Ειδικά το ζήτημα της διατροφικής αυτάρκειας αναδεικνύεται σε μείζον λόγω: α) της διαρκούς οικονομικής αιμορραγίας της χώρας λόγω του ελλείμματος στο ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων, β) της αδυναμίας διαμόρφωσης οποιασδήποτε ανεξάρτητης πολιτικής, αν δεν αντιμετωπιστεί η αγροδιατροφική εξάρτηση, γ) των έντονων διακυμάνσεων των διεθνών τιμών των τροφίμων1 και στις οποίες αδυνατεί μια χώρα να παρέμβει όταν τα εισάγει. Το ζήτημα αυτό το κατανοεί πλέον o περισσότερος κόσμος, όταν αναρωτιέται πώς μπορεί να υπάρχει άλλη πορεία για τη χώρα, χωρίς να είμαστε παραγωγικοί;
Ελλειμματική γεωργία-«ελλειμματική» αυτάρκεια
Τα στοιχεία για τη γεωργία παρουσιάζουν εικόνα κατάρρευσης. Η παραγωγική αποδιάρθρωση οδήγησε σε ένα συνεχώς διογκούμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων το οποίο ξεπέρασε τα 3 δισ. ευρώ το 2008 (Πίνακας 1) (2)
Ανάμεσα στο 1998 και το 2008 το έλλειμμα του ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων αυξανόταν με ετήσιο ρυθμό 10,9%. Συνολικά τη δεκαπενταετία 1994-2008 το έλλειμμα στα αγροτικά προϊόντα αυξήθηκε κατά 529%. To αγροτικό εισόδημα μόνο την πενταετία 2006-2010 μειώθηκε κατά 13,5% και στο διάστημα 2005-2010 η συνολική αξία φυτικής και ζωικής παραγωγής υπέστη μείωση κατά 28%.3
Σε βασικά διατροφικά είδη η χώρα έγινε ελλειμματική και το έλλειμμα σε αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα έφτασε τα τελευταία 10 χρόνια (2001-2010) αθροιστικά στο τρομακτικό ποσό των 23 δισ. Ευρώ!4
Χρόνια πληγή του αγροτικού ισοζυγίου αποτελούν το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το έλλειμμα των οποίων, για το 2008, έφτασε τα 2,1 δισ. ευρώ. Το 99% των εισαγωγών αυτών των προϊόντων γίνεται από την Ε.Ε., αποκαλύπτοντας ποιος είναι ο κυρίως ωφελημένος από την αποδιάρθρωση της εγχώριας παραγωγής. Το αρνητικό ισοζύγιο όσον αφορά στην κτηνοτροφία εκτινάσσεται, μάλιστα, ακόμα παραπάνω, αν προστεθεί και το έλλειμμα στο ισοζύγιο των ζωοτροφών που έφθασε το 2008 τα 355 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 216 από χώρες της Ε.Ε.
Η πορεία αυτή είχε ως συνέπεια τον περιορισμό της αυτάρκειας σε βασικά προϊόντα και την αύξηση της διατροφικής εξάρτησης της χώρας. Στον πίνακα 2 5 φαίνεται πιο ειδικά η μεταβολή του βαθμού αυτάρκειας σε κρέας.
