Στις 23 Φλεβάρη του 1943 εκπρόσωποι από 13 αντιστασιακές νεολαιίστικες οργανώσεις συναντώνται σε ένα σπίτι στους Αμπελόκηπους (Δουκίσσης Πλακεντίας 3) και αποφασίζουν την αυτοδιάλυση των οργανώσεών τους και τη δημιουργία μιας ενιαίας αντιστασιακής οργάνωσης με το όνομα «Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων» (ΕΠΟΝ). Στις τάξεις της θα ενταχθούν περίπου 600.000 νέοι, κι από τα σπλάχνα της θα ξεπηδήσουν οι περίφημες ανταρτοεπονίτικες ομάδες, που συνέβαλαν με το αίμα τους στον αγώνα για την απελευθέρωση του τόπου.

Ερευνώντας και διαβάζοντας την ιστορία της Ασημίνας Πατούχα-Καρκάνη, Επονίτισας και κατόπιν ταγματάρχη του ΔΣΕ, ξεδιπλώνεται μπροστά μας η ιστορία της σύγχρονης Ελληνικής τραγωδίας – από την αντίσταση κατά του ΓερμανοΙταλοΒουλγάρικου φασισμού, μέχρι τον εμφύλιο και τις μετέπειτα απίστευτες διώξεις και χιλιάδες εκτελέσεις αυτών που έδωσαν το αίμα τους για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Τα στοιχεία και οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο της Ασημίνας Πατούχα-Καρκάνη με τίτλο «Τρεις ήταν οι δρόμοι» (εκδόσεις Διογένης, 2005).

Του Κώστα Γκιώνη

Η Ασημίνα Πατούχα-Καρκάνη γεννήθηκε στις 5/10/1929 σε ένα χωριό της ορεινής Ναυπακτίας, τη Μεγάλη Λομποτίνα (Άνω Χώρα, 1.080 υψόμετρο). Είχε άλλα 6 αδέλφια, όλα αγόρια. Χάνει τον πατέρα της όταν ήταν μόλις 17 μηνών. Η μάνα της γίνεται το κεντρικό πρόσωπο και αποδέκτης μιας μακρόχρονης περιπέτειας, γεμάτης αγώνες, πόνο, διώξεις και καταστροφές.

Στις 28 Οκτωβρίου κηρύσσεται ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Η Ασημίνα μόλις πριν λίγο έχει κλείσει τα 11 χρόνια της. Κάποια στιγμή ακούει από έναν Αθηναίο νοικάρη που έμενε στο σπίτι τους: «Η Ελληνική φυλή, ο Ελληνικός λαός δεν ξέχασε τις διδαχές των θεών του. Για να κρατηθεί αυτή η λευτεριά πρέπει οι δυνάμεις του φωτός να παλεύουν συνεχώς με τις δυνάμεις του σκότους». Τα λόγια αυτά τη συγκλονίζουν τόσο πολύ, που τα γράφει πάνω σε μια πέτρα.

Η Ασημίνα Πατούχα στο βουνό με τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (1947-49).

Οι «Αρειανοί»

Με την κατοχή ξεκινάει ένας αδυσώπητος αγώνας για την επιβίωση. Μάνα και κόρη φορτωμένες κάστανα και ό,τι άλλο έβγαζαν από τα χωράφια τους, μαζί με βαρέλια που έφτιαχνε ο αδελφός της ο Πολύκαρπος, γυρνούσαν τα χωριά πουλώντας τα για να μπορέσουν να επιζήσουν. Ο αδελφός της ο Παναγιώτης είναι ήδη στο βουνό: ο πρώτος Ελασίτης αντάρτης της περιοχής.

Ιούνης του 1942. Μάνα και κόρη, μπαίνοντας στο χωριό Δομνίστα, ακούνε τις καμπάνες να χτυπάνε. Όλοι οι χωριανοί, μαζί κι αυτές, κατευθύνονται στο μαγαζί του Λιάκου. Μπαίνει μέσα ένας άντρας, φιλάει το χέρι του παπά και συστήνεται: «Άρης Βελουχιώτης». Ο λόγος του πύρινος, φλογίζει τις καρδιές τους. Ο κόσμος ενθουσιάζεται, η μάνα της κλαίει: κάπου εκεί θα είναι κι ο Παναγιώτης της, σκέφτεται…

Λίγες μέρες αργότερα έρχονται στο χωριό Ελασίτες αντάρτες, ψάχνουν το σπίτι της Πατούχα, τους δείχνουν ένα τριώροφο. Της ζητάνε να τους δώσει το δεύτερο όροφο για γραφεία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (και αργότερα της ΕΠΟΝ), αλλά και κατάλυμα για 4 άτομα με τον αρχηγό. Ακριβώς ξωπίσω τους ξεπροβάλλει ο γιος της Παναγιώτης με τον Άρη Βελουχιώτη.

