Του Κώστα Μελά

Παρακολουθώ, χωρίς καμία έκπληξη πια, τα σχεδόν διθυραμβικά σχόλια των κύκλων της κυβέρνησης, του ΣΕΒ, του ΙΟΒΕ και των γνωστών ΜΜΕ τα οποία τα ανακυκλώνουν για την επιτευχθείσα αύξηση των εξαγωγών αγαθών και την περίοδο του έτους 2021, αλλά και το πρώτο τρίμηνο του 2022. Κανένα όμως σχόλιο δεν γίνεται για την παράλληλη και μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών, την ίδια περίοδο, ούτε και για το αλγεβρικό άθροισμα των δύο που συνιστά το αποτέλεσμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Η υπηρέτηση ενός οικονομικού υποδείγματος που θεωρεί επιτυχημένη μια οικονομία όταν οι εξαγωγές αποτελούν τον βασικό παράγοντα μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρώτη εξήγηση αυτής της ιδεοληπτικής «εμμονής». Πολλάκις έχω αναφερθεί σε αυτό το ζήτημα, το οποίο εν πολλοίς, δεν δικαιώνεται ούτε εμπειρικά, ούτε ιστορικά αλλά και ούτε θεωρητικά. Αλλά αυτά τα θέματα αποτελούν μια συζήτηση σε άλλους χώρους.

Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, τα νούμερα που περιγράφουν τις εξελίξεις στις εμπορικές συναλλαγές της χώρας δείχνουν αύξηση των εξαγωγών αγαθών, μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών και μεγάλη αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου το 2021 σε σχέση με το 2020.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Δελτίο Τύπου, Εμπορευματικές Συναλλαγές της Ελλάδος, Δεκέμβριος 2021 – προσωρινά στοιχεία, Πειραιάς 9 Φεβρουαρίου 2022) οι εξελίξεις είναι οι ακόλουθες:

«Η συνολική αξία των εισαγωγών-αφίξεων κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2021 ανήλθε στο ποσό των 64.190,2 εκατ. ευρώ (75.520,6 εκατ. δολάρια) έναντι 48.953,8 εκατ. ευρώ (55.774,9 εκατ. δολάρια) κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2020, παρουσιάζοντας αύξηση, σε ευρώ, 31,1%. Η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε αύξηση κατά 7.974,2 εκατ. ευρώ, δηλαδή 20,1% και η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσίασε αύξηση κατά 8.057,6 εκατ. ευρώ, δηλαδή 20,5%, σε σχέση με το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2020.

Η συνολική αξία των εξαγωγών-αποστολών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2021 ανήλθε στο ποσό των 39.894,6 εκατ. ευρώ (47.263,4 εκατ. δολάρια) έναντι 30.800,2 εκατ. ευρώ (35.317,9 εκατ. δολάρια) κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2020, παρουσιάζοντας αύξηση, σε ευρώ, 29,5%. Η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε αύξηση κατά 4.743,0 εκατ. ευρώ, δηλαδή 19,7% και η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσίασε αύξηση κατά 4.777,4 εκατ. ευρώ, δηλαδή 19,9%, σε σχέση με το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2020.

Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2021 ανήλθε σε 24.295,6 εκατ. ευρώ (28.257,2 εκατ. δολάρια) έναντι 18.153,6 εκατ. ευρώ (20.457,0 εκατ. δολάρια) κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2020, παρουσιάζοντας αύξηση, σε ευρώ, 33,8%. Το αντίστοιχο μέγεθος χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε αύξηση κατά 3.231,2 εκατ. ευρώ, δηλαδή 20,9% και το αντίστοιχο μέγεθος χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσίασε αύξηση κατά 3.280,2 εκατ. ευρώ, δηλαδή 21,3%.

Η ελληνική οικονομία λόγω του υψηλού βαθμού εξάρτησής από τις εισαγωγές ενέργειας επωμίζεται ένα σημαντικό κόστος από την αύξηση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου

Η ίδια κατάσταση διαπιστώνεται και στο πρώτο τρίμηνο του 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, περίοδος που σηματοδοτείται από τον πόλεμο στην Ουκρανία και όχι μόνο.

Η περίοδος από τα τέλη Φεβρουαρίου 2022 μέχρι σήμερα χαρακτηρίζεται από την όξυνση της ενεργειακής κρίσης λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων στο μέτωπο της Ουκρανίας και των συνεπακόλουθων κυρώσεων στη Ρωσία από τις χώρες της Δύσης.