Ακόμα, όμως, και σε δυναμικούς κλάδους με αυξημένο εξαγωγικό ενδιαφέρον δεν είναι λίγα τα «παράδοξα». Έτσι, εξάγουμε λαχανικά αξίας 106 εκατ. ευρώ, ενώ εισάγουμε λαχανικά αξίας 122 εκατ. ευρώ. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι βασικές χώρες εισαγωγής λαχανικών ήταν η Ολλανδία με 29 εκατ. ευρώ, η Γερμανία με 18 εκατ. ευρώ, η Γαλλία με 16 εκατ. Ευρώ, η Ιταλία με 15,1 εκατ. ευρώ και το Βέλγιο με 15 εκατ. ευρώ!6 Συνολικά ο τομέας των φρούτων και λαχανικών, που θεωρείται ατμομηχανή των αγροτικών εξαγωγών καλύπτοντας περίπου το 33% των εξαγωγών, παρουσίασε την περίοδο 2000-2008 αύξηση των εισαγωγών με ετήσιο ρυθμό 24,4%, έναντι ρυθμού αύξησης των εξαγωγών της τάξης του 5,2 %. Στον τομέα του ελαιολάδου και λιπών φυτικής προέλευσης την περίοδο 2000-2008 παρουσιάζεται εντυπωσιακή αύξηση των εισαγωγών με ετήσιο ρυθμό 72,1%, ενώ οι εξαγωγές των αντίστοιχων προϊόντων παρουσίασαν μείωση κατά 5% ετησίως!7 Στα δημητριακά, από πλεόνασμα το 1994 φτάσαμε σε έλλειμμα 350 εκατ. ευρώ το 2008. Ζάχαρη και καπνός τείνουν να εξαφανιστούν… Η ανεξέλεγκτη εισαγωγή αγροτικών προϊόντων στη χώρα αποτυπώνει την πλήρη αποδιοργάνωση του αγροτικού τομέα, ως συνέπεια των συνεχών αντιαγροτικών μεταρρυθμίσεων της ΚΑΠ, της φιλελευθεροποίησης της αγροτικής οικονομίας και της κατάργησης των όποιων περιορισμών στις εισαγωγές.
Η οικονομική αιμορραγία δεν σταματά, όμως, εδώ. Στον τομέα των εισροών (αγροτικά εφόδια, μηχανήματα, λιπάσματα, ζωοτροφές, σπόροι) διαρκώς εδραιώνεται η κυριαρχία των πολυεθνικών. Για να έχουμε εικόνα για τι ακριβώς μεγέθη συζητάμε, οι επενδύσεις μόνο σε μηχανήματα και εξοπλισμό μεταφορών ξεπέρασαν το 2008 τα 20 δισ. ευρώ.8 Η εξάρτηση αφορά και στον τομέα της επιστήμης και τεχνολογίας. Τα εθνικά ερευνητικά ιδρύματα απαξιώνονται χρόνο με το χρόνο, ενώ προβλέπεται η περαιτέρω συρρίκνωσή ή και το κλείσιμό τους. Η όποια έρευνα χρηματοδοτείται πλέον, άρα και ελέγχεται, από εταιρίες.
Συμπερασματικά, η ελληνική γεωργία, και ειδικά οι μικρομεσαίοι αγρότες, βρίσκεται σε πορεία κατάρρευσης, εγκλωβισμένη στις αντιαγροτικές κατευθύνσεις της ΚΑΠ (που εκφράζει τους συμβιβασμούς και τα συμφέροντα των ισχυρών χωρών της Ε.Ε. στον ΠΟΕ), ανοχύρωτη απέναντι στα φθηνά τρόφιμα που παράγονται με υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης ή των εξαθλιωμένων αγροτών σε τρίτες χώρες και των υπερ-εντατικοποιημένων μορφών καλλιέργειας, πλήρως εκτεθειμένη στα διεθνή καρτέλ του αγροδιατροφικού τομέα και στη χρηματιστικοποιημένη γεωργία (πρώτες ύλες και τρόφιμα).
Από το χωράφι στο ράφι
Αν στόχος της γεωργίας είναι η κάλυψη των διατροφικών αναγκών του πληθυσμού, τότε το πρόβλημα δεν αφορά μόνο στο ζήτημα της «τυπικής» αυτάρκειας σε τρόφιμα αλλά και το κατά πόσο αυτά μπορούν να φτάσουν στο οικογενειακό τραπέζι.