Στρώνουν τραπέζια, μαγειρεύουν κόκορα, χοιρινό, πίτες και χαλβά χωριάτικο. Κάθονται στο τραπέζι οι συναγωνιστές κι η οικογένεια, εκτός από τα δύο μικρότερα παιδιά. Ο Άρης όμως το βλέπει, σηκώνεται και φωνάζει «Ασημίνα, Γιώργο!». Όλη της τη ζωή η Ασημίνα έχει στα αφτιά της αυτή τη φωνή, τα στιλπνά μαύρα μαλλιά και γένια, αλλά πάνω απ’ όλα το σπινθηροβόλο βλέμμα.

Πριν αρχίσει το γεύμα, ο Άρης όρθιος λέει: «Τα χρόνια είναι πολύ δύσκολα, δεν ξέρω αν θα ’χουμε την τύχη να ξαναφάμε μαζί και σε καλοστρωμένο τραπέζι. Έχουμε φασισμό! Ξένο και ντόπιο. Αρχίζουμε μάχες με Γερμανούς. Απ’ εδώ και πέρα θέλουμε βοήθεια από όλους. Μικρούς και μεγάλους». Γυρίζει τότε η Ασημίνα στη μάνα και της λέει: «Συναγωνίστρια, να βάζεις πάντα στο τραπέζι δύο κρεμμύδια στα τέσσερα κομμένα, ένα κεφάλι σκόρδο και ένα παράθυρο πάντα ανοιχτό».

Είχαν από τότε τη ρετσινιά ότι ήταν «Αρειανοί», κάτι σαν ανάθεμα, όπως αργότερα ως αντιζαχαριαδικοί. Το στίγμα αυτό τους κυνηγούσε και στις φυλακές.

Χωροφύλακες και παρακρατικοί ποζάρουν με το κομμένο κεφάλι του Παναγιώτη Πατούχα, αδελφού της Ασημίνας (7/6/1948).

Ανταρτοομάδες της ΕΠΟΝ

23 Φλεβάρη 1943 ιδρύεται η ΕΠΟΝ. Από την πρώτη μέρα η Ασημίνα οργανώνεται στις τάξεις της. Διακρίθηκε για την ψυχραιμία, τη συνέπειά της και για τις βαριές και επικίνδυνες αποστολές που αναλάμβανε, πάντα με επιτυχία.

Απρίλης 1943: 16 νέοι της ΕΠΟΝ με 9 όπλα, με πολιτικά ρούχα, ξεκινούν ως η πρώτη Επονίτικη ανταρτοομάδα από το χωριό Κολοκυθιά, εκεί που ήταν το Γενικό Αρχηγείο της Ρούμελης. Ανάμεσα τους ο Σταμάτης, ο Ψαριανός και ο Γιώργος Καψάλης.

15 Μάη 1943: 115 αντάρτες Επονίτες οργανώνουν την 1η Γενική Συνέλευσή τους στη Στρώμνη Φθιώτιδας. Παρών ο Άρης Βελουχιώτης και άλλοι αρχηγοί.

Σεπτέμβρης 1943: έχουν δημιουργηθεί 45 επονίτικες ανταρτοομάδες, δίνοντας 52 μάχες μέσα από τις τάξεις της ΧΙΙΙ Μεραρχίας. Μετράνε ήδη 40 νεκρούς.

Αρχές Ιούνη του 1944 γίνεται η μάχη της σοδειάς με τους Γερμανοεασαδίτες* ληστές. Άντρες του ΕΛΑΣ με αρκετούς Επονίτες, σχεδόν άοπλους, μάχονται για να μην τους κλέψουν τη σοδειά. Το τίμημα βαρύ για τους 14χρονους Επονίτες και τις Επονίτισσες: 22 νεκροί.

