Διαβάστε το μέρος Α’

Του Γιάννη Σχίζα

«Χρυσό μετάλλιο» στο ηλιοβασίλεμα

Ο Βύρων είναι από τους πιο πρώιμους θαυμαστές του Αιγαιοπελαγίτικου τοπίου. Στα «Νησιά της Ελλάδας» θα μιλήσει θαμπωμένος από την ιστορία τους. Στα νησιά που μέσα στις συνθήκες της τυραννίας, «απ’ αιώνιο ήλιο είναι και τώρα χρυσωμένα – μα εκτός από τον ήλιο όλα τα’ άλλα είναι σβησμένα».Όμως στο ποιητικό του έργο το σημαντικότερο μοτίβο του θα είναι η εστία της Παλλάδος Αθηνάς, στην οποία θα επιστρέφει πάντα με νοσταλγία. Και μάλιστα θα επιστρέφει σε αυτή τη προνομιακή περιοχή του 24ωρου, όπου η ημέρα πλησιάζει τη νύχτα μέσα σε μια πανδαισία χρωμάτων. Είναι το ηλιοβασίλεμα στην πιο αισθητική εκδοχή του, δηλαδή το αττικό ηλιοβασίλεμα.

Όποιος σ’ είδε ωραία Αθήνα!
Σε μια δύση, στον αιώνα
Ετυπώθη στην ψυχή του η ονειρευτή σου εικόνα.
Σε λατρεύω.
Ας με χωρίζουν τόσοι χρόνοι και κοιλάδες
Και βουνά κι ας με μαγεύουν οι χιλιόκαλλες Κυκλάδες.
Συ ποτέ δεν είσαι ξένη στην περίλυπή μου Μούσα.

Το Δημοκρατικό και Οικουμενικό πνεύμα του Βύρωνα διανθίζεται από τη λατρευτική αναφορά του στο ελληνικό τοπίο, που είναι μια γη της ποιητικής επαγγελίας του, σε αντιπαράθεση με το μουντό σκηνικό του γενέθλιου τόπου του. Πολύ πριν ο Ελύτης μιλήσει για τον «ήλιο τον ηλιάτορα» ή ο ιμπρεσιονισμός ξαποστείλει τις ριπές των χρωμάτων και των ηλιοκεντρικών σκηνικών του, ο νεαρός Λόρδος θα στιχουργήσει στην «Κατάρα της Αθηνάς» για μια άλλη, εγκάρδια φωτοχυσία, και πάλι στη φάση του δειλινού:

«Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνει
πάνω στου Μωριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη.
Όχι σαν εκεί, στις χώρες του Βορρά, σκοτεινιασμένος,
Αλλ’ αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος»

Η λιτότητα και διαύγεια των περιγραφών του Βύρωνα, δοσμένη μέσα από στίχους που επέχουν θέση ταξιδιωτικών αναφορών, θα αναγνωρισθεί από το ευρύτερο λογοτεχνικό κοινό. Οι αναφορές του στο ελληνικό τοπίο έχουν τέτοια ποιότητα ώστε πολλοί μεταγενέστεροι ταξιδιώτες θα τις «ανθολογήσουν» και θα τις ενσωματώσουν αυτούσιες στα δικά τους κείμενα. Ακόμη και εκεί όπου απουσιάζει η προσωπική του μαρτυρία, όπου αυτός ο ίδιος δεν έχει επισκεφθεί μια περιοχή, οι αφηγήσεις για το ελληνικό τοπίο τον συναρπάζουν και διεγείρουν μέσα στο έργο του λαμπρούς στίχους. Το θέμα της σκλαβωμένης ανθρώπινης φύσης που όμως δεν απαγκιστρώνει το βλέμμα από την αισθητική της περιβάλλουσας φύσης, επανέρχεται συχνά στο λόγο του. Έτσι και στα «Τραγούδια για την Ελλάδα» θα μιλήσει «για τις πένθιμες μέρες της σκλαβιάς» που όμως δεν ακυρώνουν τα υπέροχα φυσικά θέλγητρα του τόπου, τους πράσινους κάμπους, τα χιονισμένα βουνά όπως ο Όλυμπος.

Ο Βύρων θα μπορούσε να συνδράμει την αγαπημένη του χώρα, την Ελλάδα, μέσα από τη δράση του στην Ευρώπη και μέσα από τη συνέγερση επιφανών συμπολιτών του. Θα μπορούσε να μείνει σε «ασφαλή απόσταση», όμως δεν ήταν ο τύπος του λόγιου που έμενε στα λόγια

Τον Μάιο του 1810, συνεχίζοντας το μεγάλο νεανικό ταξίδι προς την Ανατολή θα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Και εκεί η αντισυμβατική του ιδιοσυγκρασία θα τον κρατήσει σε κάποια απόσταση από τα «αξιοθέατα» και τα μνημεία, ενώ το πνεύμα του θα μαγνητισθεί περισσότερο από τη γραφικότητα της ζωής της ανατολίτικης πόλης και των περιχώρων. Δεν χάνεται στην αρχαιοπληξία, δεν αποστρέφει το πρόσωπο από τα διαδραματιζόμενα γύρω του. Αλλά ακόμη δεν «χάνεται» υπό την επίδραση των πλούσιων και «καταιγιστικών» εμπειριών του, δεν παύει να διαλέγει ό,τι γι αυτόν είναι πιο οικείο. Έτσι επιστρέφοντας στην Ελλάδα τον ίδιο χρόνο, θα γράψει στη μητέρα του: «Νοιώθω δική μου την Ελλάδα, πάω να δω τα χώματά μου, τη θάλασσά μου, τα βουνά μου. Είναι οι μόνες γνωριμίες που μου κάνουν καλό». Αυτή η σχέση «εγγύτητας» και οικειότητας με το ελληνικό τοπίο, που ξεπερνάει τις προδιαγραφές ενός περαστικού φλερτ, θα διαποτίζει και στη συνέχεια το μυαλό του. Ο τυπικός Εγγλέζος που μελαγχολεί κάτω από την επίδραση των γκρίζων σκηνικών της χώρας του και αναπολεί μια άλλη κατάσταση, μιλάει μέσα από το ποίημά του «Γκιαούρ», που γράφεται το 1813.

Όμορφη χώρα! μ΄ εποχές που όλες χαμογελούνε
Καλοσυνάτες στα νησιά που ευλογημένα ζούνε
Και όπως είναι θέαμα απ’ του Σουνίου τα ύψη
Απ’ την καρδιά που αγαπά διώχνουνε κάθε θλίψη
Κι απόλαυση προσφέρουνε τη μοναξιά να κρύψει.

Το 1816 ο Βύρων θα βρεθεί στις ελβετικές Άλπεις, όπου επίσης θα εντυπωσιασθεί από το αυστηρό μεγαλείο του ορεινού τοπίου. Προϊόν της συνάντησης του ποιητή με το απόκοσμο σκηνικό του κεντροευρωπαϊκού βουνού θα αποβεί ο «Μάνφρεντ» – κατά τον υπότιτλό του «Ένα δραματικό ποίημα». Στον «Μάνφρεντ», που θα ολοκληρωθεί τον επόμενο χρόνο στην Ιταλία, ο Βύρων σκιαγραφεί έναν χαρακτήρα αντίθετο του Φάουστ, που αρνείται να προσχωρήσει στις δυνάμεις του σκότους, που παραμένει ανεξάρτητος από την εξουσία της κοινωνίας και παράγει τις δικές του αξίες. Ο Μάνφρεντ συγκαλεί τα πνεύματα, μεταξύ των οποίων και το διάσημο βουνό, που έδωσε το όνομά του στον «αλπινισμό». Η απέριττη περιγραφή του Λευκού Όρους, της «κορυφαίας κορυφής» των Άλπεων, με τα δάση στα ριζά του, τον παγετώνα ψηλότερα και τις χιονοστιβάδες, δείχνουν την παρατηρητικότητα, το δέος απέναντι στη μορφή, την αισθητική καλλιέργεια του νεαρού Άγγλου.

Μέσα στο έντονο αλπικό ανάγλυφο, όπου δεσπόζουν οι εφορμήσεις των βραχωδών σχηματισμών προς τον ουρανό, ο Βύρων θα αναπλάσει αρχαιοελληνικούς συμβολισμούς υπό την επήρεια των προσωπικών του βιωμάτων, που εκείνη τη περίοδο είναι βιώματα απόρριψης και αποδοκιμασίας από τον κοινωνικό του περίγυρο. Η συνέχεια θα οδηγήσει σε μια νέα ποιητική και φιλοσοφική παραγωγή, ένα δικό του «Προμηθέα». Η ποίησή του εδώ σμιλεύει, σύμφωνα με τα λόγια του Βύρωνα Ραΐζη, «ένα σύμβολο του ηρωϊκού ατομικισμού, έναν επαναστάτη με σπουδαία αιτία,έναν που ουδέποτε θα εκστόμιζε τη λέξη «μετανοώ». Στον «Προμηθέα» ο Βύρων εκφράζεται με πικρία και απαισιοδοξία σχετικά με την έκβαση της σύγκρουσης μεταξύ ελευθερίας και τυραννίας, όμως ταυτόχρονα εξυμνεί την ηρωϊκή αν και απέλπιδα αντίσταση του ατόμου εναντίον της δύναμης και της αυθαιρεσίας. Δεν είναι απολογητής της κατάστασης που εγκαθιδρύει η Ιερά Συμμαχία μετά την ήττα του Ναπολέοντα, δεν είναι «αναχωρητής» σε εξωτικούς-γεωγραφικούς και πνευματικούς προορισμούς. Δεν ανήκει στους αποστασιοποιημένους σοφολογιότατους των καιρών εκείνων, παρ’ όλο που η ευαίσθητη και αντικομφορμιστική φύση του επικουρείται από μια ευρυμάθεια εδραιωμένη σε συγγραφείς όπως ο Μοντεσκιέ, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϊ, ο Χιουμ, καθώς και σε Έλληνες ή Λατίνους κλασσικούς…

