Βρισκόμαστε σε κατάσταση μετάβασης, η οποία δεν έχει καταργήσει το προηγούμενο καθεστώς. Η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να σηκώσει το δικό της βάρος, απειλείται από μια ενδόρρηξη, αλλά και από όλα εκείνα τα συστατικά που εξασφάλιζαν μέχρι πρότινος την κοινωνική συναίνεση. Από «τα πάνω», έχουμε διαλυτικά φαινόμενα και επάνοδο στο εθνικό, το κρατικό πεδίο. Έχουμε όμως και από «τα κάτω» ένα ρεύμα ετερογενές και σε πολλές περιπτώσεις πλειοψηφικό, το οποίο αμφισβητεί το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης που προσπαθεί ακόμα να επιβάλλει μια πρωτοφανή ολιγαρχία, καταστρέφοντας και τα τελευταία ίχνη εκπροσώπησης και δημοκρατίας.
Από τα πάνω, έχουμε καταστάσεις «ενδόρρηξης», όπου ο αυτοματισμός των αγορών, ενώ μονοπωλούσε, ξαφνικά διακόπτεται από επεισόδια επανόδου της γεωπολιτικής και των πολεμικών συρράξεων. Σε έναν κόσμο μάλιστα, όπου οι ηγεμονικοί παίκτες δεν είναι τόσο ισχυροί ώστε να επιβάλλουν μονόδρομα τη θέλησή τους, αφού κάνουν την εμφάνισή τους και περιφερειακές δυνάμεις με αυτόνομο ρόλο, ειδικά στην περιοχή που ζούμε. Όπως συμβαίνει σε φάσεις μεγάλων κρίσεων, είναι εμφανής μια κατάσταση χάους, εύκολων μεταβολών και ρευστών γεγονότων. Αυτό προσθέτει ακόμα μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας στην ανάγνωση της κατάστασης.
Από τα κάτω, αναδύεται ξανά ένα θέμα λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας με τις πιο διαφορετικές εκδόσεις. Με άλλο τρόπο στην περιφέρεια του συστήματος και με άλλο στο κέντρο, αφού ιστορικές καταβολές και ιμπεριαλισμοί φέρουν μεγάλο φορτίο στο πώς εκφράζεται. Όμως, είτε στη μια περίπτωση είτε στην άλλη, αναδύεται ένα πολύ σοβαρό αίτημα «να ξαναπάρουμε τις ζωές στα χέρια μας», να σταματήσει η αφυδάτωση όλων των θεσμών και δυνατοτήτων να επηρεάζει κανείς την κοινωνική ζωή προς όφελος οργάνων τα οποία δεν είναι καν θεσμοθετημένα (π.χ. Eurogroup). Υπάρχει σοβαρότατη αντίδραση έναντι της ΤΙΝΑ, της δικτατορίας των οικονομικών νόμων και μια εξαιρετική αμφισβήτηση. Αυτή εκδηλώνεται όποτε δίνεται η δυνατότητα, για παράδειγμα στα δημοψηφίσματα. Το ίδιο το κοινοβουλευτικό παιχνίδι, με την ανάδυση άτυπων δυνάμεων που δεν θα μπορούσε κανείς να τις πολιτογραφήσει εύκολα, αποδεικνύει σε μια σειρά χωρών αυτό το φαινόμενο.
Το «λαϊκιστικό» ρεύμα
Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του ρεύματος; Πρώτον, αποτελείται από κοινωνικά στρώματα τα οποία μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν μέρος του υποστυλώματος του κοινωνικού συμβολαίου. Δεύτερον, δεν υπάρχει σχηματισμένο ένα σχέδιο ή ένα διεθνές κέντρο σαν οδηγός ή παράδειγμα για το πώς θα μπορούσε να ξεπεραστεί το σημερινό σύστημα. Η εποχή μας δεν μοιάζει με τις πρόσφατες εποχές τέτοιου είδους, αλλά περισσότερο με τις εποχές αμηχανίας και μετάβασης που εμφανίστηκαν μετά τις πρώτες αστικές επαναστάσεις στο 19ο αιώνα, με τη διαφορά ότι οι κλίμακες είναι διαφορετικές και οι αντίπαλοι πιο διαμορφωμένοι. Αυτό δημιουργεί πολύ μεγαλύτερη ανοιχτότητα και απροσδιοριστία.
Ένα πολύ μεγάλο δυναμικό αγωνιά να βρει πολιτική έκφραση. Προς το παρόν, όσες έχει βρει είναι πολιτικές εκφράσεις αδύναμες. Βρισκόμαστε σε προοίμιο εξελίξεων, αφού δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμα ισχυρά μπλοκ που να θέτουν με επιτακτικό τρόπο τη μετάβαση από μια κατάσταση σε μια άλλη. Μια επιπρόσθετη δυσκολία που υπάρχει σήμερα, προέρχεται από το γεγονός ότι ολοκληρώσεις και αλληλοδιασυνδέσεις δίνουν δυνατότητες στο κεφάλαιο να κινείται με ευελιξία έναντι του κόσμου της εργασίας, της κοινωνικής πλειοψηφίας, που δεν έχουν τέτοιου είδους δυνατότητα επί του παρόντος. Αυτή η ασυμμετρία, δίνει ισχυρή δυνατότητα και προβάδισμα στις δυνάμεις της ολιγαρχικής παγκοσμιοποίησης.