Είναι γνωστή η ψαλίδα μεταξύ των τιμών παραγωγού και της τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής με την παρεμβολή πολλών μεσαζόντων. Ο παραγωγός αμείβεται φθηνά και ο καταναλωτής πληρώνει ακριβά. Αυτή η διαφορά σε συνθήκες κρίσης μπορεί να είναι ολέθρια, τόσο για τον παραγωγό όσο και για τον καταναλωτή. Από τη μια το αυξανόμενο κόστος καλλιέργειας και η χαμηλή ζήτηση οδηγούν σε μείωση των τιμών παραγωγού, με κίνδυνο να ενταθούν οι τάσεις εγκατάλειψης και υποκαλλιέργειας και από την άλλη ο καταναλωτής, με διαλυμένο το εισόδημα, αδυνατεί να προμηθευτεί βασικά διατροφικά αγαθά.
Εδώ έχει σημασία μια ειδική αναφορά στις μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης τροφίμων (super markets, cash and carry) οι οποίες στη χώρα μας παρουσίασαν την περίοδο 1992-2009 αύξηση του μέσου ετήσιου ρυθμού πωλήσεων 13%, με το 75% των συνολικών πωλήσεων να αφορούν τρόφιμα και ποτά. Μάλιστα, οι 5 μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου καταγράφουν το 45% των συνολικών πωλήσεων, ενώ είναι συνεχή τα κρούσματα αισχροκέρδειας που καλύπτονται με διάφορους τρόπους (εκ των υστέρων πιστωτικά τιμολόγια έκπτωσης κ.ά.).9 Έτσι, η εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων παρουσιάζει έντονα στοιχεία υπερσυγκέντρωσης και ελέγχου της διακίνησης τροφίμων από μια χούφτα εταιρίες.
Τελικά έχουμε διατροφική αυτάρκεια;
Σε ανακοίνωσή της με τίτλο «Αυτάρκεια αγροτικών-διατροφικών προϊόντων» (Γενάρης 1012) η ΠΑΣΕΓΕΣ καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας σε μία σειρά βασικών αγροτικών-διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής παραγωγής για το έτος 2010, ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 94% περίπου». Η συγκεκριμένη είδηση αναπαράχθηκε από πλειάδα Μέσων Ενημέρωσης και μπλογκ, ακόμα και από μέσα και ανθρώπους της Αριστεράς.10
Δυστυχώς, το αισιόδοξο αυτό συμπέρασμα εξάγεται από τους πίνακες που παρατίθενται στην εν λόγω μελέτη, μόνο αν εγκαταλειφθεί κάθε επιστημονική μέθοδος και η κοινή λογική (δείτε το σχετικό γράφημα).
Βασικό στοιχείο αναξιοπιστίας του συμπεράσματος είναι ότι η αυτάρκεια της τάξης του 94% προκύπτει ως μέσος όρος των ποσοστών αυτάρκειας πολλών διαφορετικών (ούτε καν ομοειδών) σε διατροφική αξία και οικογενειακή κατανάλωση αγροτικών προϊόντων. Έτσι, φτάνουμε στο εξής παράλογο: το έλλειμμα σε βόειο κρέας (30% αυτάρκεια) να αντισταθμίζεται από την υπερπαραγωγή βρώσιμης ελιάς (600% αυτάρκεια)!
Ένας πιο ουσιαστικός τρόπος για να αναλύσουμε την αυτάρκεια των προϊόντων θα ήταν να εξετάσουμε την αυτάρκεια κάθε προϊόντος ή ομοειδών προϊόντων (π.χ. κρέας) σε σχέση με τη σημασία τους στη διατροφή και το πόσα χρήματα από τον οικογενειακό προϋπολογισμό δαπανώνται για αυτά.