Ο Απρίλης του 1824 ήταν ο πιο σκληρός μήνας

Η Ελληνική επανάσταση αντιμετωπίζεται στην αρχή επιφυλακτικά από τον Βύρωνα και τους ομοϊδεάτες του, όμως οι δισταγμοί θα παρακαμφθούν όταν το πρώτο ελληνικό σύνταγμα διακηρύσσει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, την κατάργηση των βασανιστηρίων και της δουλείας. Ενώ το φιλελληνικό πνεύμα αναπτύσσεται στην Αγγλία λίγα μόλις χρόνια μετά τη Συνθηκη της Βιέννης και τη διαμόρφωση της Ιεράς Συμμαχίας(1815), η ποιητική εικονοποιία του Βύρωνα αξιοποιεί ακραία φυσικά σκηνικά διαδηλώνοντας το κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων και το ριζοσπαστικό πνεύμα της εποχής του:

Η παλιά φιλοδοξία πνέει ανανεωμένη,
Πάλι για να εμψυχώσει σάρκα τότε ξεπεσμένη
Σαν εκείνη που τους Πέρσες έδιωξε από τη χώρα
Όπου η Ελλάς υπήρχε – Όχι! Ελλάς είναι και τώρα.
Μύρια στήθη συνενώνει μία και κοινή αιτία
Δυτικοί κι ανατολίτες επαναστατούν με βία.
Πάνω στις κορφές του Άθω και τις Άνδεις κυματίζει
Λάβαρο που ‘ναι το ίδιο και δυο κόσμους χαιρετίζει. (Μτφρ. Μ. Β. Ραΐζη)
(«Η εποχή του ορειχάλκου», 1823)

Ο Βύρων θα μπορούσε να συνδράμει την αγαπημένη του χώρα, μέσα από τη δράση του στην Ευρώπη και μέσα από τη συνέγερση επιφανών συμπολιτών του. Θα μπορούσε να μείνει σε «ασφαλή απόσταση», όμως δεν ήταν ο τύπος του λόγιου που έμενε στα λόγια. Τον Αύγουστο του 1823 θα πατήσει το πόδι του στην Κεφαλονιά, όπου θα μείνει για λίγο καιρό διατηρώντας επαφή με το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου, και τελικά θα βρεθεί στο Μεσσολόγγι. Είναι οι τελευταίες ημέρες του 1823, χειμώνας καιρός, αλλά ο κόσμος θα τον υποδεχθεί στρώνοντας το πέρασμά του με βάγια, κατά πως στρώθηκε και ο ανοιξιάτικος ερχομός του Ιησού στα Ιεροσόλυμα. Οι «ελεύθεροι πολιορκημένοι» του Μεσολογγίου θα του αποδώσουν υπέρτατες τιμές. Ο Βύρων δεν έχει ψευδαισθήσεις όσον αφορά τους Έλληνες της εποχής του, δεν αναζητά σε αυτούς μια ιδανική μικροκοινωνία, δεν τους αντιπαραβάλλει μανιχαϊστικά με τους Τούρκους. Δεν εξιδανικεύει τους μεν και δεν κακοποιεί την εικόνα των δε. Ο άνθρωπος που μαστίγωνε τον «ανθρωπισμό» της Βουλής των Λόρδων το 1812 ή που απελευθέρωνε την Τουρκάλα μοιχαλίδα το 1810, έπειθε τους Έλληνες στις αρχές του 1824 να απελευθερώσουν 28 Τούρκους αιχμάλωτους και να τους στείλουν με δικές του δαπάνες στην Πάτρα και στην Πρέβεζα! Ο Βύρων δεν παραμέριζε τον κριτικό του λόγο λόγω της συστράτευσής του με τους εξεγερμένους, αλλά ταυτόχρονα δεν κατέληγε σε ένα παραλυτικό σκεπτικισμό. Το στρατόπεδό του ήταν αυτό της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας, του δικαίου των εξεγερμένων.