Αυτό που βλέπει ως αντίπαλο και κίνδυνο η πλευρά της παγκοσμιοποίησης, αυτό που από το καταγγέλλει για λαϊκισμό, είναι ακριβώς ένας υπαρκτός κίνδυνος, ένας δυνάμει κίνδυνος και σωστά αξιολογείται από τους κύκλους αυτούς για τέτοιος. Είναι ακριβώς η μήτρα από την οποία, εν δυνάμει ακόμα, ως δυνατότητα, υπάρχει το κλειδί των όποιων θετικών εξελίξεων. Από την άλλη μεριά, οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες αναφέρονται στην αναγέννηση του κόσμου, αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε κατάσταση που εύλογα διερωτάται κανείς αν είναι ιάσιμη η παρακμή τους, αν είναι δυνατόν να ξεπεράσουν την εσωτερική κρίση στην οποία έχουν περιέλθει.
Η παγκοσμιοποίηση προσπαθεί κυρίως να κάνει διακρίσεις, να δημιουργήσει δυο μπλοκ αμοιβαία αποκλειόμενων. Το ένα κινείται με τις θετικά χρωματισμένες αξίες ενός κοσμοπολιτισμού ανοιχτών συνόρων και ατομικών δικαιωμάτων, στο βαθμό που παραμένουν τα δικαιώματα αυτά μόνο ατομικά. Από την άλλη, ένα μπλοκ προσδεμένο στο εθνικό επίπεδο που καταγγέλλεται σαν οπισθοδρομικό και σαν το μπλοκ της αποδρομής.
Πάνω και από τα δυο αυτά κατασκευάσματα, κυριαρχεί η ανιστορικότητα και οι αυθαίρετες πλασματικές κατασκευές. Η πραγματικότητα και η δόμησή της, θα είναι όπως θέλουν οι ιθύνοντες κύκλοι και, εν είδει πλαστελίνης, όταν θέλουν να τη φτιάξουν διαφορετικά, θα τη φτιάχνουν διαφορετικά. Αυτό το μήνυμα περνιέται μέσω των δομών που έχουν χαρακτηριστεί και σαν «μικροφυσική της εξουσίας». Το γεγονός αυτό, μας υποχρεώνει να έχουμε ανοιχτό ιδεολογικό μέτωπο στη μετανεωτερικότητα. Αλλά και να εκτιμούμε ότι τελικά στο έδαφος της «αντιπαγκοσμιοποίησης» και της «αντιμετανεωτερικότητας» θα χαραχτούν οι διαχωριστικές γραμμές. Εκεί θα διαχωριστούν οι απόψεις και με βάση τέτοιου είδους κριτήρια θα αναδυθούν και οι δυνάμεις οι οποίες θα αποτελέσουν την Αριστερά μιας επόμενης φάσης.
Η παγκοσμιοποίηση προσπαθεί κυρίως να κάνει διακρίσεις, να δημιουργήσει δυο μπλοκ αμοιβαία αποκλειόμενων. Το ένα κινείται με τις θετικά χρωματισμένες αξίες ενός κοσμοπολιτισμού ανοιχτών συνόρων και ατομικών δικαιωμάτων, στο βαθμό που παραμένουν τα δικαιώματα αυτά μόνο ατομικά. Από την άλλη, ένα μπλοκ προσδεμένο στο εθνικό επίπεδο που καταγγέλλεται σαν οπισθοδρομικό και σαν το μπλοκ της αποδρομής
Τα δύο «σαγόνια»
Η Ελλάδα δεν είναι Πορτογαλία. Η Ελλάδα βρίσκεται πάνω σε μια διακεκαυμένη ζώνη γεωπολιτικά, Στην ημερήσια διάταξη της ζώνης αυτής, η επανάχαραξη των γεωπολιτικών δυνατοτήτων, η επαναχάραξη των συνόρων. Στα ανατολικά μας, έχουμε μια δύναμη η οποία είναι έντονα αναθεωρητική και έχει αποκτήσει ένα βαθμό αυτονομίας. Με αποτέλεσμα η κατάσταση να μην υπακούει στο σχήμα που έχουμε μάθει και σκεφτόμαστε, αυτό του κλασικού ιμπεριαλισμού. Το ιμπεριαλιστικό στοιχείο είναι παρόν, αλλά πρέπει να το αναλύσουμε εξ αρχής.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου συμπλέκονται δυο σαγόνια: Πρώτον, το σαγόνι της οικονομικής υπαγωγής της χώρας στο επίπεδο ενός προτεκτοράτου, του πλήρους ελέγχου, με συνέπεια οι υποδομές της χώρας αλλά και η κοινωνία συνολικά να εξασθενούν. Δεύτερο, το γεωπολιτικό το οποίο εμφανίζεται στη περιοχή μας ολέθρια επικίνδυνο από την άποψη των απειλών που δεχόμαστε. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, της απειλής προς ρευστοποίηση, πρέπει κανείς να ερμηνεύσει και τι συμβαίνει τώρα με το Μακεδονικό.
