δυνάμεις καταφεύγουν στην επιλογή του πολέμου για να σταματήσουν την πορεία και ανέλιξη των δυνάμει ή και ήδη ανταγωνιστριών δυνάμεων που διεκδικούν μια άλλη παγκόσμια τάξη και συσχετισμό. Τα δύο μεγάλα πολεμικά μέτωπα, στην καρδιά της Ευρώπης και στη Μέση Ανατολή, είναι δύο σπονδυλωτές εκδηλώσεις της τάσης και του προθαλάμου μιας παγκόσμιας σύγκρουσης.
Υπάρχει ένα παράδοξο. Αυτή η τεράστια γεωπολιτική σύγκρουση διεξάγεται στο έδαφος του καπιταλισμού κι όχι μιας μετάβασης πέρα από αυτόν. Χρησιμοποιούνται ίδια οικονομικά πρότυπα και εργαλεία, ο ψηφιακός μετασχηματισμός και ο τεχνοκρατικός βολονταρισμός είναι στο τιμόνι, δοκιμάζονται νέες τεράστιων διαστάσεων μορφές κοινωνικού ελέγχου, και όπου κι αν ρίξει κανείς το βλέμμα του στις κοινωνικές συνθήκες, ιδιαίτερα των εργαζόμενων τάξεων και των αποκλεισμένων, θα αντικρύσει δυστοπικά περιβάλλοντα ανελευθερίας και εκμετάλλευσης. Το παράδοξο, ας το αποκαλέσουμε έτσι, είναι ότι η σύγκρουση αυτή για να γίνει χρειάζεται την πολιτική, τη συναίνεση, την εμπλοκή των μαζών σε έναν βαθμό.
Αλλά αν σκεφτεί κανείς, θα δει ότι ο Δυτικός κόσμος μπορεί να κραυγάζει για «ελευθερία» και «δημοκρατία», δεν μπορεί όμως να δημιουργήσει ένα ρεύμα υπέρ του πολέμου και της καταστροφής. Ιδιαίτερα με όσα γίνονται από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, δημιουργείται μια μεγάλη απομόνωση και καταδίκη. Η Δύση είναι αρκετά γυμνή και μαστίζεται από την «ενδόρρηξη», δηλαδή την κρίση μέσα στον πυρήνα των ελίτ. Η άλλη πλευρά, ας την ονομάσουμε «ευρασιατική», έχει περισσότερα περιθώρια χρησιμοποίησης της πολιτικής. Έχει ανάγκη από την πολιτική, η οποία αναγκαστικά αποκτά χαρακτηριστικά αντιδυτικά και αντιιμπεριαλιστικά, ή μπορεί και να δημιουργήσει στην πορεία άλλες δυνατότητες για κινήματα και εγχειρήματα που ασφυκτιούν κάτω από τα συνεχή εμπάργκο και τη στρατιωτική απειλή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Φυσικά οι δυνάμεις που συγκροτούν αυτό το μπλοκ έχουν ακόμη μεγάλη ετερογένεια μεταξύ τους. Τα ρήγματα όμως που προκαλούν είναι ορατά και αισθητά, εντείνοντας το στοιχείο της μεθοριακότητας της εποχής.
Μεθοριακότητα και Ελλάδα
Υπάρχουν διαφορετικές αναβαθμίδες της έννοιας «μεθοριακότητα» για μια χώρα σαν την Ελλάδα. Η μία από αυτές φέρνει στην επιφάνεια ένα μόνιμο στοιχείο μεθοριακότητας, με την έννοια της θέσης της χώρας ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, σε ένα μεθοριακό σημείο Δύσης και Ανατολής, Βορρά και Νότου, ενός σημαντικού κόμβου (μαζί με την Κύπρο) για τις ηγεμονικές δυνάμεις κάθε εποχής. Δεν είναι δηλαδή υπερβολή να κάνουμε λόγο για «γεωπολιτική μοίρα» της χώρας, στο βαθμό που κάθε φορά έπρεπε να «ακουμπά» σε κάποια μεγάλη δύναμη – γεγονός που έθρεψε υποτέλεια και ραγιαδισμό μαζί.
