Μια ιδεολογία χωρίς ελπίδα, χωρίς προοπτική για ένα πιο φωτεινό αύριο
Της Tamara Ehs*
Εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια, οι Ευρωπαίοι ζουν την κενή νύχτα του νεοφιλελευθερισμού. Δεν είναι μόνο σκοτεινή η νύχτα, είναι μια νύχτα κενή, διότι πρόκειται για ιδεολογία χωρίς ελπίδα, χωρίς προοπτική για ένα πιο φωτεινό αύριο. Η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού μάς άφησε άστεγους πνευματικά, χωρίς κάποια ουτοπική φαντασίωση. Μέχρι που ξεμάθαμε τη δημοκρατική μας επιθυμία, διότι οι νεοφιλελεύθεροι και τα τσιράκια τους μάς δίδαξαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, ότι το 62% μιας λαϊκής ψήφου δεν μετρά εάν υπάρχουν «πρακτικοί περιορισμοί» και εάν κυριαρχεί η λιτότητα.
Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ατζέντα φόβου. Αυτή η ατζέντα προκάλεσε μια κρίση αλληλεγγύης, μια κρίση δημοκρατίας, ως και μια κρίση ψυχισμού. Ζούμε με το φόβο του αύριο και έτσι χειραγωγούμαστε εύκολα, καθώς μένουμε ανήμποροι να πράξουμε: κάθε βήμα προς τα εμπρός θα μπορούσε να είναι το τελευταίο μας, εφόσον μάς λένε ότι ζούμε στην κόψη. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι το αόρατο χέρι της αγοράς, είναι το ορατό χέρι της πολιτικής βούλησης.
Επομένως, υπάρχει μόνο μία βασική πολιτική απάντηση στο νεοφιλελευθερισμό: η ενεργή ελπίδα. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Benjamin) μας είπε κάποτε: «Η ελπίδα μάς δόθηκε για τους απελπισμένους». Ενώ ο φόβος είναι ο παράγοντας του κοινωνικού συντηρητισμού, η ελπίδα είναι ο παράγοντας οποιασδήποτε αριστερής πολιτικής. Η ελπίδα γνωρίζει ένα πιο φωτεινό μέλλον και μόνο όσοι τολμούν να το φανταστούν μπορούν να αναπτύξουν μια συγκεκριμένη πολιτική ουτοπία για ένα μέλλον στο οποίο ευελπιστούμε, ένα πάθος για μια καλύτερη ζωή, για κάτι που αξίζει να ζεις, διότι είναι εκείνο για το οποίο αξίζει να παλέψεις.
Όταν, σύμφωνα με τον Καρλ Μαρξ, «η κοινωνική επανάσταση δεν μπορεί να αντλήσει την ποίησή της από το παρελθόν, αλλά μόνο από το μέλλον», τότε πρέπει να σκιαγραφήσουμε αυτή τη συγκεκριμένη ουτοπία. Για να γίνει αυτό πρέπει να εμπλέξουμε και να κινητοποιήσουμε όλες τις πιθανές πηγές του αντίπαλου δέους: σε τοπικό, εθνικό και, όποτε είναι εφικτό, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτές οι πηγές του αντίπαλου δέους βρίσκονται ήδη εδώ, είναι π.χ. οι ακτιβιστές για τη στέγαση, οι άνθρωποι που συμμετέχουν στην οικονομία της αλληλεγγύης, όπως οι κοοπερατίβες τροφίμων, οι διαμαρτυρόμενοι φοιτητές, οι άνθρωποι που καλωσορίζουν τους πρόσφυγες κ.ο.κ. Η δράση τους υπογραμμίζει, αλλά και διαταράσσει την καθημερινή αυθάδεια, την καταπίεση και τις αδικίες από τις οποίες εξαρτάται η νεοφιλελεύθερη τάξη. Και διαταράσσοντάς τες, αυτοί οι άνθρωποι κάνουν τα πράγματα διαφορετικά. Μας δείχνουν πώς θα μπορούσε να είναι ο κόσμος, ότι υπάρχει μια καλύτερη ζωή, ένα άλλο μέλλον. Πλήττουν τη μοιρολατρία της ιδέας ότι δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο και ότι κάθε πάλη είναι μάταιη.