Από τη μια λοιπόν, τίθεται ένα θέμα υπόστασης της χώρας. Από την άλλη, το πολιτικό προσωπικό συνεχίζει νε είναι προσανατολισμένο στο τρόπο με τον οποίο έχει μάθει να διαχειρίζεται αυτά τα θέματα από πολύ παλαιότερα. Σε μια φάση, όμως, όπου διασταυρώνονται πραγματικά πυρά. Υπάρχουν ισχυρές απειλές και ισχυρά ερωτηματικά για το πώς και σε ποιο βαθμό μπορεί να υπάρξει η συγκεκριμένη χώρα, η Ελλάδα.
Στο εσωτερικό, είναι σε εξέλιξη μια εξαιρετική προσπάθεια διχασμού και αποπροσανατολισμού της κοινωνικής πλειοψηφίας. Διχασμού ως προς το ότι η ελληνική εκδοχή του «εθνικολαϊκισμού» στρέφεται γύρω από την αξιολόγηση αυτών των απειλών, ενώ σε όλο το πολιτικό φάσμα, ξεκινώντας από τις κυβερνητικές δυνάμεις, υπάρχει συνειδητή προσπάθεια μη προετοιμασίας του λαϊκού παράγοντα. Προσπάθεια να πεισθούμε ότι είναι συγκυριακοί και όχι στρατηγικοί οι λόγοι που η επιθετικότητα εκτυλίσσεται.
Συμβολή σε έναν δρόμο
Σε αυτό το πλαίσιο, η απάντηση στο ερώτημα τι να κάνουμε είναι ακριβώς η συμβολή στη δημιουργία, στην ανάδειξη και την ώθηση προς μεγάλες ενότητες γύρω από την ανάγκη να διασωθεί η χώρα, αλλά και να ανοίξει μια προϋπόθεση και ένας δρόμος για μια διέξοδο προς όφελος της κοινωνίας, δηλαδή με αλλαγή κοινωνικού μοντέλου και κοινωνικού προσανατολισμού.
Κάθε άλλο παρά εύκολο δεν είναι κάτι τέτοιο. Όχι τόσο γιατί η κοινωνία δεν είχε αγωνιστικές εξάρσεις, είναι σίγουρο ότι και στο μέλλον θα υπάρξουν τέτοιου είδους κορυφώσεις. Αλλά γιατί ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους φέρει διαρκώς το έλλειμμα της οικοδόμησης ενός επαρκούς σχεδίου για να μπορεί να υπάρξει σε αυτή την περιοχή του κόσμου. Να υπάρξει μάλιστα σήμερα σε συνθήκες ολοκληρώσεων, σε συνθήκες όπου τα πράγματα δεν λύνονται με ένα «μέσα ή έξω» αλλά με ποιότητα σχέσεων. Αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο διανοητικό έργο και προϋποθέτει κινήσεις οι οποίες χρειάζεται να ανοίξουν τον δρόμο στο ανέκφραστο της ελληνικής κοινωνίας, στις δυνάμεις που αυτή τη στιγμή δεν πολιτογραφούνται εύκολα σε πολιτικούς χώρους.
Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι; Με μια λογική εγγυήσεων έκβασης δεν μπορούμε, οι κίνδυνοι είναι τρομακτικοί. Η ελπίδα μπορεί να αντλείται από το κομμάτι εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που αυτή τη στιγμή, εδώ αλλά και αλλού, βρίσκονται έξω από την κανονικότητα της εκπροσώπησης με παραδεδεγμένους τρόπους όπως την είχε εισάγει η παγκοσμιοποίηση.
Είναι ανοιχτό, παιζόμενο αυτό το στοίχημα. Παρά το γεγονός ότι πολλές φορές όταν το παρατηρεί κανείς, μένει τρομοκρατημένος από τα μεγέθη των κινδύνων. Είναι όμως μια εποχή προσφοράς, μια εποχή η οποία πρέπει να τελειώνει με τις λογικές που υποβαθμίζουν την πολιτική σε χειρισμούς και κόλπα γύρω από την κατάληψη θέσεων μέσα σε ένα κοινοβουλευτικό παιχνίδι, το οποίο όλο και περισσότερο φαίνεται ότι δεν είναι το γήπεδο μέσα στο οποίο τα πράγματα αποφασίζονται.
Ως εφημερίδα και ως κοινότητα Δρόμος, επιθυμούμε να συμβάλλουμε στο άνοιγμα μιας τέτοιου είδους συζήτησης, αλλά και σε μια διαδικασία που τείνει να δημιουργήσει αυτές τις ενότητες, αυτή την ευρεία λαϊκή ενότητα.