Η άλλη αναβαθμίδα είναι φυσικά η «εύκολη», επικίνδυνη και εθνικά τυχοδιωκτική, επιλογή της πλήρους ευθυγράμμισης με την παρούσα (υπαρκτή) Δύση που ντύνεται στο χακί και ετοιμάζει νέες πολεμικές περιπέτειες. Να θυμίσουμε ορισμένα περιστατικά, που δείχνουν διαφορετικές εντάσεις στο βαθμό υποτέλειας και τις μορφές εκδήλωσής τους. Ο πολιτικός που έγραψε τόσα για τον «Ευρωπαϊκό πολιτισμό», ο Π. Κανελλόπουλος, το 1948 καλωσόρισε, μπροστά σε ένα ελληνικό στρατιωτικό άγημα, τον Αμερικανό στρατηγό Βαν Φλητ λέγοντας το αμίμητο «Στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας!». Το 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωνε «περήφανα» ότι η «Κύπρος κείται μακράν», έπειτα αναγκαζόταν να βγάλει τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ μετά τον Αττίλα 2 και την κατακραυγή, και ύστερα δήλωνε με έμφαση στη Βουλή ότι «η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν». Αρκετά χρόνια αργότερα, ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης αναβάθμισε τη ρήση του Κ. Καραμανλή τονίζοντας ότι «Η Ελλάδα δεν ανήκει απλά στην Δύση, είναι η Δύση», ενώ ο Αλέξης Τσίπρας μόλις το 2024 θα δηλώσει περήφανος για τη συμφωνία των Πρεσπών, συμπληρώνοντας: «Είμαι ευτυχής που η δική μου κυβέρνηση έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ομαλοποίηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ».
Στο σχεδόν επιθεωρησιακό, τσιρκοειδές πολιτικό σκηνικό που παρακολουθούμε (όσοι αντέχουμε ή είμαστε εθισμένοι) δεν υπάρχει καμία ουσιαστική ενημέρωση, συζήτηση, προβληματισμός, διερώτηση για τα γεωπολιτικά ζητήματα, για την πλήρη σύμπλευσή μας με το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, για την εμπλοκή μας στους δύο εν εξελίξει πολέμους, για την εχθρική μας στάση απέναντι στην Ρωσία και το Ιράν (κι άλλες χώρες της περιοχής). Σαν να μην είναι σοβαρά ζητήματα, σαν να μην υπάρχουν σοβαρές πλευρές και επιπτώσεις για την Ελλάδα και την Κύπρο.
Εδώ χρειάζεται μια σημαντική υπόμνηση. Η κρίση και η χρεοκοπία στην Ελλάδα εκδηλώθηκε στα χρόνια 2008-2010 και άνοιξε τη μνημονιακή περίοδο. Το βασικό αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να υποβιβαστεί στην κατάσταση της μετανεωτερικής αποικίας, υποθηκεύοντας στους Δανειστές (κυρίως Γερμανία και Ε.Ε., και εν μέρει ΔΝΤ) όλο το δημόσιο πλούτο και υλοποιώντας ένα τεράστιο πακέτο υποβάθμισης της εργασίας και των δικαιωμάτων. Εκχώρησε τότε και την κυριαρχία της, και ζήσαμε καταστάσεις ισοδύναμες με το «Στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας», με την υπερψήφιση του 3ου μνημονίου από όλα τα κόμματα, με την πραξικοπηματική καταστρατήγηση του «Όχι» στο δημοψήφισμα και την εγκατάσταση της τρόικας στο ξενοδοχείο Χίλτον (όχι στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, όπως γινόταν παλιότερα).
