του Γιάννη Πανούση*
Στα νύχια του κρέμεται
ο κυνηγημένος
Γιάννης Ζαρκάδης, Μελισσόχορτο]
Ο θάνατος του Βασίλη Δημάκη, πέραν της διερεύνησης των πραγματικών αιτίων, έθεσε εκ νέου το θέμα της ανθρώπινης ή απάνθρωπης λειτουργίας των φυλακών [κατ’ ευφημισμόν «καταστημάτων κράτησης»].
Η αναχαίτιση της εγκληματικότητας, «ο πόλεμος κατά του εγκλήματος», η διαχείριση του ποινικού φαινομένου, εντάσσονται σ’ ένα σύστημα καταστολής με ποικίλες παραλλαγές σκοπών και μέσων.
Η δομολειτουργική κρίση της φυλακής, ως θεσμού κράτησης / φύλαξης κι ως χώρου οδύνης, μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες [από ιδεολογικούς μέχρι οικονομικο-διοικητικούς], όμως πιστεύω ότι κρίσιμο ρόλο παίζουν ο συμφυρμός / συνωστισμός και η ασκούμενη από το Υπουργείο δημόσιας τάξης [sic] αντεγκληματικής πολιτικής
Η όποια μορφή δράσης πάνω [sic] στον έγκλειστο, στο όνομα της σωφρονιστικής μεταχείρισης [αναμόρφωση, αναδόμηση, βελτίωση, κοινωνικοποίηση κ.λπ.] προσκρούει στο ανυπέρβλητο εμπόδιο του να θέλεις να «θεραπεύσεις» κάποιον γι’ αυτό «που είναι» ή που πιστεύει.
Τα θεωρητικά [κι όχι μόνον] ερωτήματα ανοικτά:
[1] Ποιος τιμωρεί ή συγχωρεί το έγκλημα; Ο νομοθέτης με την αυστηροποίηση των ποινών ή την απεγκληματοποίηση / αποποινικοποίηση; Ο δικαστής με την επιβολή των ακραίων ορίων του πλαισίου-ποινής ή με την –λόγω φόβου;– αθεμελίωτη απαλλαγή του κατηγορούμενου; Η κοινωνία με τον στιγματισμό λόγω ηθικού πανικού ή με την ανοχή λόγω ιδεοληψιών;
[2] Τα Μετανοητήρια [Pénitentiaires], με τους θαλάμους μετάνοιας, επιτρέπεται ν’ αποτελούν σήμερα μέρος μιας «ανθρωπιστικής προσέγγισης» [maisons d’amélioration];
[3] Από τους ξεχασμένους και παραμελημένους [oubliettes] κρατούμενους σε αποθηκευτικούς χώρους στους forget των ποινικών θεσμών [χωρίς άδειες και υφ’ όρον απόλυση] πόσοι αιώνες σωφρονιστικών ουτοπιών έχουν περάσει;
[4] Από τους λάκκους, τα μοναστήρια και τα κάστρα σε φυλακές δίχως νοσοκομεία, σχολεία, εργαστήρια, πόσος [λίγος] πολιτισμός έχει δαπανηθεί;
[5] Η [προβλεπόμενη, επιβαλλόμενη κι εκτιόμενη] ποινή συνιστά ύψιστη έκφραση δύναμης, ισχύος και [πολιτικής] εξουσίας, ή εμπεριέχει και κοινωνικο-ηθικά στοιχεία;
[6] Πόσο αποτελεσματική και ωφέλιμη μπορεί να είναι η μετασωφρονιστική [after care] μέριμνα / αρωγή, όταν ο στιγματισμός / εξοστρακισμός παραμένει έντονος στην κοινωνία;
Η σωτηριολογική αποστολή της φυλακής και το αναμορφωτικό ιδεώδες έχουν αποτύχει, ιδίως όταν απευθύνονται σε δράστες που δεν θέλουν ούτε να «σωθούν», ούτε να αλλάξουν.
Αφού λοιπόν εξέπεσεν το «σωφρονίζειν» καθώς και άπαντα τα συστήματα [κοινοβιακό, απομονωτικό, μικτό κ.λπ.],η έκτιση της ποινής παραμένει ένα Κακό per se, ισχυρίζονται ορισμένοι καταργηστές, οι οποίοι θεωρούν τους σωφρονιστικούς θεσμούς μέρος «της απάτης της ταμπέλας». Η Φυλακολογία και η Ποινολογία, λένε άλλοι, συνιστούν αναγκαίες πτυχές της καθόλου Ποινικής Επιστήμης και κακώς κι εκ του πονηρού ταυτίζονται με την κρατική καταστολή. Η χρήση, και κυρίως η κατάχρηση, των δεδομένων μιας επιστήμης μπορεί να είναι βλαβερή, κι όχι η επιστήμη καθεαυτήν.
