του Κώστα Μελά
Οι πρόσφατες προβλέψεις του ΔΝΤ (πάντα με την επιφύλαξη ότι πρόκειται για προβλέψεις και ειδικά από το ΔΝΤ) για υποχώρηση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη κατά 7,5% το 2020 (με το βασικό σενάριο, δηλαδή το καλύτερο), δείχνουν με απόλυτη σαφήνεια το βάθος της κρίσης και τα προβλήματα που δημιουργούνται στο επίπεδο της οικονομίας.
Για την Ελλάδα οι προβλέψεις είναι οι δυσμενέστερες (μόνο το Σαν Μαρίνο προβλέπεται να παρουσιάσει μεγαλύτερη ύφεση) από τις χώρες της ευρωζώνης: 10,0% το 2020, πάντα με το καλύτερο σενάριο. Παράλληλα προβλέπεται άνοδος της ανεργίας στο 22,3% και αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 6,5% . Ακόμη προβλέπει άνοδο του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ πάνω από το 200,0% και αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος κοντά στο 10,0%. Εν ολίγοις, όλες οι βασικές μακροοικονομικές μεταβλητές της ελληνικής οικονομίας θα υποστούν μεγάλες αρνητικές μεταβολές.
Το ΙΟΒΕ εκτιμά ύφεση 5,0% με το βασικό σενάριο πρόβλεψης να βασίζεται στην υπόθεση ότι η πλειονότητα των εσωτερικών μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας θα διατηρηθεί έως τα μέσα Μαΐου και κατόπιν θα αρχίσει η σταδιακή άρση τους, ενώ το ίδιο θα γίνει από το τέλος του ίδιου μήνα για όσα αφορούν στις διεθνείς επιβατικές μεταφορές, εγχωρίως και διεθνώς. Αυτή η υπόθεση συνεπάγεται πως η υγειονομική κρίση θα εξασθενήσει σημαντικά προς το τέλος Μαΐου. Συνεπώς, οι τουριστικές επιχειρήσεις θα μπορούν να δεχθούν διεθνή τουρισμό σε ένα σημαντικό μέρος της θερινής τουριστικής περιόδου. Στο εναλλακτικό, δυσμενές σενάριο, μείωση του ΑΕΠ κατά 8,0%, γίνεται η υπόθεση πως η πλειονότητα των εσωτερικών μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας θα διατηρηθεί έως το τέλος Ιουνίου και κατόπιν θα αρχίσει η σταδιακή άρση τους, ενώ το ίδιο θα γίνει για όσα αφορούν στις διεθνείς επιβατικές μεταφορές από το τέλος Ιουλίου, εγχωρίως και διεθνώς.
Ανεξαρτήτως των εκτιμήσεων εκείνο που έχει σημασία και δεν πρέπει να αγνοηθεί από κανένα είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολύ σοβαρή κρίση, σοβαρότερη από οποιαδήποτε άλλη οικονομία της ζώνης του ευρώ. Οι λόγοι μπορούν να αναζητηθούν στο υπάρχον παραγωγικό υπόστρωμα της χώρας, το οποίο, δυστυχώς, μετά από δέκα χρόνια μνημονιακής πολιτικής, δεν μεταβλήθηκε αλλά αντιθέτως βγήκε εντελώς εξουθενωμένο από αυτή την περιπέτεια.
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολύ σοβαρή κρίση, σοβαρότερη από οποιαδήποτε άλλη οικονομία της ζώνης του ευρώ. Οι λόγοι μπορούν να αναζητηθούν στο υπάρχον παραγωγικό υπόστρωμα της χώρας, το οποίο, δυστυχώς, μετά από δέκα χρόνια μνημονιακής πολιτικής, δεν μεταβλήθηκε αλλά αντιθέτως βγήκε εντελώς εξουθενωμένο από αυτή την περιπέτεια
Συγκεκριμένα:
1. Καμία χώρα στην ευρωζώνη, εκτός της Κύπρου, δεν εξαρτάται περισσότερο από τον τουρισμό, όσο η Ελλάδα, και ο τουρισμός έχει ουσιαστικά σταματήσει να υπάρχει. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2019 διαμορφώθηκαν στα 18.179 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου 10,0% του ΑΕΠ, εκ των οποίων από τους κατοίκους των χωρών της Ε.Ε.-28 :12.295 εκατ. ευρώ, και από τους κατοίκους των χωρών εκτός της Ε.Ε.-28: 5.385 εκατ. ευρώ (ΤτΕ). Συνυπολογίζοντας και τα πολλαπλασιαστικά οφέλη του τουρισμού –με πολλαπλασιαστή 2,4– η συνολική συνεισφορά του ανέρχεται περίπου στα 45,0 δισ. ευρώ, ή 24,0% του ΑΕΠ. Επομένως ένα μεγάλο μέρος των εξαγωγών της χώρας μάλλον θα υποστεί δραματική μείωση (το ύψος της θα εξαρτηθεί από τις προσδοκίες των τουριστών ότι οι διακοπές τους θα είναι ασφαλής από τον ιό). Προκειμένου να εξουδετερώσει αυτό το επιχείρημα ο Διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι και στην Ιταλία ο τομέας του τουρισμού αντιστοιχεί σε ανάλογα ποσοστά με την Ελλάδα. Κάνει λάθος: στην Ιταλία το 2018 οι άμεσες εισπράξεις του τουριστικού τομέα ανήλθαν στο 5,5% του ΑΕΠ και οι συνολικές αντίστοιχα στο 13,0%. (Banca di Italia, Δεκέμβριος 2018).
2. Οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι μικρομεσαίου μεγέθους, και μάλιστα το μέγεθός τους υπολείπεται των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, οι περισσότερες από τις οποίες δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για να αντιμετωπίσουν δύσκολους καιρούς, λόγω του μεγέθους τους αλλά και λόγω της επιβάρυνσης από τη δεκαετή περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ορατός ο κίνδυνος της πτώχευσης και της απόσυρσης από την αγορά μεγάλου αριθμού από αυτές. Κάτι άλλωστε που η ελληνική οικονομία έζησε την προηγούμενη δεκαετία. Σε αυτό συνίσταται και η μεγάλη διαφορά με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.
3. Εκτός από την αύξηση της ανεργίας, οι εξελίξεις θα καθορίσουν το πως θα διαμορφωθούν οι αμοιβές των εργαζομένων, οι συντάξεις αλλά και το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας. Την κρίση με τη λογική που επικρατεί σήμερα στις οικονομικές θεωρήσεις πάντοτε τη φορτώνεται ο αδύναμος κρίκος της κοινωνικής αλυσίδας.
4. Το τραπεζικό σύστημα της χώρας εξακολουθεί να μην μπορεί στοιχειωδώς να ανταποκριθεί στο ρόλο που του έχει ανατεθεί, δηλαδή στην χορήγηση ρευστότητας στις επιχειρήσεις. Η ακαθάριστη ροή χρηματοδοτήσεων δεν αυξήθηκε 2019 έναντι του 2018 ούτε για τις μεγάλες ούτε για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αν και ήταν αυξημένη έναντι των δύο αμέσως προηγούμενων ετών. Τούτο σημαίνει ότι η βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών το 2019 οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι και οι αποπληρωμές χρεολυσίων εκ μέρους των επιχειρήσεων ήταν μικρότερες από ό,τι το 2018. Εξακολουθεί να έχει δομικά προβλήματα όπως τον υψηλό όγκο μη αποτελεσματικών δανείων και το ζήτημα με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποτελεί δυσανάλογα μεγάλο μέρος των συνολικών κεφαλαίων. Κανείς δεν γνωρίζει πως θα εξελιχθεί το σχέδιο «Ηρακλής», για τη μείωση των μη αποτελεσματικών δανείων και την ενδυνάμωση της κεφαλαιακής βάσης μετά την κρίση. Πληροφορίες θέλουν τον Διοικητή της ΤτΕ να αναζητά κεφάλαια για την στήριξη των ελληνικών τραπεζών.
5. Ένα ακόμη πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει η χώρα είναι η αύξηση του ήδη υψηλού Δημοσίου χρέους (ο λόγος ΔΧ/ΑΕΠ βρίσκεται στο 180,0%). Η μείωση του ΑΕΠ κατά 6,0-8,0% , η εμφάνιση υψηλού πρωτογενούς ελλείμματος και κόστος δανεισμού πολύ υψηλότερο του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα ανεβάσει το λόγο ΔΧ/ΑΕΠ τουλάχιστον στο 200,0% χωρίς να συνυπολογιστεί καθόλου ο νέος δανεισμός για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που θα δημιουργηθούν λόγω των έκτακτων μέτρων (αύξηση δαπανών και μείωση εσόδων) για την αντιμετώπιση της κρίσης. Παράλληλα ο μέχρι σήμερα σχεδιασμός διαχείρισης και μείωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους τίθεται στις ελληνικές καλένδες και θα χρειαστεί εκ νέου σχεδιασμός κάτι που εν μέσω κρίσης και με την υπάρχουσα γερμανική λογική ενέχει αρκετούς κινδύνους που χρειάζεται να ληφθούν υπόψη.
6. Η Ελλάδα το 2020 κινδυνεύει να εμφανίσει πάλι διπλά ελλείμματα (δημοσιονομικό και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) για την εξάλειψη των οποίων κατέβαλε μεγάλο κόστος την προηγούμενη δεκαετία. Το ύψος των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων που σχεδιάζει η κυβέρνηση θα εκτοξεύσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα περίπου στο ίδιο ύψος της μείωσης του ΑΕΠ ,το οποίο χρειάζεται να διαχειριστή, υποθέτοντας ότι το 2021 θα έχει συμβεί η επανεκκίνηση της οικονομίας, με τρόπο που να μην έχει αρνητικές επιδράσεις στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Αυτό θα εξαρτηθεί από τους βαθμούς ελευθερίας της ίδιας της οικονομίας αλλά και το πως θα συμπεριφερθούν οι πολιτικές αρχηγεσίες της Ε.Ε. Για το λόγο αυτό , η από κοινού αντιμετώπιση της κρίσης από τις χώρες της Ευρωζώνης, θα ήταν το απαραιτήτως λογικό. Μέχρι τώρα, οι επιλογές της Ε.Ε., δεν φαίνεται να συμμερίζονται αυτή την άποψη.
* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός