Για την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Της Έλενας Πατρικίου
Η ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ ως τεκμήριο-ένδειξη-υπόδειξη του τί ήταν η γυναικεία εμπειρία στο 2ο μισό του 20ού αιώνα.
Ως ανάδειξη μιας εμπειρίας ιστορικά τοποθετημένης, αλλά όχι καθολικής. Μιας ανθρώπινης ιστορικής εμπειρίας προφανώς αποσπασματικής, γιατί η ποίηση δεν καταγράφει καθολικές εμπειρίες και γιατί η ιστορία δεν μπορεί να αποκαταστήσει ολότητες. Άρα, η ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ ως fragmentum, ως ιστορικό απόσπασμα του πλήθους των εμπειριών που συναποτελούν τη γυνακεία εμπειρία του ύστερου 20ού αιώνα.
Επιμένω στην ιστορικότητα, γιατί μέσα στην πορεία της Ιστορίας δεν αλλάζουν μόνο οι τρόποι και το ύφος της ποίησης, αλλά και το είδος των ανθρώπινων εμπειριών που διατυπώνονται μέσα απ’ αυτήν, όπως αλλάζει η εμπειρία της συγγραφής της ποίησης, αλλά και η εμπειρία της ανάγνωσής της. Και επιμένω στην αποσπασματικότητα, γιατί η ιστορία ως επιστήμη δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να ανασυστήσει ολικές αναπαραστάσεις των ανθρώπινων πράξεων.
Ο χρόνος-οι χρόνοι
(απόσπασμα)
Οι χρόνοι της ζωής μου ταξιδεύουν μες στο αίμα μου αντάμα και χώρια σαν αιμοσφαίρια. Πότε συμφωνούν πότε διαφωνούν για βασικά στοιχεία του χαρακτήρα μου. Χρόνοι που με τον καιρό γίνονται απρόσωποι σαν αφίσες. Ταξιδεύουν και μόλις αγγίζουν ο ένας τον άλλο στον ώμο, μόλις μου ανήκουν, ως να χαθούν στον ορίζοντα άμορφοι σαν σύννεφα. Οι χρόνοι που σ’ αγάπησα κι ανάμεσα σε μισούσα, σ’ έβρισκα φτηνό και λελέ κι όμως είναι δικοί σου οι χρόνοι αυτοί, όλοι κάτω απ’ το ανεπαίσθητο μαστίγιό σου. Ή οι χρόνοι κάτω απ’ τη στρατιωτική κυριαρχία. Ευνουχισμένη ανάσταση, κλειστό παράθυρο, στείρα συνωμοσία. Χρόνοι-επέτειοι. Σαν πέρυσι, σαν πρόπερυσι, σαν του χρόνου, θα ’χω πεθάνει. Μεγάλη Τρίτη. Μεγάλη Τετάρτη βαποράκι της άνοιξης να σε βρίσκω να περιμένεις. Μέσα μου το φως-λεκές ν’ απλώνεται γρήγορα στο ύφασμα της ύπαρξης. Το ύφασμα του αδύνατου, του χαμένου, του πικρού. Εσύ. Οι χρόνοι του εσύ. Οι χρόνοι του εγώ. Όταν το εγώ επαίρεται και σε χαϊδεύει μες στον ύπνο. Ή όταν πρησμένο από εκκρίσεις κι εξευτελισμούς παίρνει τα κάτω. Πάει προς το μέλλον του. Οι χρόνοι του μέλλοντός του είναι σπαρμένοι σιδερένιες καρφίτσες. Κάθε κεφάλι καρφίτσας και μια νέα επίσκεψη της ιδέας-θάνατος. Όλο πυκνώνουν οι καρφίτσες, όλοι αραιώνουν οι χρόνοι. Ξαπλώνομαι στο πολυμεταχειρισμένο μαξιλαράκι της ραπτικής και γίνομαι εγώ όλοι αυτοί οι χρόνοι που δέ θα ’μαι…
δε θα ’μαι
δε θα ’μαι.
