Είναι γνωστό ότι ο μόνιμος στόχος της Τουρκίας είναι ο πλήρης στρατηγικός έλεγχος της Κύπρου, η ομηροποίησή της. Ο στόχος αυτός δεν έχει ποσώς διαφοροποιηθεί και εκείνο που εν πολλοίς επιδιώχθηκε είναι όπως αυτή η στρατηγική διασφαλισθεί μέσα από τις διαδικασίες συνομιλιών αλλά και με αξιοποίηση του χρόνου. Το ροκάνισμα του χρόνου, που συμβάλλει στην εδραίωση των κατοχικών δεδομένων. Εκείνο το οποίο κατάφερε η Άγκυρα μέσα από τις αλλεπάλληλες διαδικασίες των διαπραγματεύσεων και τις πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν, με κορυφαία στιγμή το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, ήταν η διασφάλιση των συμφερόντων της στο νησί μέσα από ένα τουρκοκυπριακό συνιστών κρατίδιο. Όλες οι προσπάθειες που έγιναν στη συνέχεια από τον Απρίλιο του 2004 και εντεύθεν, παρά το συντριπτικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, με το οποίο απορρίφθηκαν όλες οι συσσωρευμένες υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς μαζί και το προτεινόμενο μοντέλο, στηρίχθηκαν σε αυτό που είχαν στείλει στα αζήτητα οι Ελληνοκύπριοι. Δηλαδή, στα βασικά στοιχεία του σχεδίου Ανάν, που θεωρήθηκε «κεκτημένο» της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Αυτή η στάση είναι αποτέλεσμα των φοβικών συνδρόμων, που ενίοτε «καταδιώκουν» τις ηγεσίες στην Κύπρο.
Το Κυπριακό δεν αντιμετωπίσθηκε ποτέ από τις κυπριακές ηγεσίες στη σωστή του διάσταση, ως θέμα εισβολής και κατοχής. Και δεν τέθηκε ποτέ ο ξεκάθαρος στόχος της ανατροπής των κατοχικών δεδομένων, που μπορεί να επέλθει μόνο με την απελευθέρωση. Χωρίς «ουρές» και προπαντός χωρίς το υπό συζήτηση μοντέλο, τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ), η οποία νομιμοποιεί τα αποτελέσματα της εισβολής και κατοχής. Γιατί αυτό γίνεται με τη ΔΔΟ.
Είναι σαφές πως η Τουρκία του Ερντογάν, όπως και οι κεμαλιστές, δεν θέλουν να υπάρξει μια συνεννόηση στην Κύπρο (ούτε και με την Ελλάδα), αλλά την υποταγή στα σχέδιά τους.
Αποδεδειγμένα, εκ του αποτελέσματος, προκύπτει ότι η ακολουθούμενη πολιτική της Λευκωσίας διαχρονικά, διευκολύνει τους τουρκικούς σχεδιασμούς. Η απουσία μιας ολοκληρωμένης πολιτικής στα εθνικά θέματα, η επιμονή σε αδιέξοδες τακτικές, έχει εδραιώσει τα κατοχικά δεδομένα.
Νέα πολιτική
Όχι τώρα, αλλά προ πολλού έπρεπε να διαμορφωθεί και εφαρμοστεί μια ολοκληρωμένη στρατηγική έναντι της κατοχικής δύναμης.
Από το 1974 και εντεύθεν, οι συζητήσεις για την επίτευξη συμφωνίας στο Κυπριακό, διεξήχθηκαν σε λανθασμένη βάση. Αντιμετωπίσθηκε το Κυπριακό ως διαφορά μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, θέτοντας εκτός της μεγάλης εικόνας την Τουρκία, τη χώρα που εισέβαλε στο νησί και έκτοτε κατέχει εδάφη. Τέθηκε εκτός η χώρα, η οποία με ενέργειές της εδραιώνει τα κατοχικά δεδομένα (μεταφορά εποίκων, δημιουργία παράνομων «κρατικών δομών», ισλαμοποίηση κ.λπ.). Οι συζητήσεις περιορίσθηκαν κατά κύριο λόγο στις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού και όχι στη διεθνή του διάσταση, που αφορά τη συνεχιζόμενη κατοχή. Μόνη εξαίρεση η κατάθεση από πλευράς Αθήνας, επί Νίκου Κοτζιά στο υπουργείο Εξωτερικών, ολοκληρωμένης πρότασης για την Ασφάλεια και Εγγυήσεις θέτοντας τη διεθνή πτυχή, αυτή της συνεχιζόμενης κατοχής.
Αυτό που εν πολλοίς έγινε όλα αυτά τα χρόνια, μέσα από τον δικοινοτικό διάλογο, είναι μια βαθμηδόν προσέγγιση στις τουρκικές θέσεις από πλευράς Ελληνοκυπρίων στην προσπάθειά τους να… κάμψουν την αδιαλλαξία της Άγκυρας.