Μελετώντας τα στοιχεία της ΕΣΥΕ από την έρευνα των οικογενειακών προϋπολογισμών για το έτος 2004/2005 θα παρατηρούσαμε ότι: α) τα είδη διατροφής αποτελούν τη σημαντικότερη δαπάνη των νοικοκυριών, απορροφώντας το 17,4% (306 ευρώ) του μηνιαίου προϋπολογισμού. β) Ανάμεσα στα διάφορα διατροφικά είδη μόνο το κρέας, τα γαλακτοκομικά και τα αβγά, στα οποία είμαστε με χαμηλό δείκτη αυτάρκειας, αφορούν το 40,48% (124 ευρώ) των εξόδων για διατροφή με ποσοστά 22,08% και 18,40% αντίστοιχα. Επομένως, τα είδη στα οποία δαπανάται μεγάλο μέρος του λαϊκού εισοδήματος είναι αυτά στα οποία παρουσιάζουμε χαμηλό βαθμό αυτάρκειας και υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές.11
Η παραγωγική ανασυγκρότηση προϋπόθεση ανεξάρτητης πορείας
Η αναγνώριση των δυσκολιών και της ζημιάς που έχει επιφέρει η εδώ και τρεις δεκαετίες αναδιάρθρωση-αποδιάρθρωση της ελληνικής γεωργίας, δεν οδηγεί φυσικά στην αντίληψη της ψωροκώσταινας και του ραγιαδισμού, ούτε σημαίνει ότι είναι αδύνατη μια διαφορετική πορεία. Αντίθετα, οφείλουμε να εντοπίσουμε τον κρίσιμο ρόλο που έχει η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, για να ξεφύγουμε από την εξάρτηση και την απομύζηση.
Ειδικά εάν κάτω από την κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα οδηγηθούμε σε μια πορεία ρήξεων με την τρόικα και το διευθυντήριο των Βρυξελλών, τότε η παραγωγική ανασυγκρότηση με στόχο η οικονομία μας να σταθεί στα πόδια της και να καλυφθούν οι επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού θα βρεθεί στην ημερήσια διάταξη και θα είναι -πιθανόν- όρος ύπαρξης της όποιας μεταβατικής νέας κατάστασης.
Αλλαγές στην αντιμετώπιση του υποσιτισμού και της πείνας
Το πρόβλημα του υποσιτισμού είναι ήδη εδώ. Τα φαινόμενα παιδιών που λιποθυμούν και των ουρών στα συσσίτια γίνονται πλέον εικόνες «συνηθισμένες». Η ραγδαία φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού θα γιγαντώσει το πρόβλημα. Η λεηλασία στους μισθούς και η διαρκώς αυξανόμενη ανεργία μετατρέπουν σε δυσπρόσιτα βασικά είδη διατροφής. Ακόμα και προϊόντα στα οποία έχουμε αυτάρκεια δεν μπορούν να φτάσουν σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη.
Επομένως, η αναγκαία ανασυγκρότηση της αγροτικής οικονομίας προϋποθέτει ένα συνδυασμό πολιτικών με στοιχεία εθνικού σχεδιασμού, προστασίας της εγχώριας παραγωγής και ανάπτυξης (ειδικά της κτηνοτροφίας) με μοχλό τους μικρομεσαίους παραγωγούς, και κεντρικό στόχο την αυτάρκεια αγροτικών προϊόντων και την κάλυψη των διατροφικών αναγκών ολόκληρου του πληθυσμού. Παράλληλα, θα παίξουν σημαντικό ρόλο νέες αναγκαίες δομές στον αγροτικό χώρο με χαρακτηριστικά αποκέντρωσης και τοπικοποίησης, αλλά και μια νέα συλλογική-συνεταιριστική συνείδηση και οργάνωση. Θα απαιτηθεί στράτευση/αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού της χώρας (που αυτή τη στιγμή βρίσκεται απαξιωμένο) στην παραπάνω κατεύθυνση με ταυτόχρονη αναβάθμιση των ερευνητικών ιδρυμάτων και αξιοποίηση της εμπειρίας και της γνώσης των ανθρώπων του χωραφιού. Θα πρέπει να οικοδομηθεί μια νέα προσέγγιση-σχέση του παραγωγού με το προϊόν που παράγει και με τον καταναλωτή για τον οποίο προορίζεται.
Ενδεικτικά12 κάποιες πιο συγκεκριμένες ενέργειες μπορούν να είναι: * Μείωση του κόστους καλλιέργειας για να μειωθεί το κόστος παραγωγής και οι τιμές των προϊόντων με περιορισμό στις τιμές καυσίμων και ενέργειας. * Κατώτατες τιμές παραγωγού. * Κοστολογικός έλεγχος σε πολυεθνικές αγροτικών εφοδίων, στις μεταποιητικές βιομηχανίες και στις αλυσίδες λιανικής πώλησης. * Εναλλακτικοί, φθηνοί, ήπιοι και όσο το δυνατόν πιο φιλικοί στο περιβάλλον και στον άνθρωπο τρόποι καταπολέμησης ασθενειών και λίπανσης, ώστε να παράγονται ασφαλή τρόφιμα. * Δημιουργία δημόσιας βιομηχανίας φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων καθώς και μεταποιητικών βιομηχανιών με τη συμμετοχή και τον έλεγχο αγροτών και καταναλωτών. * Σχεδιασμός εγχώριας κάλυψης της ζήτησης σε ζωοτροφές. * Στήριξη της κτηνοτροφίας με κίνητρα για την απασχόληση νέων ανθρώπων σε ημιορεινές περιοχές. * Πολιτικές και έργα ορθής διαχείρισης υδάτινων πόρων με κριτήριο τον κοινωνικό και ζωτικό χαρακτήρα του νερού. * Περιορισμός και έλεγχος των μεσαζόντων, ενίσχυση λαϊκών αγορών, ενίσχυση δικτύων άμεσης διασύνδεσης παραγωγού-καταναλωτή. * Δημοτικά προγράμματα αξιοποίησης ακαλλιέργητων εκτάσεων από ομάδες ανέργων. * Άμεσο πρόγραμμα κάλυψης επισιτιστικών αναγκών ευπαθών κοινωνικών ομάδων. * Αγορά προϊόντων από τους συνεταιρισμένους παραγωγούς και διάθεση στις ομάδες αυτές. * Ανάπτυξη και στήριξη των κοινωνικών παντοπωλείων.
Τα παραπάνω μπορούν να εφαρμοστούν, βεβαίως, μόνο με μια πολιτική ρήξεων με την ΚΑΠ, σε συνδυασμό με αλλαγές και στην υπόλοιπη οικονομία (εθνικοποιήσεις, τράπεζες, ενέργεια κ.λπ.) και εντασσόμενες σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική διέξοδο της χώρας.
1. Πρώτες ύλες και τρόφιμα αποτελούν πλέον χρηματιστηριακά προϊόντα. Κερδοσκοπικά κεφάλαια ύστερα από την φούσκα των ακινήτων κινήθηκαν στον τομέα των πρώτων υλών και των τροφίμων εκτοξεύοντας τις τιμές τους. Η αύξηση των τιμών οφείλεται και στον έλεγχο της εμπορίας βασικών τροφίμων από λίγες πολυεθνικές που μπορούν “παίζοντας” με την προσφορά και την ζήτηση και καθορίζοντας την τιμή τους .
2. Πηγή: Eurostat, ΕΣΥΕ. Η πτωτική πορεία από το 2009 και μετά έχει να κάνει αποκλειστικά με τον περιορισμό της κατανάλωσης που πλήττει τις εισαγωγές, λόγω της κρίσης και των μνημονίων λιτότητας.
3. Πηγή: Eurostat, 23.08.2011
4. Επεξεργασία στοιχείων ΕΣΥΕ
5. Πηγή: Eurostat
6. Πηγή: Κώστας Μελάς. Η αγροτική παραγωγή.
7. Πηγή: ΕΣΥΕ
8. Πηγή: Εθνικοί Λογαριασμοί – ΕΛ.ΣΤΑΤ.
9. Πηγή: ICAP, Έρευνα αγοράς των Super Markets, 15/2/2011 -ΠΑΣΕΓΕΣ
10. Ισοσελίδα iskra, Δημήτρης Καζάκης κ.ά.
11. Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ.
12. Στις προτάσεις που κωδικά διατυπώνονται ισχύει κυριολεκτικά το «ενδεικτικά». Είναι μόνο κάποιες από ένα σύνολο πολιτικών και δράσεων που απαιτούνται και οι οποίες χρήζουν περαιτέρω επεξεργασίας.