Γιατί ασθενεί η εκπαίδευση; Πως συνδέεται η απαξίωση της Δημόσιας Παιδείας με την συνολική απορρύθμιση της χώρας; Πώς μετασχηματίζεται η γνώση και η διαδικασία της μάθησης την περίοδο της πληροφορίας, πώς επιδρά αυτό στην κοινωνικοποίηση των νέων ανθρώπων; Πώς επιδρά η απαξίωση της εργασίας του εκπαιδευτικού; Σ’ αυτά, και άλλα ερωτήματα, προσπάθησε να απαντήσει η συζήτηση που πραγματοποίησε ο Δρόμος στη Θεσσαλονίκη, την Παρασκευή 29/11. Πάντα με τη ματιά, στην αναζήτηση των δυνάμεων που μπορούν να ενεργοποιήσουν και να υποστηρίξουν μια αντίστροφη αναγεννητική διαδικασία για το δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο. Σήμερα παρουσιάζουμε τις εισηγήσεις της Γιάννας Γιαννουλοπούλου, πανεπιστημιακού (ΕΚΠΑ), και του Τριαντάφυλλου Σερμέτη, εκπαιδευτικού, ενώ στο επόμενο φύλλο θα παρουσιάσουμε και την ομιλία του Βύρωνα Λάμπρου, επίσης εκπαιδευτικού.

Η ελληνική εκπαίδευση σε μια κρίσιμη καμπή της χώρας

Α. Η ανώτατη εκπαίδευση την εποχή της «ανάπτυξης»

Η εκδήλωση της οικονομικής κρίσης το 2009 και η υπαγωγή της χώρας στα μνημόνια το 2010 βρήκε την τριτοβάθμια εκπαίδευση σε μια κατάσταση σχετικής ευφορίας. Με χαρακτηριστικά μαζικής βαθμίδας, με ένα σχετικά δημοκρατικό σύστημα διοίκησης (συμμετοχή των περισσότερων παραγόντων της πανεπιστημιακής κοινότητας) και με αρκετούς πόρους προς διάθεση. Τα βασικά χαρακτηριστικά των ετών από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι το 2010 ήταν (**):

1) Ενιαίος Ευρωπαϊκός Χώρος Έρευνας

Η πολιτική για την Έρευνα ασκείται από την Ε.Ε. μέσα από διαδοχικά «προγράμματα πλαίσιο». Ξεκίνησε με κίνητρα στους ερευνητές και τα Ιδρύματα για να «ανοιχτούν» προς τις επιχειρήσεις και κατέληξε στην παραγωγή τελικού προϊόντος ή υπηρεσίας και σύμπραξη Ιδρυμάτων και επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας. Συνέπεια αυτής της πολιτικής είναι η εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της έρευνας, αλλά και η περιθωριοποίηση της βασικής έρευνας και ο εξοβελισμός των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών.

2) Η απαλλαγή του κράτους από την υποχρέωση της δημόσιας χρηματοδότησης

Με βασικό μέσο τη χρησιμοποίηση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων (ΚΠΣ, ΕΣΠΑ), οι διαρκείς λειτουργικές ανάγκες εντάσσονταν σταδιακά στα διάφορα «πακέτα» και όχι στον Τακτικό Προϋπολογισμό και τις Δημόσιες Επενδύσεις. Με τη λήξη τους όμως, εδραιώνονταν η κατάσταση μη τακτικής δημόσιας χρηματοδότησης. Στην αρχή μοιράστηκαν πολλά χρήματα και εντάχθηκαν σχεδόν όλες οι δραστηριότητες και λειτουργίες – μαθήματα, μέθοδοι διδασκαλίας, συγγράμματα, εξοπλισμοί, βιβλιοθήκες, δίκτυα, κτίρια. Με πρωτοβουλίες ομάδων «τεχνοκρατών», Δίκτυα και Βιβλιοθήκες απέκτησαν κεντρική διαχείριση «απαλλαγμένη» από την εποπτεία και τη διαχείριση των Ιδρυμάτων.

Μία σημαντική συνέπεια όλων αυτών ήταν ότι έτσι εδραιώθηκε η αγοραία «κουλτούρα» των προγραμμάτων όπου εντάσσονται πακέτα «δράσεων» και της επιχειρηματικής λογικής στη διαχείρισή τους. Κατάσταση που λειτούργησε ως προϋπόθεση για τη μετάλλαξη των σχέσεων, των κανόνων και του ήθους μέσα στα Ιδρύματα, η οποία γενικεύθηκε μέσα από τη διεκδίκηση και διαχείριση των χρηματοδοτούμενων ερευνητικών προγραμμάτων. Ας μην ξεχάσουμε τον ενθουσιασμό του πρωθυπουργού Σημίτη για την «ένταξη των Πανεπιστημίων στο Γ΄ ΚΠΣ». Η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση τροφοδότησε την απότομη διεύρυνση, με ίδρυση νέων Τμημάτων και Ιδρυμάτων (ΑΕΙ και ΤΕΙ), αλλά και την «έκρηξη» των Μεταπτυχιακών, όπου, μετά τη λήξη των «πακέτων», η περιορισμένη χρηματοδότηση και η επικράτηση του κατάλληλου κλίματος οδήγησε σταδιακά στην επιβολή διδάκτρων που γενικεύτηκαν, και σε ορισμένα Ιδρύματα εμφανίστηκαν οι «επιχειρηματίες των Μεταπτυχιακών» με παχυλές αμοιβές από τη συμμετοχή τους.

3) Ο ρόλος των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ)

Στα περισσότερα Ιδρύματα η διαχείριση των κονδυλίων της έρευνας έγινε υπόθεση μικρών ομάδων γύρω από τις διοικήσεις που λειτούργησαν με πλήρη αδιαφάνεια για την υπόλοιπη κοινότητα. Οι διαχειριστές μεγάλων προγραμμάτων επέβαλαν τις απόψεις τους υπό την απειλή «να πάρουν τη διαχείριση εκτός Ιδρύματος». Έτσι διαμορφώθηκε η ομάδα των «μελών ΔΕΠ – ελευθέρων επαγγελματιών»

4) Η Εταιρεία Διαχείρισης Ιδιαιτέρας Περιουσίας του Ιδρύματος

Δημιουργήθηκε κυρίως για να «αξιοποιηθούν» επιχειρηματικά τα ακίνητα, σημαντικής αξίας σε ορισμένα παραδοσιακά Ιδρύματα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, του οποίου η περιουσία σε ακίνητα είναι η δεύτερη σε σειρά μετά την Εκκλησία της Ελλάδας.

 

Β. Η μνημονιακή δεκαετία

Οι διαχειριστές της παραπάνω κατάστασης, η οποία θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τη χρηματιστηριακή «φούσκα» της ελληνικής οικονομίας, όταν ξέσπασε η κρίση, α) υπέστησαν ένα ισχυρό σοκ και β) επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν το σοκ με τους ίδιους όρους και λογικές της εποχής της ανάπτυξης.

Η διαδικασία απομάκρυνσης του κράτους από τη χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης παίρνει πλέον τραγικά χαρακτηριστικά.

Η χρηματοδότηση του Υπουργείου Παιδείας προς τα ΑΕΙ από 1,42 δις ευρώ που ήταν το 2009 μειώθηκε στο 0,83 δις ευρώ το 2015 και έκτοτε παραμένει σε ανάλογα χαμηλά επίπεδα. Η χώρα μας έχει από τις χαμηλότερες ανά φοιτητή κρατικές δαπάνες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Και βέβαια η σύνδεση της κρατικής χρηματοδότησης των ΑΕΙ με την αξιολόγηση οδηγεί στην περαιτέρω μείωση της κρατικής χρηματοδότησης, υπονομεύει τη λειτουργία τους σε μια περίοδο που η υφιστάμενη χρηματοδότηση δεν καλύπτει επαρκώς ούτε τις λειτουργικές ανάγκες των πανεπιστημίων.

Στη σύγχρονη πραγματικότητα των ΑΕΙ υπάρχει η διαρκώς και μεγαλύτερη μεταφορά της δαπάνης στους φοιτητές και τις οικογένειές τους, καθώς και η εσωτερική διαφοροποίηση και διαβάθμιση των πανεπιστημιακών τμημάτων σε σημαντικά και σε ασήμαντα

Ακολούθησε η καταλήστευση των διαθεσίμων και των αποθεματικών στην περίοδο των μνημονίων με το PSI, καθώς και ο συνολικός περιορισμός της Ευρωπαϊκής χρηματοδότησης

Στο πλαίσιο αυτών των πολιτικών, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στη χρηματοδότηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ με δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ή άλλους διεθνείς οργανισμούς.

Οι παραπάνω οικονομικές συνθήκες εξηγούν γιατί στη σύγχρονη πραγματικότητα των ΑΕΙ υπάρχει η διαρκώς και μεγαλύτερη μεταφορά της δαπάνης στους φοιτητές και τις οικογένειές τους, καθώς και η εσωτερική διαφοροποίηση και διαβάθμιση των πανεπιστημιακών τμημάτων σε σημαντικά και σε ασήμαντα. Εδώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε ένα σημαντικότατο ρόλο: α) Θέλησε να θεσμοποιήσει τα τμήματα υψηλής και χαμηλής ζήτησης με την παράλληλη «ελεύθερη πρόσβαση» στα δεύτερα, ικανοποιώντας δήθεν το αίτημα της νεολαίας για μόρφωση…

β) Για πρώτη φορά «νομιμοποίησε» τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά στοχεύοντας δήθεν στον εξορθολογισμό των αμοιβών των διδασκόντων και στη ρύθμιση του χώρου. Προφανώς, η κυβέρνηση της Ν.Δ. πρόλαβε ήδη να άρει τους όποιους περιορισμούς στις αμοιβές.