Τότε η Ρωσία και η Κίνα δεν είχαν εμφανιστεί στο διεθνές προσκήνιο όπως σήμερα, μάλιστα ορισμένες παρεμβάσεις του Πούτιν την περίοδο της «διαπραγμάτευσης» του ΣΥΡΙΖΑ ήταν κατευναστικές, ενώ η Κίνα –ακόμα και σήμερα– θέλει μια παράταση της «παγκοσμιοποίησης» χωρίς μεγάλους κλυδωνισμούς και υπό καλύτερους όρους γι’ αυτήν. Η ρήξη του Πούτιν με τη Δύση γίνεται περί το 2014. μετά το πραξικόπημα στην Ουκρανία.
Επομένως η εξάρτηση, σε συνδυασμό με την τότε μεθοριακότητα της χώρας, οδήγησαν στη χρεοκοπία και το αποικιακό στην ουσία καθεστώς, την ίδια στιγμή που σε παγκόσμιο επίπεδο μπαίναμε στην σφαίρα της γεωπολιτικής και της έμπρακτης αμφισβήτησης των πλαισίων που είχε θέσει μέχρι τότε η δυτική παγκοσμιοποίηση.
Τι έχει αλλάξει
Από τότε, και μάλλον με ραγδαίο τρόπο, πολλά έχουν αλλάξει. Πρώτον: Μπορεί ο ελληνικός πολιτικός κόσμος να ομονοεί στον στόχο «να συγκλίνουμε με την Ευρώπη» (αυτό ήταν το προεκλογικό σύνθημα της Ν.Δ. στις ευρωεκλογές, αυτό επανέλαβε ο Τσίπρας στην πρόσφατη εμφάνισή του στο Πειραιά, λέγοντας το πανομοιότυπο «εθνικός μας στόχος η σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη»), αλλά ουδείς λέει τι είναι η Ευρώπη σήμερα. Δηλαδή ότι είναι ο μεγάλος χαμένος του νέου γύρου γεωπολιτικής και οικονομικής αντιπαράθεσης, μετατρεπόμενη σε υποτελή περιφέρεια των ΗΠΑ (παρά τις φλυαρίες του του «μίστερ Ντράγκι» ή του ιμιτασιόν μικραυτοκράτορα Μακρόν). Η Ευρώπη ΝΑΤΟποιήθηκε εντελώς, παραδόθηκε στον στρατηγικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία, εντείνει τη στρατιωτικοποίησή της στο έπακρο κατ’ επιταγή των ΗΠΑ. Μετατρέπεται πάλι σε ένα μεγάλων διαστάσεων (πιο καταστροφικών από ποτέ) θέατρο πολέμου, χωρίς να προβάλλει καμία αντίσταση. Η χθεσινή Γερμανία, που ηγεμόνευε στην Ευρώπη, σήμερα μοιάζει με έναν γεωπολιτικό νάνο που τρέχει να εξοπλιστεί ώστε, ίσως, στο μέλλον να έχει έναν ενεργό ρόλο. Έχουμε μια Ευρώπη σε δεινή οικονομική καχεξία, με έντονες φυγόκεντρες δυνάμεις, και πληττόμενη από τα αποτελέσματα της γεωπολιτικής και των πολέμων (μεταναστευτικό-προσφυγικό).