Μπαίνοντας στη Δομνίστα, η Ασημίνα και η μάνα της ακούνε τις καμπάνες να χτυπάνε. Όλοι οι χωριανοί, μαζί κι αυτές, κατευθύνονται στο μαγαζί του Λιάκου. Μπαίνει μέσα ένας άντρας, φιλάει το χέρι του παπά και συστήνεται: «Άρης Βελουχιώτης». Ο λόγος του πύρινος, φλογίζει τις καρδιές τους…

Η οικογένεια στο στόχαστρο

Μετά απελευθέρωση, Δεκεμβριανά, Βάρκιζα. Στις 31/3/46 γίνονται εκλογές, δίνεται εντολή αποχής από το ΚΚΕ. Ξεκινάει η τρομοκρατία. Οι παρακρατικές ομάδες των Σούρληδων, των Βουρλάκηδων και των Μαγκανάδων με τις οδηγίες των Εγγλέζων κτύπαγαν, σκότωναν, βίαζαν και ρήμαζαν την ύπαιθρο. Η οικογένεια Πατούχα βρίσκεται στο στόχαστρο. Ένα βράδυ που η Ασημίνα πήγαινε για νερό της επιτέθηκε μια ομάδα χωροφυλάκων. Την κτύπησαν πολύ άγρια, με αποτέλεσμα να της σπάσουν τέσσερα δόντια και να πάθει κάταγμα στην άνω γνάθο. Χαράκωσαν το μικρό αδελφό της Γιώργο, 16 χρονών, με κονσερβοκούτι στο σβέρκο για να ομολογήσει πού είναι ο μεγάλος αδελφός Παναγιώτης – τον οποίο έκρυβαν για 20 μήνες σε μια καταπακτή στο ταβάνι, πριν ενταχθεί στον ΔΣΕ. Τα αποσπάσματα πήγαιναν κι έρχονταν, μέχρι που συλλαμβάνουν τη μητέρα, την Ασημίνα και τον Πολύκαρπο. Ξύλο και διαπόμπευση στο χωριό. Μεταφέρονται με χειροπέδες στο περιβόητο κρατητήριο της Ναυπάκτου. Ξύλο κάθε μέρα, πείνα και βρώμα.

Μερικές μέρες κατόπιν ξεκινάει ένα απίστευτο οδοιπορικό: φυλακές Ζακύνθου, κρατητήρια Πάτρας, Μεσολογγίου, Αγρινίου, φυλακές Θεμιστοκλέους στην Αθήνα, Πειραιάς και τσουβάλιασμα στο πλοίο, εξορία Ικαρία. Το σπίτι τους στο χωριό το αδειάζουν, τους παίρνουν τα ζώα, τα μπακίρια, ολόκληρο το νοικοκυριό τους. Με τα μέτρα αποσυμφόρησης του Σοφούλη, η Ασημίνα και η μαμά της ελευθερώνονται, όχι όμως ο αδελφός της. Η Ασημίνα Πατούχα με το που γυρνάει εντάσσεται στον ΔΣΕ. Παρουσιάζεται στη Διοίκηση Ταξιαρχίας με διοικητή τον ταγματάρχη Παπούα. Πολέμησε στην αρχή ως απλή μαχήτρια, μετά έγινε πολιτική επίτροπος διμοιρίας και υπεύθυνη γυναικών του Τάγματος. Έπειτα στάλθηκε στη Σχολή Αξιωματικών του Κλιμακίου Ν. Ελλάδας.

Το 1948, μαύρο κι άραχνο από την αρχή ως το τέλος. Μάχες, ο θάνατος παραμόνευε σε κάθε γωνιά αρπάζοντας νέους, ξεκληρίζοντας ολόκληρες οικογένειες. Ο Καπετάν Πατούχας, ο Παναγιώτης τους, ο ξανθός άγγελος τους όπως τον έλεγαν, ήταν κόκκινο πανί, τον κυνηγούσαν παντού. Στις 7/6/1948 μια «φίλη» τους, η Ευθυμία, τον πρόδωσε για τα εκατομμύρια. Τον σκότωσαν στο Δενδροχώρι Ναυπακτίας. Τόσο ήταν το μένος τους, που του έκοψαν το κεφάλι και έπαιζαν μ’ αυτό μπάλα στη Ναύπακτο. Βαρύ το τίμημα, με 17 μέλη της οικογένειας νεκρά. Εκτός από τον αδελφό της Παναγιώτη (24 χρονών), η Ασημίνα τα κουνιάδια της Θανάση (30) και Γιαννάκη (22), τις ανιψιές της Κούλα (19) και Ευθυμία (17), τα πρώτα της ξαδέλφια και πολλούς φίλους και χωριανούς. Τον τυφλό πεθερό της τον κρέμασαν για «αντίποινα»…

Ο αδελφός της Ασημίνας, ο Παναγιώτης τους, ο ξανθός άγγελός τους όπως τον έλεγαν, ήταν κόκκινο πανί, τον κυνηγούσαν παντού. Τον σκότωσαν στο Δενδροχώρι Ναυπακτίας μετά από προδοσία. Τόσο ήταν το μένος τους, που του έκοψαν το κεφάλι και έπαιζαν μ’ αυτό μπάλα στη Ναύπακτο…

Τελευταίες μάχες

Αρχές καλοκαιριού του 1949, δίνονται σκληρές μάχες από τους ήδη αποδεκατισμένους αντάρτες, Στις 21 Ιούνη σκοτώνεται στα υψώματα των Μαρμάρων ο θρυλικός Καπετάν Διαμαντής.