Θα πρέπει να υποστηρίζουμε τις δράσεις τους. Ακόμη περισσότερο, θα πρέπει να δίνουμε πολιτικά αξιόπιστες απαντήσεις, οι οποίες παράγουν πολιτική συνοχή. Υπάρχει πολλή αντίσταση εκεί έξω, διαμαρτυρίες για να γίνονται τα πράγματα διαφορετικά. Πρέπει να ισχυροποιήσουμε τον αγώνα τους, αλλά και την ελπίδα τους. Μόνο αυτό μπορεί να είναι σήμερα ένα κόμμα ή μια ευρωπαϊκή συμμαχία: να παρέχει τεχνική υποστήριξη, να δημιουργεί ικανότητες και να κλιμακώνει δίκτυα. Πρέπει να παρέχουμε τις υποδομές μας, το προσωπικό μας να ενεργεί ως διαμεσολαβητής, ένας μεσολαβητής – τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Ανθρωπιά και αξιοπρέπεια
Αυτά τα κινήματα είναι πολλαπλασιαστές δυνατοτήτων και ικανοτήτων. Μάλιστα, είναι πολλαπλασιαστές ελπίδας. Διότι εκεί οι άνθρωποι βιώνουν αυτό που είναι το πιο σημαντικό: την ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια.
Όταν ρωτάς τους ανθρώπους: «Τι φοβάσαι περισσότερο;», «τι θες να διατηρήσεις;», τότε οι απαντήσεις είναι ο φόβος μη χαθεί η δουλειά, το σπίτι, το κοινωνικό επίπεδο κ.λπ. Αλλά εάν δεις τι κρύβεται κάτω από αυτές τις απαντήσεις, όλα έχουν να κάνουν με την αξιοπρέπεια. Οι άνθρωποι δεν νιώθουν ότι τους αντιμετωπίζουν αξιοπρεπώς, διότι η πολιτική λιτότητας είναι το αντίθετο μιας αξιοπρεπούς ζωής. Αλλά μπορούν να βιώσουν και πάλι την αξιοπρεπή ζωή μέσα σε αυτά τα κινήματα. Δυστυχώς, αυτά τα κινήματα έχουν υποτιμηθεί, αν όχι αγνοηθεί. Η πολιτική αριστερά τα είδε ως ένα ακόμη «κοινωνικό κίνημα».
Αλλά αυτό που κάνουν, είναι αυτό που πρέπει στ’ αλήθεια να γίνει: στήνουν αυτοοργανωμένες, δημοκρατικές, συμμετοχικές κοινωνικές δομές, μία εναλλακτική των παλαιών δομών μας. Αυτό μας είπε ο Μαρξ, ότι «δεν μπορούμε απλώς να καταλάβουμε τον έτοιμο κρατικό μηχανισμό και να τον βάλουμε σε ενέργεια για τους δικούς μας σκοπούς». Αυτό έγραψε για την Παρισινή Κομμούνα που έλαβε χώρα τέτοιο καιρό πριν από 145 χρόνια.
Ο μακροχρόνιος σκοπός μας πρέπει να είναι η οικοδόμηση νέων θεσμών, η εξάρθρωση του «έτοιμου κρατικού μηχανισμού» του καπιταλιστικού κράτους και η αντικατάστασή του με κάτι νέο, όπως με μια αποκεντρωμένη συνομοσπονδία από κομμούνες. Πρέπει να δράσουμε και στα δύο επίπεδα συγχρόνως: να κατακτήσουμε τους παλαιούς θεσμούς (ως κόμμα στο Κοινοβούλιο κ.λπ.) και να οικοδομήσουμε νέους. Πρέπει να αρθρώσουμε κοινοβουλευτική πολιτική με λαϊκές κινητοποιήσεις. Διότι όταν το δεύτερο απουσιάζει, το πρώτο χάνει το βάρος του και στην πραγματικότητα ενισχύει τη συνεχή κατάρρευση της αντιπροσωπευτικής πολιτικής.
Συνεπώς, πρέπει να επεξεργαστούμε ένα αντικαπιταλιστικό όραμα της κοινωνίας. Αυτό κάνουν τα κινήματα αλληλεγγύης. Χτίζουν ελπίδα και το κάνουν με τρόπο δημοκρατικό, συμμετοχικό. Αυτό είναι το καθήκον.
(Μετάφραση: Ζέτα Καραπαπά)
*Δρ. Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης (Αυστρία) με ειδίκευση στη δημοκρατία, τα αριστερά κινήματα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σκίτσο : Το πρόσωπο του τρόμου του Β.Παπαβασιλείου