Ο «εθνικός στόχος» της συστημικής συμπολίτευσης είναι παρωχημένος, η «σύγκλιση με την Ευρώπη» σήμερα ισοδυναμεί με καθήλωση της χώρας και ένταση του υπαρξιακού της προβλήματος, πολλαπλά και με μεγάλους κινδύνους. Δεν υπάρχει η Ευρώπη ως πόλος, ούτε η Ευρώπη που θα υπερασπιστεί τα μέρη που τη συναποτελούν. Το δόγμα που ήδη κυριαρχεί είναι «ο καθένας την πάρτη του και όπως μπορεί, με όποιες συμμαχίες και συνεργασίας». Τα σχέδια για μικρότερη Κομισιόν και κατάργηση του Βέτο είναι μέσα σε αυτή τη λογική και εκφράζουν τους πιο δυναμικούς πόλους μέσα στην Ευρώπη που παραπαίει. Η αποικία των Αθηνών χαριεντίζεται (ας χρησιμοποιήσουμε και εμείς την έκφραση) με επενδύσεις και αναβαθμίσεις, κι ας νομίζει ότι είναι χώρα πρώτης γραμμής. Η πραγματικότητα είναι ότι βρίσκεται μπροστά σε έντονα χρεοκοπικά φαινόμενα που θα κτυπήσουν σύντομα την πόρτα της, και ότι μπορεί μεγάλο μέρος της κυριαρχίας της (τυπικής στην ουσία) να παζαρευτεί –πραγματικά όμως– στους αναδασμούς και στην αλλαγή συνόρων που είναι στην ημερήσια διάταξη και «συζητιούνται».
Δεύτερον: Στις πρώτες τρεις δεκαετίες του 21ου αιώνα η γειτονική Τουρκία ενδυνάμωσε την ισχύ της σε μεγάλο βαθμό, έγινε μεγάλη περιφερειακή δύναμη με γεωπολιτικές βλέψεις σε τρεις ηπείρους και με δυναμικό ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις. Αποτελεί ήδη μέλος του G20, μέλος του ΝΑΤΟ, έχει ειδικές συμφωνίες με την Ε.Ε., μεγάλη αγορά για τα ευρωπαϊκά μονοπώλια, ιδιαίτερες σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα, βαρύνουσα σημασία στον αραβικό και ισλαμικό κόσμο, και μεγάλη διείσδυση στα Βαλκάνια. Η επεκτατική της πολιτική, που στηρίζεται στην οικονομική αλλά και τη στρατιωτική της δράση ή την απειλή πολέμου, στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις του γεωγραφικού χώρου που την περιβάλλει. Και φυσικά θέλει να ηγεμονεύσει στην περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου και του Αιγαίου, ενώ δεν είναι υπερβολή πως μπορεί να διεκδικήσει ρόλο και στην Αδριατική μέσω της Αλβανίας. Ήδη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της Κύπρου και επιβάλλει την αναγνώριση του ψευδοκράτους σαν όρο για περαιτέρω διευθετήσεις.
Σύνοψη
Η μεθοριακότητα της εποχής μας αλλά και η χρόνια εξάρτηση της χώρας μας, η ειδική θέση στην οποία έχουμε περιέλθει μετά τη χρεοκοπία και οι νέοι αναδασμοί και εξελίξεις που θα γίνουν σε αυτό το έδαφος, καθιστούν το «υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας» δυσκολότερο και πιο σύνθετο – θα λέγαμε, κυριολεκτικό.
Πολλές φορές τίθεται το ερώτημα ή η εύλογη απαίτηση, ότι κάτι πρέπει να κάνουμε, κάτι πρέπει να γίνει, κι όχι μόνο να αναλύουμε ή να περιγράφουμε την κατάσταση. Θα επιχειρήσω να απαντήσω σε αυτήν την καθόλα νόμιμη κι αγωνιώδη ανάγκη που νιώθει ένα αρκετά μεγάλο δυναμικό στη χώρα μας. Προκαταβολικά τονίζω ότι μία προϋπόθεση οποιασδήποτε θετικής απάντησης είναι η κατανόηση της «μεθοριακότητας», όπως προσπάθησα να παρουσιάσω, και μέσα σε αυτό το πλαίσιο να αναζητηθεί διέξοδος ή διέξοδοι. Η «μεθοριακότητα» και στις δύο διαστάσεις που περιέγραψα είναι «κλειδί» για την ιδεολογική και πολιτική πύκνωση που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Γιατί, όπως λέει ο σύγχρονος τραγουδοποιός, «Καμιά φορά αν θες να βρεις το δρόμο σου / Πρέπει τουλάχιστον να έχεις μπει στο δρόμο».