Η έλευση ισχυρής γαλλικής ναυτικής μοίρας στη Ν.Α. Μεσόγειο και η επίσκεψη της Γαλλίδας υπουργού Άμυνας στην Κύπρο δεν έκρυβε, αλλά διαλαλούσε μηνύματα: το Παρίσι είναι αποφασισμένο να διεκδικήσει τα «στρατηγικά του συμφέροντα» στην περιοχή, και ώσπου αυτά να αναγνωριστούν δεν θα διστάσει να αντιπαρατεθεί με άλλες διεθνείς και περιφερειακές δυνάμεις, που κι αυτές έχουν τις δικές τους βλέψεις. Τηρώντας μια τέτοια γραμμή, η κυβέρνηση Μακρόν, όσο κι αν είναι αδύναμη στο εσωτερικό μέτωπο, επιδεικνύει πυγμή στο εξωτερικό. Και, πότε ρητά πότε άρρητα, διαφοροποιείται από την πολιτική ακολουθητισμού της Ε.Ε., που ακολουθεί τα ευρωατλαντικά χνάρια του Τραμπ. Ο τελευταίος προσπαθεί να εμπλακεί όσο το δυνατόν λιγότερο, περιοριζόμενος σε «συμβολικά» χτυπήματα και επιχειρώντας να επαναπροσεταιριστεί δυνάμεις όπως η Τουρκία, εκμεταλλευόμενος το πρόσφατο ρήγμα στη ρωσοτουρκική συνεργασία.
Η πολιτική αυτή δεν ικανοποιεί όμως το Παρίσι, που σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα της Ν.Α. Μεσογείου (από τη Λιβύη ως τη Συρία) έχει συμφέροντα αντίθετα από αυτά της Άγκυρας. Εάν προστεθεί και η διαφαινόμενη αποφασιστικότητα του Μακρόν να υπερασπιστεί την επένδυση των γαλλικών πολυεθνικών στην κυπριακή ΑΟΖ, εξηγείται η επίδειξη πυγμής – όπως και η ανταλλαγή απειλητικών προειδοποιήσεων μεταξύ Μακρόν και Ερντογάν. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και οι δηλώσεις που έκανε στην Κύπρο η Φλοράνς Παρλί, με προφανή παραλήπτη την –μη κατονομαζόμενη, αλλά σαφώς φωτογραφιζόμενη– Τουρκία: «Η Κυπριακή Δημοκρατία υφίσταται τις προσπάθειες εκφοβισμού των γειτόνων της, ενάντια στις οποίες είναι ουσιώδες να προστατευτεί η κυριαρχία της.
Η Γαλλία είναι προσηλωμένη στην προνομιούχο σχέση της με την Κύπρο, και αποφασισμένη να συμβάλει στην τήρηση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας».
Η αποφασιστική γαλλική στάση, ενώ έχουν ανατιναχτεί στην ευρύτερη γειτονιά μας όλες οι βεβαιότητες και οι λοιποί υποτιθέμενοι σύμμαχοι της Ελλάδας τηρούν στάση «αυστηρής ουδετερότητας» για να μην χαλάσουν το ανανεωμένο φλερτ τους με τον Ερντογάν, συνιστά ένα από τα ελάχιστα εξισορροπητικά στηρίγματα που προσφέρονται. Η κυπριακή ηγεσία μοιάζει να το έχει αντιληφθεί. Η ελληνική, από την άλλη, εξακολουθεί να ποντάρει την επιβίωση της Ελλάδας σε ανύπαρκτα αμερικανικά και ΝΑΤΟϊκά χαρτιά…
Μηνύματα του Μακρόν προς εταίρους και αντιπάλους
Στο ξεδίπλωμα αυτής της γραμμής είχε προηγηθεί ο ίδιος ο Γάλλος πρόεδρος, μιλώντας πρόσφατα στη γαλλική Σχολή Πολέμου για τη «στρατηγική άμυνας και αποτροπής» που προωθεί. Στην ομιλία αυτή ο Μακρόν υπεραμύνθηκε του αυτοτελούς αμυντικού προσανατολισμού της Γαλλίας σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου παρατηρείται «γοργή αποσύνθεση της διεθνούς έννομης τάξης». Και έθεσε με σαφήνεια το δίλημμα: «Ανάκτηση του ελέγχου του πεπρωμένου μας, ή ευθυγράμμιση με όποια άλλη δύναμη, αποκηρύσσοντας την αυτοτελή μας στρατηγική;». Πρόκειται για μια ρητορική όλο και πιο φιλόδοξη και διαφοροποιημένη από αυτήν του ευρωατλαντικού φαταλισμού, που χαρακτηρίζει μια Ε.Ε. η οποία αδυνατεί πια να συγκροτήσει μια ανεξάρτητη στάση.
Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η επιδίωξη βελτίωσης των σχέσεων με τη Ρωσία: «Είναι αδύνατο ένα σχέδιο για την άμυνα και ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών που δεν θα συνοδεύεται από ένα πολιτικό όραμα το οποίο διευκολύνει την προοδευτική ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης με τη Ρωσία», είπε χαρακτηριστικά μιλώντας στους στρατιωτικούς. Ταυτόχρονα θύμισε προς όλες τις κατευθύνσεις ότι η χώρα του είναι το μοναδικό κράτος μέλος της Ε.Ε. που διαθέτει «ισχυρή πυρηνική αποτρεπτική δύναμη». Άρα, συμπλήρωσε, αναμένει την αναγνώριση του δεδομένου αυτού από τους Ευρωπαίους εταίρους του μέσα από έναν «διάλογο που θα επιβεβαιώνει το ρόλο της γαλλικής πυρηνικής αποτρεπτικής ικανότητας στη συλλογική ασφάλεια της Ευρώπης».
Φωτογράφισε όμως και άλλους, κραδαίνοντας ανοιχτά πια το πυρηνικό επιχείρημα: «Στην περίπτωση που ο ηγέτης ενός κράτους σκεφτεί να απειλήσει τα ζωτικά μας συμφέροντα, πρέπει να ξέρει ότι οι πυρηνικές μας δυνάμεις μπορούν να προκαλέσουν αβάσταχτα πλήγματα στα κέντρα εξουσίας του. Εάν υποτιμηθεί η αποφασιστικότητα της Γαλλίας μπορεί να υπάρξει μια μοναδική πυρηνική προειδοποίηση προς ένα επιτιθέμενο κράτος, η οποία θα το κάνει να καταλάβει ότι αλλάζει η φύση της σύγκρουσης, και έτσι να επανέλθει η αποτροπή». Πιο σαφές δεν γίνεται…