Οι στρογγυλές επέτειοι έχουν μια χρησιμότητα ως άσκηση κατά της συλλογικής αμνησίας ή άνοιας. Οι φευγαλέες αναφορές, στα ΜΜΕ και στον επίσημο πολιτικό λόγο, στα δέκα χρόνια από την κατάρρευση της LehmanBrothers και την εκκίνηση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αποδεικνύουν ότι ούτε η κρίση ούτε η διαχείρισή της είχαν την παραμικρή «παιδαγωγική» επίδραση στην παγκόσμια πολιτική και οικονομική ελίτ. Και ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή. Τα συστατικά της επόμενης κρίσης, ίσως και του επόμενου κραχ είναι ξανά παρόντα και απολύτως ορατά, όχι μόνο στην περίπτωση της Τουρκίας και της Αργεντινής, αλλά και στις ενδείξεις επιβράδυνσης του παγκόσμιου εμπορίου ή στις σπασμωδικές προσφυγές σε εργαλεία εμπορικού πολέμου, με βασικό ενορχηστρωτή την αμερικανική κυβέρνηση.
Τίποτα παράδοξο δεν υπάρχει σ’ αυτή την εξέλιξη. Όχι μόνο γιατί οι κρίσεις δεν είναι πια αιφνίδια περιστατικά διαταραχής στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, αλλά γιατί οι συνταγές «θεραπείας» που χρησιμοποίησαν οι πολιτικές ηγεσίες- κρατικοποίηση του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού χρέους, κρατικές διασώσεις, νομισματική χαλάρωση και φθηνό χρήμα, ασφυκτική δημοσιονομική λιτότητα, απορύθμιση των αγορών και της εργασίας- καθιστούν όλο και περισσότερο την κρίση μοναδική «κανονικότητα» του σύγχρονου καπιταλισμού.
Παταγώδης ευρωπαϊκή αποτυχία
Για την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη αυτές οι επιλογές μεταφράζονται σε παταγώδη πολιτική αποτυχία, που τελευταία μάλιστα ομολογείται κυνικά από τους πρωταγωνιστές της – «για χρόνια αυτοσχεδιάζαμε», είπε ο Ντάισελμπλουμ, «τα προγράμματα για την Ελλάδα ήταν αντιδημοκρατικό σκάνδαλο», ομολόγησε ο Μοσκοβισί. Κορυφαία ένδειξη της αποτυχίας είναι η οκταετία της ελληνικής μνημονιακής προσαρμογής, αλλά μεγαλύτερη σημασία για το σύνολο της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης έχει το γεγονός ότι το εγχείρημα της αναδιάρθρωσης της Ε.Ε. για να γίνει ανθεκτικότερη στις κρίσεις έχει δημιουργήσει ένα θεσμικό μπάχαλο που αποτελεί τροχοπέδη σε κάθε φιλοδοξία εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και βημάτων προς την ομοσπονδιοποίηση.
Ο απερχόμενος πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, στην τελευταία ομιλία του για την κατάσταση της Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, επιχείρησε να καλύψει τα υπαρξιακά αδιέξοδα της Ε.Ε. κάτω από πολύ στόμφο και… ολίγη ποίηση. Ενώ διακήρυξε ότι ήρθε «η ώρα της ευρωπαϊκής κυριαρχίας» και της μετατροπής της Ε.Ε. «από παγκόσμιο πληρωτή σε παγκόσμιο παίκτη», την ίδια στιγμή δεν βρήκε λέξη να πει για τη διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. που προκάλεσε η διαχείριση της κρίσης. Ακόμη, από την ομιλία του εξαφανίστηκε η «κοινωνική Ευρώπη», που υποτίθεται ότι σηματοδοτούσε μια στροφή από τη σκληρή λιτότητα, ενώ απέφυγε κάθε ευθεία αναφορά στη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, βάσει των προτάσεων Μακρόν αλλά και της ίδιας της Κομισιόν. Έτσι, η ιδέα μιας ομοσπονδιακής έκφρασης της Ε.Ε. περιορίζεται στην αμυντική συνεργασία, στην πολιτική ασφάλειας και αντιμετώπισης της μετανάστευσης, στη διεθνή εμπορική και εξωτερική πολιτική. Όλα τα άλλα οφείλουν να περιμένουν τις αποφάσεις της γερμανικής ηγεσίας, που περιδινείται υπό την πίεση της Ακροδεξιάς αλλά και της απροθυμίας της να θυσιάσει κάποια εκατοστά «εθνικής κυριαρχίας».