Αυτό το «πολυμεταχεισμένο μαξιλαράκι της ραπτικής», που συμπυκνώνει την εικόνα της γυναικείας πράξης και ζωής στην παλαιά ρυθμισμένη κανονικότητά της, που συμπυκνώνει την εικόνα του γυναικείου χρόνου, τόσο στην επαναληπτική καθημερινότητα μέσα στην οποία ήταν οργανωμένος, όσο και στην ιεροτελεστία των περασμάτων από την μία φάση ζωής στην άλλη, που συμπυκνώνει επίσης την εμπειρία του γυναικείου πόνου σε κάποια ιστορική εποχή, φωτίζει απροσδόκητα και πικρά την εμπειρία των γυναικών του παρόντος. Απροσδόκητα, γιατί φέρνει σε επαφή ένα παρελθόν άλλων γυναικών, που δεν είμαστε πια, με το δικό μας παρόν. Και μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε πώς μπορεί ο δικός μας σωματικός πόνος, η δική μας εμπειρία του γυναικείου πόνου, να ειπωθεί με ποιητικό όχημα ένα εργαλείο της γυναικείας εργασίας του παρελθόντος. Αλλά και πικρά, ειρωνικά, για την ίδια την σχέση της γυναικείας εμπειρίας του χρόνου με την ποίηση. Γιατί αν η ποίηση, ως πράξη την οποία επιτέλους κέρδισαν οι γυναίκες, δεν μπορεί να πει και να συμβολίσει τον γυναικείο χρόνο και τον γυναικείο πόνο του παρόντος παρά ανατρέχοντας στα εργόχειρα περασμένων ιστορικών εμπειριών και συνθηκών, τότε τί άλλο λέει ως ποιητική εικόνα το «μαξιλαράκι της ραπτικής» παρά την ματαιότητα της σύγχρονης γυναικείας εμπειρίας. Ή, έστω, την αναγκαιότητα, ακόμα, μέσα στο ιστορικό παρόν μας, της σύνδεσης των δικών εμπειριών πόνου με τις εμπειρίες πόνου και χρόνου των γυναικών που προηγήθηκαν και των ιστορικών συνθηκών με τις οποίες ήρθαμε σε ρήξη.
Κανείς εχέφρων κριτικός δεν θα απέδιδε την ποιητική του Σεφέρη, του Ελύτη ή του Ρίτσου σε ιδιοσυγκρασίες και ιδιαιτερότητες ανεξάρτητες των ιστορικών συνθηκών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Αλβανικού, της Κατοχής, του Κυπριακού ή του Εμφυλίου. Γιατί στους άντρες ποιητές η ποιητική είναι το εξαιρετικό προϊόν του ιδιοφυούς συνδυασμού ιστορικότητας και υποκειμενικότητας (αλλά μιας υποκειμενικότητας ικανής πάντα να υπερβαίνει το προσωπικό προς όφελος της αντικειμενικής ανθρώπινης εμπειρίας).
Αντίθετα, όταν το ποίημα μιας γυναίκας αποτυπώνει την εμπειρία της, η ποίησή της θεωρείται πάντα α-ιστορική: το «μαξιλαράκι της ραπτικής» παρουσιάζεται όχι ως ιστορικό εξάρτημα και προϊόν, αλλά τάχα ως α-ιστορική και διαχρονική μοίρα της γυναικείας εμπειρίας, λες και οι γυναίκες γεννιούνται όχι μόνο με δέκα δάχτυλα, αλλά και με ένα μαξιλαράκι για τις καρφίτσες ως ραπτική απόφυση των χεριών τους, ως γυναικεία φύση σωματοποιημένη και αφομοιωμένη εις τον αιώνα. Αλλά είναι προφανές πώς, για την Αγγελάκη-Ρουκ, το μαξιλαράκι της ραπτικής δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη της θηλύτητας, είναι απλώς ποιητικό θέμα μιας ποιήτριας με συνείδηση της ιστορικότητας των γυναικείων εμπειριών πόνου.