Στο Μεσολόγγι ο Βύρων θα περάσει τον ελάχιστο χρόνο ζωής που του απομένει δουλεύοντας για την Ελληνική Επανάσταση, αναλαμβάνοντας τον εξοπλισμό ενός σώματος πυροβολητών με δικά του έξοδα, στηρίζοντας την έκδοση των «Ελληνικών Χρονικών» και του «Ελληνικού Τηλέγραφου». Παρά τις ιατρικές παραινέσεις να αποφύγει το υγρό και ανθυγιεινό κλίμα της περιοχής, θα μείνει εκεί – κυριολεκτικά «με το σπαθί του»: Αυτό που ως ετοιμοθάνατος θα κληροδοτήσει στο φίλο του, δόκτορα Πέτρο Στεφανίτζη, ο οποίος με τη σειρά του θα το διασώσει μαχόμενος, δυο χρόνια μετά, στην έξοδο από την πολιορκημένη πόλη. Παρά τη καλυτέρευση του καιρού με το πέρασμα του χειμώνα, ο Απρίλης θα αποδειχθεί για τον Άγγλο φιλέλληνα «ο πιο σκληρός μήνας» – κατά τον εισαγωγικό στίχο του Έλιοτ στην «Έρημη χώρα». Ο Βύρων θα αρρωστήσει βαριά, η κατάστασή του θα χειροτερεύσει, θα φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου. Θα τα διαβεί στις 19 Απριλίου 1824, μέσα σε ένα σκηνικό εκθαμβωτικής υπερκυριαρχίας της Άνοιξης. Είναι το ίδιο σκηνικό που περιέγραφε ο Διονύσιος Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», βάζοντας στο στόμα της φύσης έναν αδυσώπητο στίχο: «Όποιος πεθάνει σήμερα – χίλιες φορές πεθαίνει»…

* Το κείμενο αυτό είναι μετεξέλιξη ομότιτλου άρθρου που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Άρδην», Σεπτέμβριος 2004. Επίσης αποτέλεσε τη βάση εισήγησης που έγινε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (16/4/2007) με αφορμή τα 200 χρόνια από το ξεκίνημα της ποιητικής δημιουργίας του Βύρωνα.

Βιβλιογραφία – Πηγές:

  • Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμοι Γ1 και Γ2, Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999
  • «The Norton Anthology of English Literature», fourth edition, volume 2, «The Romantic period», New York, 1979
  • M. Byron Raizis, «From Caucasus to Pittsburgh – The Prometheus theme in British and American Poetry», Gnosis Publishing Co.
  • «Μπάϊρον εναντίον Έλγιν», συλλογικό έργο σε επιμέλεια Πάνου Τριγάζη, με κείμενα των Graham Binns,Ken Coates, Αικατερίνη Δούκα–Καμπίτογλου, Ελένη Καρασαβίδου, Ευγενία Κεφαλληναίου, Χριστίνα Ντόκου, Μάριος-Βύρων Ραΐζης, Πέπη Ρηγοπούλου, Εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα 2004
  • Αγγελικής Κόκκου, «Ξένοι περιηγητές στην Αττική», Καθημερινή, «Επτά ημέρες», 31/12/1999.
  • Μάριου-Βύρωνα Ραΐζη, «Αγγλόφωνη Φιλολογία – Συγκριτικές μελέτες», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1981.
  • Ιός, «Ελευθεροτυπία», 2/5/1999, απόσπασμα από τη μονογραφία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου «Ο Λόρδος Βύρων. Η ζωή και το έργο του», 1983.
  • «Όλυμπος, κείμενα και εικόνες δύο αιώνων», σε επιμέλεια Σάκη Κουρουζίδη, εκδόσεις Πιερική Αναπτυξιακή Α.Ε, 2001.
  • Ρένα Δούρου, «Φιλέταιρος εαυτώ», «Αυγή» 30/5/2004
  • Γ.Σ. Καιροφύλα, Σ.Γ. Φιλιππότη, «Το σπαθί του Λόρδου Βύρωνος», Αθηναϊκό Ημερολόγιο 1996, εκδόσεις «Φιλιππότη», Αθήνα 1996
  • Λόρδου Μπάϋρον, «επιστολές από την Ελλάδα», εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1996
  • Γιάννη Σχίζα, «Άνθρωπος για όλες τις εποχές», Αυγή 20/4/2007
  • Γιάννη Σχίζα, «Αττική», εκδόσεις Σαββάλα, Αθήνα 1996
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!