Το ευρωπαϊκό ιερατείο δεν βλέπει καμιά διασύνδεση ανάμεσα στη θεσμοποιημένη λιτότητα, τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, την έκρηξη των ανισοτήτων και την κυριαρχία της επισφάλειας στην εργασία από τη μια πλευρά και την ενίσχυση των ρατσιστικών, εθνικιστικών και ανοικτά φασιστικών δυνάμεων από την άλλη
Η αντίφαση και το πολιτικό της προϊόν
Η αντίφαση είναι σχιζοειδής: μια Ευρώπη πιο κατακερματισμένη από ποτέ φιλοδοξεί να αποκτήσει ενιαία διεθνή οικονομική, αμυντική και γεωπολιτική έκφραση. Η αντίφαση αυτή είναι στο DNA της Ε.Ε. Ας πούμε ότι είναι το κατασκευαστικό, γενετικό της πρόβλημα. Αυτό που πρόσθεσε η κρίση και η διαχείρισή της από την ευρωπαϊκή ελίτ είναι ότι έδωσε στην αντίφαση αυτή πεδίο πολιτικής έκφρασης. Η μεγάλη άνοδος της Ακροδεξιάς σε πολλές χώρες της Ε.Ε., οι εθνικιστικές αναδιπλώσεις που εκφράζονται είτε από νέα πολιτικά μορφώματα τύπου AfD είτε από τη ρατσιστική, αντιμεταναστευτική μετάλλαξη παραδοσιακών συντηρητικών κομμάτων, όπως οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, το κόμμα του Όρμπαν στην Ουγγαρία ή του Κουρτς στην Αυστρία, υποδηλώνουν τη μετατροπή της Ευρώπης σε «ήπειρο της μεγάλης δυσφορίας». Σωστά ο Γιούνκερ υπενθύμισε ότι τη χρονιά πριν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ευρώπη ανέδυε ειρήνη και αμεριμνησία. Μόνο που η σημερινή Ευρώπη θυμίζει περισσότερο παραμονές Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν η Μεγάλη Ύφεση τροφοδοτούσε την άνοδο αυταρχικών, φασιστικών καθεστώτων σε μεγάλο μέρος της ηπείρου. Αυτά που ξέρουν ακόμη και οι μαθητές φαίνεται να μην τα έμαθε ποτέ η ευρωπαϊκή ελίτ.
Το ευρωπαϊκό ιερατείο και οι κυβερνήσεις που δυσφορούν απέναντι στον ταραξία Όρμπαν και στην ανησυχητική άνοδο της Ακροδεξιάς αντιμετωπίζουν το φαινόμενο σαν μια αιφνίδια διαταραχή, εντελώς με τις πολιτικές που άσκησαν. Δεν βλέπουν καμιά διασύνδεση ανάμεσα στη θεσμοποιημένη λιτότητα, τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, την έκρηξη των ανισοτήτων και την κυριαρχία της επισφάλειας στην εργασία από τη μια πλευρά και την ενίσχυση των ρατσιστικών, εθνικιστικών και ανοικτά φασιστικών δυνάμεων από την άλλη. Έτσι, επιλέγουν να αντιμετωπίσουν την ακροδεξιά απειλή- που αποτελεί απειλή και για τους ίδιους και τα κόμματά τους- με διοικητικά μέσα. Η παραπομπή της Πολωνίας και της Ουγγαρίας στη διαδικασία του άρθρου 7 της Συνθήκης της Ε.Ε., για «κίνδυνο παραβίασης» των δημοκρατικών αρχών, παρά τον ισχυρό συμβολισμό της, στη συνέχεια θα αποκαλύψει τα νομικά αδιέξοδα της Ε.Ε., καθώς το να φτάσει το Συμβούλιο σε απόφαση επιβολής κυρώσεων στις εγκαλούμενες χώρες είναι αδύνατο με τις ειδικές πλειοψηφίες που απαιτούνται. Ενδέχεται μάλιστα να ενισχύσουν τον κατακερματισμό και την ομαδοποίηση χωρών σε μπλοκ που επιδιώκουν να επιβάλλουν πλήρως την αντιμεταναστευτική τους πολιτική, σε όποιο βαθμό δεν την έχουν ήδη επιβάλει (Πολωνία, Ουγγαρία, Ιταλία, Τσεχία, Σλοβακία, Αυστρία, και όχι μόνο).
«Μέτωπο» σε πολιτικό κενό
Αλλά ακόμη και στο καθεαυτό πολιτικό πεδίο, η προσπάθεια διαμόρφωσης ενός ευρέος ευρωπαϊκού μετώπου κατά της Ακροδεξιάς που να περιλαμβάνει από τη μετριοπαθή Δεξιά- όποιο τουλάχιστον μέρος της δεν φλερτάρει ήδη με ακροδεξιές δυνάμεις- μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία, τους φιλελεύθερους και την Αριστερά εξαντλείται σε ένα «συνταγματικό» και ηθικολογικό περιεχόμενο, χωρίς το παραμικρό προγραμματικό στοιχείο. Εξαντλείται στη ρητορεία και αφήνει στεγανή την πολιτική. Αν ισχύει ότι, στη δεκαετία από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η προτεραιότητα που αναδεικνύεται στην «ήπειρο της δυσφορίας» είναι η αντιμετώπιση του κατ’ εξοχήν πολιτικού προϊόντος της, του νέου φασισμού και των αποχρώσεών του, ένα μέτωπο εναντίον του προϋποθέτει ν’ αντιμετωπιστούν οι πηγές της δυσφορίας: η λιτότητα ως μοναδική κανονικότητα της Ε.Ε., η διευρυνόμενη φτώχεια και η ανισότητα, οι τεράστιες αποκλίσεις ανάμεσα στις χώρες, η απορύθμιση της εργασίας, η ανεργία, η τραπεζοκρατία, η χρεοκρατία, η στρατιωτικοποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής της Ε.Ε. Τέτοια συζήτηση δεν γίνεται ουσιαστικά σε κανένα επίπεδο ανάμεσα στις μεγάλες πολιτικές ομάδες, ή διεξάγεται ως γενικόλογη φλυαρία σε κενό πολιτικής- και η Αριστερά αφήνεται να χαθεί σ’ αυτή τη φλυαρία και στο δικό της ριζοσπαστικό κενό-. Αλλά η πολιτική δεν ανέχεται κενά. Η Ακροδεξιά κάθε εκδοχής εμφανίζεται πρόθυμη και έτοιμη να τα καλύψει.