Όλα αυτά τα χρόνια στο πεδίο της δημόσιας σφαίρας γινόταν –μόνο θεωρητικά– αναφορά στην ανάγκη νέας στρατηγικής στο Κυπριακό. Μια στρατηγική που θα διασφαλίζει τη συνέχεια του ελληνισμού στην Κύπρο. Μια στρατηγική που θα καθιστούσε την Κύπρο ένα κανονικό κράτος. Γιατί αυτό που επιδιώκεται να γίνει οδηγεί σε ένα μη κανονικό κράτος.
Είναι σαφές πως η Τουρκία του Ερντογάν, όπως και οι κεμαλιστές, δεν θέλουν να υπάρξει μια συνεννόηση στην Κύπρο (ούτε και με την Ελλάδα), αλλά την υποταγή στα σχέδιά τους
Τέσσερις αναγκαίες διαπιστώσεις
Εάν θέλουμε να αλλάξουμε σελίδα στο Κυπριακό, ώστε να υπάρξει αποτέλεσμα, θα πρέπει να γίνουν κάποιες διαπιστώσεις.
- Η πρώτη διαπίστωση είναι πως η ακολουθούμενη πολιτική όχι μόνο δεν απέδωσε, αλλά αντίθετα έχει επιδεινώσει τα δεδομένα στο Κυπριακό. Παράλληλα έχει οδηγήσει βαθμηδόν σε υποχωρήσεις, καθώς θεωρήθηκε διαχρονικά πως με μια πολιτική «ενθάρρυνσης», εξευμενισμού της τουρκικής πλευράς και «δώσε δώσε» θα σπάσει το αδιέξοδο και θα φέρει λύση.
- Δεύτερη διαπίστωση είναι πως η πολιτική και η κομματική ελίτ στην Κύπρο, η οποία είχε διαχρονικά την ευθύνη της διαχείρισης του Κυπριακού, θεωρεί περίπου ως «ιεροσυλία» ακόμη και τη συζήτηση για το ενδεχόμενο να εξεταστεί εναλλακτική στρατηγική.
- Τρίτη διαπίστωση είναι πως παρόλο ότι ένα σοβαρό κράτος έχει πάντα ενώπιόν του πολλά και διαφορά σχέδια δράσης, στη Λευκωσία το θέμα αυτό είναι ξένο, ταμπού. Επιμένει στις ταμπέλες και σε αποδειγμένα αδιέξοδες πορείες. Στην Κύπρο, θεωρούν πως οι επιλογές της δεκαετίας του ’70 δεν αλλάζουν και δεν επηρεάζονται από το ευρύτερο διεθνές περιβάλλον.
- Τέταρτη διαπίστωση είναι πως ενώ προωθείται ένας γεωστρατηγικός σχεδιασμός με συνεργασίες στην περιοχή και τη σύναψη συμμαχιών, με έρευνες για υδρογονάνθρακες, την ίδια ώρα στο Κυπριακό υπάρχει μια «θρησκευτική προσήλωση» σε πεπατημένες αποτυχημένες μεθόδους.
Νέα δεδομένα και Ουκρανικό
Τα σημερινά γεωπολιτικά δεδομένα εάν αντιμετωπιστούν με τη σωστή διάσταση, θα προσφέρουν διεξόδους. Εάν υπάρξει μια ορθολογιστική ανάγνωση των δεδομένων προφανώς και μπορεί να λειτουργήσουν υπέρ της ελληνικής πλευράς.
Μπορεί η κατοχική Τουρκία να παρουσιάζεται αναβαθμισμένη, να θεωρείται «χρήσιμη» και «απαραίτητη» από τους διάφορους διεθνείς παίκτες, να διαμεσολαβεί στο Ουκρανικό, να φλερτάρει με τη Μόσχα και ταυτόχρονα να συζητά με την Ουάσινγκτον, αλλά όλοι λένε με το γνωστό υποκριτικό τους ύφος πως δεν έχουν εμπιστοσύνη στον Ερντογάν. Στην πράξη καλοπιάνουν την κατοχική δύναμη και της κάνουν όλα τα χατίρια.
Το Ουκρανικό αξιοποιείται από τη λεγόμενη διεθνή κοινότητα, τους Αμερικανούς βασικά, που χρησιμοποιεί τους Ευρωπαίους για να κτυπήσει τη Ρωσία.
Τι συζητούν στο Ουκρανικό το Κίεβο και οι δυτικοί; Ό,τι και στην Κύπρο; Όχι. Συζητούν έναν συμβιβασμό στη βάση των αποτελεσμάτων της ρωσικής εισβολής; Όχι. Γιατί στην Κύπρο αυτό να επιδιώκεται; Είναι από τη μια η… χρησιμότητα της Άγκυρας και από την άλλη το γεγονός ότι η Λευκωσία δεν έχει διαχρονικά διεκδικήσει κάτι διαφορετικό από τη νομιμοποίηση –διά μιας συμφωνίας– των κατοχικών δεδομένων.
Είναι προφανές πως για να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε και εφαρμόσουμε μία μακράς πνοής στρατηγική, πρέπει να ξεπεράσουμε εαυτούς. Πρωτίστως τη μιζέρια του μικρού και ανήμπορου. Την απελπισία του ηττημένου. Να ξεπεράσουμε το μοιρολόι των ηττημένων μυαλών, που σε κάθε κίνηση σκέφτονται και φοβούνται την αντίδραση της Τουρκίας.