Ας δούμε τα δυαδικά σχήματα μιας μετα-εγκληματολογικής προσέγγισης του εγκλήματος και του εγκληματία, όπως προσωπικά τη διατυπώνω και την υποστηρίζω:
– Θεός -> εγκληματίας => το έγκλημα ως αμαρτία… η ποινή ως μετάνοια / εξιλέωση
– Κράτος -> εγκληματίας => το έγκλημα ως παραβίαση ασφάλειας… η ποινή ως αχρήστευση επικίνδυνων ατόμων
Εντέλει η ιστορία της φυλακής είναι μία ατέρμονη, ατελής κι απρόσφορη σειρά μεταρρυθμίσεων. Το ιδεώδες [;], το νομοθετικό και το πραγματικό συγκρούονται, και συνήθως υπερτερεί το «μοντέλο της ασφάλειας».
Ο θεσμός της φυλακής δεν εξελίσσεται εν κενώ [in vacuum], αλλά επηρεάζεται από τα πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά δεδομένα κάθε χώρας, και βέβαια αντικατοπτρίζει σχέσεις εξουσίας κι εξουσίασης κατά τη διαχείριση του «ποινικού πληθυσμού».
Τα όρια της βελτίωσης των φυλακών, λόγω και των ταξικών / φυλετικών παραμέτρων της εγκληματοποίησης, αλλά και λόγω της υπερφόρτωσης και του συγχρωτισμού, παραμένουν στενά.
Απομόνωση, αποξένωση, αλλοτρίωση, απόγνωση, ψυχική κόπωση και ιδρυματισμός σχηματίζουν έναν κλοιό γύρω από τον κρατούμενο που ολοένα τον σφίγγει περισσότερο και περιορίζει τα περιθώρια επανένταξης.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε την εξοντωτική / αχρηστευτική σωφρονιστική πολιτική πολλών κρατών [λόγω της υστερίας της κοινής γνώμης γύρω από το έγκλημα και τον εγκληματία], αντιλαμβανόμαστε γιατί τα «ειδικά καθεστώτα ασφάλειας» και οι εξαιρετικές καταστάσεις φύλαξης έγιναν ο κανόνας.
Η φυλακή όμως δεν διοικείται εν λευκώ, αλλά με βάση τους κανόνες του κράτους δικαίου, και η τιμωρία δεν αποτελεί αυτοσκοπό.
Η τιμωρητική κοινωνία [société punitive] διευρύνεται συνεχώς, περιλαμβάνοντας υποκουλτούρες και παρεκκλίσεις και χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τη δημόσια ασφάλεια. Η σωφρονιστική διοίκηση από τη μεριά της δια-χωρίζει τους κρατούμενους σε «καλοπροαίρετους και μη», προκειμένου να διατηρεί ήρεμη τη φυλακή, μη ενδιαφερόμενη όμως για τους ηθικούς και υλικούς όρους διαβίωσης / συμβίωσης των ανθρώπων.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά η υπεράσπιση του [ανώφελου;] ωφελιμισμού [sic] και η κατάχρηση του πανοπτισμού επιβιώνουν, αλλοιώνοντας την εικόνα και το ποιόν του εγκληματία στην κοινή γνώμη.
Και δεν φτάνουν αυτά. Το ποινικό μητρώο κυνηγάει τον αποφυλακισθέντα περισσότερο κι από τις Ερινύες, οι άδειες συχνά εξαρτώνται από τα εθνοτικά χαρακτηριστικά του αιτούντος, η υφ’ όρον απόλυση σχετίζεται με το κλίμα ανασφάλειας της συγκυρίας κ.λπ.
«Αν έτσι κι αλλιώς ο κόσμος είναι μία φυλακή», τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει η πίεση της κοινής γνώμης για αυστηρότερες ποινές, ή για επαναφορά της ποινής του θανάτου, να παρασύρει τον νομοθέτη.
Η νέα εγκληματολογική / σωφρονιστική κουλτούρα θα συνίσταται όχι τόσο στο πόσους και ποιους τιμωρεί μια Πολιτεία, αλλά στο πόσους / ποιους «συγ-χωρεί» κι αναλαμβάνει μία Κοινωνία των πολιτών να επανεντάξει, μέσω μη-φυλακτικών, εξω-ιδρυματικών κυρώσεων.
Ίσως αυτή να πρέπει να είναι η κατεύθυνση για το μέλλον…
Υ.Γ.: Θέλω να ελπίζω ότι η έγκλειστη ζωή και ο θάνατος του Βασίλη Δημάκη θα ανοίξει πάλι το σχετικό διάλογο, χωρίς φόβο και χωρίς προκαταλήψεις.
* Ο Γιάννης Πανούσης είναι Ομότιμος Καθηγητής