Είναι εύκολο, αναπαυτικό διανοητικά, βάναυσο ηθικά και πρόστυχο πολιτικά να ταυτίζουμε το σωματικό πόνο με την γυναικεία εμπειρία ύπαρξης. Γιατί σημαίνει πως, λόγω περιόδου και μητρότητας, ο πόνος θεωρείται μόνιμο συστατικό της γυναικείας ύπαρξης. Σημαίνει πως ο πόνος είναι συνώνυμος με τη γυναικεία μοίρα, πολύ περισσότερο πως είναι δικαίωση της γυναικείας μοίρας. Mater dolorosa, άρα γυναίκα πάσχουσα – εσαεί.
Ένα θέμα έρευνας: Η ιστορική διάσταση του γυναικείου σωματικού πόνου στην ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ. Γιατί πρόκειται για πόνο που καμία σχέση δεν έχει με την μητρότητα, δηλαδή με την περίφημη φυσικότητα του γυναικείου πόνου.
Άμεσα συμπληρωματικό πεδίο έρευνας, η ίδια η ποίηση ως γυναικεία εμπειρία. Η σχέση με το παρελθόν της γυναικείας ποίησης, με ποιήτριες όπως η Έμιλι Ντίκινσον, η Σίλβια Πλαθ, η Άννα Αχμάτοβα ή ακόμα η Βιρτζίνια Γουλφ είναι καθοριστική στη διαμόρφωση της ποιητικής της Αγγελάκη-Ρουκ. Περισσότερο όμως από ένα ζήτημα «πηγών», πρόκειται για ένα ζήτημα ποιητικής αυτοσυνείδησης. Πρόκειται για την αναμονή της «αλλαγής των αισθητικών αντιλήψεων της μοίρας». Κι αυτή η αναμονή, η επιδίωξη τελικά, είναι μία καθαρά γυναικεία ιστορική εμπειρία, για την οποία έχουμε κάθε λόγο να δουλεύουμε σκληρά.
Τα ποιήματα αυτά
[Απόσπασμα]
Η ερπετή καρδιά μου
πετάει τη διχασμένη γλώσσα της
στο φεγγάρι
τα άπληστα στόματα των παθών μου
χάσκουν πάλι
και τα ποιήματα σηκώνονται
απ’ την απρόσωπη συμφορά τους
για να δυστυχήσουν στο τώρα.
Μα όταν θα ’χουν αλλάξει
οι αισθητικές αντιλήψεις της μοίρας
και το φύλλο θα ’ναι
ο ξεχασμένος έρωτας του παράθυρου
και το πουλί μια πένθιμη σκέψη
τα ποιήματα αυτά
σαν αλαφιασμένα κουνέλια
στα κλουβιά του εργαστηρίου
θα φέρουνε ακόμα τις ασθένειές μου
ενώ θα ’χει πάψει από καιρό
να ασκείται
η παθολογία του χρόνου.
Όταν βλέπω καταμεσής ενός σημερινού ποιήματος με θέμα την ποίηση τη διατύπωση «η ερπετή καρδιά μου», η σκέψη μου πάει αυτόματα στο «γλυκύπικρον αμάχανον όρπετον» της Σαπφούς. Κι από τον έρωτα «αμάχητο ερπετό» του 6ου π.Χ. αιώνα, σκέφτομαι τι διαδρομές, τι γυναικείες ποιητικές διαδρομές έχουν γίνει για να φτάσουμε στην «ερπετή καρδιά» της Αγγελάκη-Ρουκ. Και πόσους λόγους έχουμε, ως γυναίκες (ποιήτριες και αναγνώστριες) να είμαστε περήφανες γι’ αυτήν την αποσπασματική, διακοπτόμενη, ελλειπτική, αλλά πάντως υπαρκτή διαδρομή που είναι η γυναικεία ιστορία μας.
Εκδήλωση της Ανοιχτής Πόλης
Τιμώντας την ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, στην οποία απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2012, η Ανοιχτή Πόλη οργάνωσε την Δευτέρα 11 Μαρτίου μία εκδήλωση αφιερωμένη στην ποίησή της. Μίλησαν η ποιήτρια Αθηνά Παπαδάκη, η νεοελληνίστρια Έλλη Φιλοκύπρου και η ιστορικός Έλενα Πατρικίου, ενώ ποιήματα διάβασαν η ηθοποιός Κατερίνα Χέλμη και η ίδια η ποιήτρια.