Η ελληνική οικονομία μετά την ένταξη στην ΕΟΚ, από το 1981, άλλαξε ριζικά όσον αφορά το παραγωγικό της μοντέλο. Ο μεταποιητικός τομέας συρρικνώθηκε δραματικά και ο αγροτικός τομέας υποβαθμίστηκε πλήρως. Η χώρα χωρίς σχέδιο προχώρησε σε ένα «σχεδιασμό» παροχής υπηρεσιών ανάλογα με τη συγκυρία. Έτσι υποκαταστάθηκε η εγχώρια παραγωγή από εισαγόμενα προϊόντα, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Επικεντρώθηκε δε η οικονομία στην παροχή υπηρεσιών με σκοπό, από εισροές εκ του εξωτερικού για πληρωμές υπηρεσιών να καλυφθεί το εμπορικό έλλειμμα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού του μοντέλου, η Ελλάδα από καθαρός εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων έως το 1980 γίνεται καθαρός εισαγωγέας από το 1981 και μετά (για να θυμηθούμε το παλιό σλόγκαν «Είδες η ΕΟΚ;»).
Με αυτά τα δεδομένα η χώρα προχώρησε σταδιακά σε ένα μοντέλο εξάρτησης από τον τουρισμό, που εκ των πραγμάτων έχει χαμηλή προστιθέμενη αξία, και ο λαός μετατράπηκε στα «γκαρσόνια» της Ευρώπης κατά τη λαϊκή έκφραση. Σήμερα μετά από μια σειρά επιλογές χωρίς σχεδιασμό της άρχουσας τάξης π.χ. Ελλάδα χρηματοπιστωτικό κέντρο των Βαλκανίων, που κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος βρισκόμαστε στη φάση της κατάρρευσης και του τουριστικού μοντέλου λόγω της πανδημίας. Οι επιπτώσεις δε της πανδημίας γίνονται ιδιαίτερα έντονες στην Ελλάδα καθώς έχει μία από τις υψηλότερες εξαρτήσεις από τον τουρισμό παγκοσμίως σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Βρίσκεται το 2018 στην 6η των πιο εξαρτημένων χωρών μεταξύ των 35 κρατών-μελών, που παρακολουθεί ο οργανισμός.
Ο τουρισμός αποτελεί κεντρικό δομικό στοιχείο στην ελληνική οικονομία επηρεάζοντας το σύνολό της. Κάποιοι συνηθίζουν να τον αποκαλούν «βαριά βιομηχανία» της ελληνικής οικονομίας λόγω του ειδικού του βάρους. Ανάλογα πως θα τον προσδιορίσουμε (άμεση επίδραση, έμμεση επίδραση, προκαλούμενη επίδραση) συμβάλλει από 20% έως 30% στο ΑΕΠ και στην απασχόληση από 23% έως και πάνω από 30%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάζονται ετήσια ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) προκύπτουν διαχρονικά ορισμένα βασικά συμπεράσματα (βλέπε σχετικό πίνακα). Το 2019 σημειώθηκε ρεκόρ αφίξεων τουριστών, 31,3 εκατ. Διαχρονικά οι αφίξεις συνεχώς μεγαλώνουν στην περίοδο 2000-2019, ξεκινώντας από 12,4 εκ. το 2000. Όμως οι μεγαλύτερες αφίξεις δεν σημαίνουν βελτίωση στο πωλούμενο τουριστικό προϊόν για τη χώρα. Το αντίθετο μάλιστα, αποδεικνύεται ότι υπάρχει συνεχής υποβάθμιση. Η μέση κατανάλωση κατά κεφαλήν πέφτει από τα 813 ευρώ το 2000 στα 564 το 2019 μέσα από μια διαδικασία συνεχούς μείωσης. Συνεπώς, το ακολουθούμενο μοντέλο του μαζικού τουρισμού σημαίνει περισσότερες αφίξεις αλλά κατ’ αναλογία χαμηλότερα έσοδα και κατ’ επέκταση εισοδήματα για όλους τους συμμετέχοντες στο προϊόν. Βέβαια εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ένας βασικός παράγοντας της εξέλιξης αυτής, κύρια στο εισοδηματικό του μέρος, είναι ο ρόλος των μεγάλων tour operators (TUI κ.λπ.) που ελέγχουν τόσο τις ροές όσο και τις τιμολογήσεις. Αυτοί κρατούν για τον εαυτό τους άμεσα, χωρίς να φαίνονται στην Ελλάδα, ένα πολύ μεγάλο μέρος του πακέτου που πληρώνουν οι αλλοδαποί τουρίστες στις χώρες τους.
Καθώς αυξάνονται οι τουρίστες αυξάνονται κατ’ ανάγκη και οι εργαζόμενοι που άμεσα ή έμμεσα απασχολούνται στον τουρισμό. Έτσι η απασχόληση στον τουρισμό από 19,2%, στο σύνολο της απασχόλησης, το 2000 έφθασε ακόμα και στο 24,8% το 2018 (21,7% το 2019) και οι απασχολούμενοι από 788.300 το 2000 στους 946.200 το 2019. Όμως όπως προκύπτει από τα προηγούμενα στοιχεία η «πίτα» κατ’ αναλογία είναι μικρότερη καθώς έχουμε περισσότερους τουρίστες με μικρότερη μέση κατανάλωση. Άρα περισσότερη εργασία με μικρότερες αμοιβές. Έτσι γίνονται κατανοητές οι άθλιες εργασιακές συνθήκες στον τουρισμό που εξομοιώνονται με συνθήκες «γαλέρας». Οι μισθοί, λόγω χαμηλής ειδίκευσης, είναι οι κατώτατοι ενώ δεν υπάρχουν ωράρια, υπερωρίες και κυριαρχεί η μερική απασχόληση η αδήλωτη εργασία και η μη αμειβόμενη εργασία ακόμα και από το εξωτερικό (τα μοντέρνα stage για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας) κ.λπ.
Η εικόνα της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό ολοκληρώνεται με το εξωτερικό ισοζύγιο συναλλαγών. Η παραγωγική υποβάθμιση της χώρας έχει σαν συνέπεια να πρέπει ετησίως να καλυφθεί το εμπορικό έλλειμμα που κινείται γενικά πάνω από τα 20 δισ. ευρώ υπό κανονικές συνθήκες. Το έλλειμμα αυτό καλύπτεται στο μεγαλύτερο μέρος του από το τουριστικό προϊόν με τάση αυξανόμενη. Η κάλυψη αυτή από 56,6% το 2000 έχει φτάσει στο 77,6% το 2019.
Αν προσέξουμε τα στοιχεία της περιόδου των μνημονίων οι τάσεις που προαναφέραμε και σημειώνονται τουλάχιστον από το 2000 που έχουμε διαθέσιμα στοιχεία, επιτείνονται-επιταχύνονται στη μνημονιακή περίοδο. Το αποτέλεσμα είναι η μεγαλύτερη εξάρτηση χώρας και οικονομίας από τον τουρισμό. Συνεπώς από μία ακόμα πλευρά τεκμηριώνεται ότι τα μνημόνια όχι μόνο δεν έλυσαν τα προβλήματα ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας, αντίθετα τα ενίσχυσαν. Έτσι η Ελλάδα αποτελεί τον εισαγωγέα των ακριβών προϊόντων του «βορρά» και τον παροχέα φτηνών υπηρεσιών τουρισμού στους κατοίκους του «βορρά». Στην ουσία δηλαδή η ασθενής ελληνική οικονομία μεταβιβάζει πόρους, άμεσα και έμμεσα, στον αναπτυγμένο βορρά.
Τέλος σημειώνουμε το συνεχώς μεγαλύτερο αφελληνισμό του τουριστικού προϊόντος. Είτε λόγω της μνημονιακής κρίσης, είτε με άλλες ευκαιρίες οι βασικές τουριστικές υποδομές και επιχειρήσεις της χώρας, δημόσιες και ιδιωτικές, περνούν στα χέρια των ξένων. Από τα αεροδρόμια και τα λιμάνια, τις θαλάσσιες μεταφορές μέχρι τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες. Παράλληλα ελέγχοντας τη ροή των τουριστών οι tour operators επιβάλλουν τις οικονομικές συμφωνίες που επιθυμούν αλλά και τις πολιτικές αποφάσεις που τους βολεύουν ανάλογα με τη συγκυρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παρούσα κρίση πανδημίας και το «ανοίγουμε, περάστε ελεύθερα» χωρίς ελέγχους και κριτήρια επειδή το επέβαλλαν οι tour operators και οι αεροπορικές εταιρείες για τα δικά τους συμφέροντα.