Συγκροτείται μια καινούρια ομάδα από 25 νέους με επικεφαλής την Ασημίνα Πατούχα, να πιάσει ως πλαγιοπισθοφυλακή στον Ασπροπόταμο Τρικάλων πηγαίνοντας προς Γράμμο. Θα ακολουθούσαν τους άλλους όταν έπεφταν φωτοβολίδες. Ώρες ατελείωτες έβλεπαν σποραδικά πυρά. Τάγμα στρατού τους καταδιώκει, αλλά φωτοβολίδες πουθενά: τους είχαν ξεχάσει. Τους πήρανε φαλάγγι και διασκορπίστηκαν.

Συνεχείς βομβαρδισμοί. Η Ασημίνα κρύβεται για πολλές μέρες στη βάση ενός βράχου, χωρίς φαγητό και νερό. Κάποια στιγμή όταν ησυχάζουν, έτσι νομίζει, τα πράγματα, βγαίνει από την κρυψώνα της για να βρει κάτι να φάει και για νερό και φυσικά μήπως καταφέρει να εντοπίσει κάποιον σύντροφό της. Πέφτει σε νέες περιπέτειες μέχρι να βρει τρεις συντρόφους της, με τους οποίους θα δώσει την τελευταία μάχη της πριν τη σύλληψή της.

Η σύλληψη

Βρίσκει λοιπόν τον Τάκη Καρκάνη και δύο 20χρονους συντρόφους της, τον Χρήστο και Λάμπρο. Η Ασημίνα έχει ένα οπλοπολυβόλο, ο Τάκης Καρκάνης ένα μάρσιπ και το πιστόλι του, ενώ τα δύο παιδιά έχουν τ’ αυτόματα τους. Διασκορπίζονται πίσω από τα δέντρα για να απλώνουν τα πυρά ώστε να δείχνουν περισσότεροι. Η μάχη κράτησε 35 ώρες. Η Ασημίνα βρίσκεται τραυματισμένη σ’ ένα ανάχωμα, όπως και ο Τάκης Καρκάνης γαζωμένος, σε άθλια κατάσταση. Ο Λάμπρος είναι ήδη νεκρός. Ο Χρήστος πάει κοντά τους, κι η Ασημίνα τον παρακαλάει να τη σκοτώσει, γιατί ξέρει πολύ καλά ως γυναίκα τι την περιμένει. Ο Χρήστος της λέει ότι του είναι αδύνατο να κάνει ένα τέτοιο πράγμα. Ο κλοιός στενεύει, οι στρατιώτες έχουν αρχίσει να φαίνονται. Όταν βρίσκονται μια αναπνοή από δίπλα τους, ο Χρήστος σηκώνει το όπλο του και αυτοκτονεί.

Το δράμα των άλλων δύο μόλις ξεκινάει. Πέφτουν πάνω τους και τους κτυπούν άγρια, τους βρίζουν χυδαία. Λένε στην Ασημίνα «δες τι έπαθε ο γκόμενός σου», του κόβουν το κεφάλι και την κτυπάνε μ’ αυτό, την υποχρεώνουν τις επόμενες μέρες να το έχει επάνω της. Τους πετάνε σ’ ένα βρωμερό σκοτεινό κελί, χωρίς καμία ιατρική βοήθεια. Αιμορραγούν. Όταν ο Τάκης Καρκάνης βαραίνει, σέρνοντας τον πετάνε στο ποτάμι, όπου και πνίγεται.

Μεταγωγές από φυλακή σε φυλακή, οι ανθρωποφύλακες πάντα βίαιοι, δεν δείχνουν έλεος. Η ίδια λέει: «Ψάχναν να βρούνε στη νεολαία τα πιο αμόρφωτα και ηθικά ευάλωτα παιδιά, και με μια μεθοδική διαπαιδαγώγηση τα μετέτρεπαν σε λυσσασμένους δήμιους. Να σκοτώνουν χωρίς ενδοιασμούς».

Νίκος Καρκάνης

Σύζυγος της Ασημίνας Πατούχα, ο Καρκάνης μου, όπως συνήθιζε να τον λέει. Γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1918 στο Περιβόλι Δομοκού. Τελειώνει την Παιδαγωγική Ακαδημία το 1939 στη Λαμία. Διορίζεται δάσκαλος στο Πρωτοχώρι Κοζάνης. Πάει στρατιώτης το 1940 και τελειώνει την Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού στη Σύρο. Το 1941 συναντάει τον Άρη Βελουχιώτη στα Μεταλλεία Δομοκού. Τον Οκτώβρη του 1942 ξαναβρίσκει επαφή με την ομάδα του Άρη και κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο Νικηφόρος. Αρχές Δεκέμβρη του 1942 γίνεται συνάντηση στο αρχηγείο του Δομοκού, στο χωριό Παλιά Γιαννιτσού Φθιώτιδας, με όλα τα περιφερειακά αρχηγεία του ΕΛΑΣ, υπό τους Άρη Βελουχιώτη, Τάσο Λευτεριά και Ηλία Μανιάτη. Το βράδυ, σε ακτίφ στελεχών του Αρχηγείου, ο Άρης θα πει: «Τους Γερμανούς θα τους κατανικήσουμε, αλλά η δική μας (της Ελλάδας) η λευτεριά θα εξαρτηθεί από την έκβαση της σύγκρουσης με τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, που θα ακολουθήσει»!

Ο Νίκος Καρκάνης σ’ ένα σύντομο βιογραφικό του λέει: «Μετά τη Βάρκιζα διώχτηκα και επί δύο χρόνια έζησα παράνομος. Την παραμονή των εκλογών του Μάρτη του 1946, οι παρακρατικές ομάδες σκότωσαν τον αδελφό μου… Κάτω από την τρομοκρατία των μοναρχικών βγήκα και πάλι στο βουνό. Πιάστηκα τον Οκτώβρη του 1949 τραυματίας σε κατάσταση αφασίας με σκουλήκια στο τραύμα μου. Καταδικάστηκα 8 φορές σε θάνατο. Έμεινα στις φυλακές ως το 1964. Με την επτάχρονη δικτατορία πέρασα στην παρανομία. Πιάστηκα ύστερα από 6 μήνες και βασανίστηκα επί 33 μέρες στο κάτεργο της Μπουμπουλίνας. Μη έχοντας στοιχεία, ώστε να με παραπέμψουν σε στρατοδικείο, με έστειλαν εξορία στο Παρθένι της Λέρου όπου έμεινα ως τις 22 Δεκεμβρίου του 1970. Με τη μεταπολίτευση εργάσθηκα ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα “Ριζοσπάστης” επί 11 χρόνια». Θα φύγει από τη ζωή στις 26 Φλεβάρη του 1998.

* Γερμανοί και τμήματα του ΕΑΣΑΔ («Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσεως», συνεργάτες των κατακτητών).

Η Ασημίνα Πατούχα στο Νοσοκομείο Κρατουμένων «Άγιος Παύλος» (1954).

Ποτέ πια πόλεμος!

Το αφιέρωμα αυτό δεν γίνεται για να αναμοχλεύσει πάθη, γίνεται για να μην χαθεί η μνήμη. Η μνήμη είναι διδαχή και μνημόσυνο ταυτοχρόνως. Διδαχή για τις επόμενες γενιές και μνημόσυνο γι’ αυτούς που θυσιάστηκαν. Ως επίλογο αφήνω τα λόγια της Ασημίνας Πατούχα-Καρκάνη, που δείχνουν το μεγαλείο ψυχής αυτής της γυναίκας:

«Περάσαμε πολλά. Άλλοι περισσότερα, άλλοι λιγότερα. Με μια φράση που τα λέει όλα, “περάσαμε από του βελονιού τον κώλο”. Άλλοι άντεξαν, άλλοι πέθαναν επάνω στα βασανιστήρια, άλλοι δεν άντεξαν και είπαν και καμιά κουβέντα εις βάρος άλλων. Δεν κατακρίνω κανέναν. Τόσο άντεξαν».

Και επίσης: «Μια εικόνα σας δίνω: Αίμα-Αίμα-Αίμα! Πόνος-Πόνος-Πόνος. Ας ενωθούμε. Όλοι. Όπου γης. Να φωνάξουμε. Ποτέ πια πόλεμος!».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!