Παράλληλα, τα περιοριστικά μέτρα που εφαρμόζονται στην Κίνα για την καταπολέμηση της πανδημίας δημιουργούν επιπρόσθετα εμπόδια στο διεθνές εμπόριο και εν τέλει στην προσφορά.

Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, η διαταραχή της ανόδου των τιμών ενέργειας αποτυπώνεται ήδη στη χειροτέρευση του ισοζυγίου εμπορευμάτων λόγω της αύξησης των τιμών εισαγωγών σε σχέση με τις αντίστοιχες των εξαγωγών, στην επιβράδυνση της παραγωγής στη μεταποίηση λόγω της ενίσχυσης του κόστους παραγωγής και στην επιδείνωση του οικονομικού κλίματος και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης λόγω της μεγάλης αύξησης του πληθωρισμού.

Η ελληνική οικονομία λόγω του υψηλού βαθμού εξάρτησής από τις εισαγωγές ενέργειας επωμίζεται ένα σημαντικό κόστος από την αύξηση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η διατήρηση του ίδιου επιπέδου εισαγωγών απαιτεί τη θυσία περισσότερων πόρων. Σύμφωνα με τα στοιχεία εμπορευματικών συναλλαγών της ΕΛΣΤΑΤ (Πίνακας 1), οι εξαγωγές εμπορευμάτων (ζήτηση εγχώριων προϊόντων από την αλλοδαπή) διαμορφώθηκαν στα €11,6 δισ. σε τρέχουσες τιμές το 1ο τρίμηνο 2022, ενισχυμένες σε ετήσια βάση κατά 32,0% ή €2,8 δισ. Την ίδια περίοδο, οι εισαγωγές εμπορευμάτων (ζήτηση προϊόντων της αλλοδαπής από εγχώριους φορείς) ανήλθαν στα €20,1 δισ. σε τρέχουσες τιμές, καταγράφοντας ετήσια αύξηση 48,3% ή €6,5 δισ. Η εν λόγω μεταβολή προήλθε κατά 46,6% από τα πετρελαιοειδή (€3,0 δισ.) και κατά 53,1% από την κατηγορία των εκτός πετρελαιοειδών και πλοίων (€3,5 δισ.), αντανακλώντας την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και το υψηλό περιεχόμενο των εισαγωγών στις συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης και στις εισροές της εγχώριας παραγωγής

Πίνακας 1
Εμπορικό Ισοζύγιο: Ιανουάριος-Μάρτιος 2020-2022

Ως εκ τούτου, το έλλειμμα του ισοζυγίου εμπορευμάτων διευρύνθηκε σε ετήσια βάση κατά 78,7% ή €3,7 δισ. το 1ο τρίμηνο 2022. Το προαναφερθέν άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στις εισαγωγές και τις εξαγωγές εμπορευμάτων είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί στο διάστημα από τον Ιανουάριο 2005 μέχρι τον Μάρτιο 2022. Το αμέσως προηγούμενο ιστορικό υψηλό σημειώθηκε το 4ο τρίμηνο 2021, δηλαδή το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, με διεύρυνση του ελλείμματος κατά €3,3 δισ. Ως εκ τούτου, το ισοζύγιο εμπορευμάτων εκτιμάται ότι θα έχει αρνητική συνεισφορά στον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του 1ου τριμήνου 2022, όπως συνέβη το 4ο τρίμηνο 2021.

Το ερώτημα που προκύπτει για αυτόν που θέλει να αξιολογήσει, αυτή καθ’ αυτή τη συγκεκριμένη εξέλιξη, και δεν θέλει να επεκταθεί στις συνέπειες και τους λόγους αυτής της εξέλιξης, είναι το ακόλουθο: ποιο μέγεθος έχει το μεγαλύτερο βάρος προκειμένου να δείξει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας στο συγκεκριμένο πεδίο: το αυξανόμενο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου που προκύπτει παρά την αύξηση του μεγέθους των εξαγωγών ή μόνο η αύξηση του μεγέθους των εξαγωγών;

Η απάντηση φαίνεται απλή και με δεδομένη την αλληλεξάρτηση του μεγέθους των εισαγωγών με το αντίστοιχο των εξαγωγών και με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ γίνεται περισσότερο απλή. Ας δούμε την πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας κατάματα και ας μην αυταπατώμεθα και να εξαπατούμε τους άλλους.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!