γ) Με τον ίδιο λαϊκισμό «εξισωτισμού» ενοποίησε ΑΕΙ και ΤΕΙ, με την πλήρη συνεργασία των διοικήσεων όλων των πλευρών, προκειμένου να πετύχει τον μνημονιακό στόχο της μείωσης των δομών της τριτοβάθμιας κατά 30%.

δ) Συνέχισε και προώθησε την εξίσωση μέσω των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχίων και των διπλωμάτων των ιδιωτικών σχολών μεταλυκειακής εκπαίδευσης με εκείνα των ΑΕΙ. Η Ν.Δ. βρήκε έτοιμο το έδαφος να ολοκληρώσει αυτήν την πορεία.

ε) Και βέβαια υπεραμύνθηκε του άρθρου 16 που δεν θεώρησε αναθεωρητέο, μιας και η ιδιωτικοποίηση επιτυγχάνεται κάλλιστα στο κουφάρι του δημόσιου πανεπιστημίου….

Συνολικά, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα μείνει στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης για δύο «εξαφανίσεις»: εξαφάνισε αφενός την βαθμίδα της Τεχνολογικής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και αφετέρου τη διδασκαλία των λατινικών από το σύνολο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

 

Γ. Οι συνέπειες για το παρόν και το μέλλον

Οι σημαντικότερες, ωστόσο, συνέπειες της παραπάνω οικονομικής κατάστασης δεν είναι οι οικονομικές, όσο κι αν αυτό ακουστεί περίεργο ή συντηρητικό. Οι σημαντικότερες συνέπειες είναι οι επιστημονικές / επιστημολογικές. Η διασύνδεση με τις υποτιθέμενες ανάγκες της αγοράς καθιστούν το πανεπιστήμιο μη-πανεπιστήμιο. Η επιστήμη πλέον είναι σε αποδρομή και σε διαρκή υποτίμηση. Με τα λόγια του Νούτσιο Όρντινε, ενός ιταλού μελετητή της Αναγέννησης, στο βιβλίο του «Η χρησιμότητα του άχρηστου»:

«Είμαστε ενώπιον μιας επιδημίας που εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό ακριβώς το καλοκαίρι (εννοεί του 2015) προκάλεσε κατακραυγή στην Ιαπωνία μια επιστολή του υπουργού Παιδείας, με την οποία ζητούσε από τους πρυτάνεις να κλείσουν ή να μετατρέψουν τα τμήματα εκείνα που δεν είναι “χρήσιμα” έτσι ώστε να δυναμώσουν μόνο οι φυσικές και τεχνολογικές επιστήμες […]».

«Όταν θα χαθούν και οι τελευταίοι γνώστες των αρχαίων ελληνικών, των λατινικών, των σανσκριτικών, κανείς δεν θα είναι πλέον σε θέση να αποκωδικοποιήσει μια επιγραφή ή να μεταφράσει μια περγαμηνή. Θα αναγκαστούμε να κλείσουμε τις βιβλιοθήκες και τα μουσεία, διότι κανείς δεν θα είναι ικανός να διαβάσει ένα χειρόγραφο. Με τρομακτικές συνέπειες για τη δημοκρατία και την ελευθερία…». 

Πρέπει να τονιστεί ότι οι συνέπειες αυτού του οικονομικού παραδείγματος δεν αφορούν μόνο τις ανθρωπιστικές επιστήμες, πλήττεται όλη η βασική έρευνα και στις θετικές επιστήμες. Τον Νοέμβριο του 2019, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών σε απόφασή της διαπιστώνει ότι: «η καθιέρωση του κριτηρίου της προοπτικής της εμπορικής αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων ως του κυρίαρχου στον προσανατολισμό της πανεπιστημιακής έρευνας ή ακόμη και των προγραμμάτων σπουδών, θα είχε εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στην τριτοβάθμια παιδεία της χώρας μας».

Από την άλλη, οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν είναι αλώβητες από την υπαγωγή τους στην εμπορευματοποίηση και την αντιμετώπισή τους ως τουριστικό προϊόν.

Ο νεοφιλελευθερισμός στην ανώτατη εκπαίδευση μπορεί να σημαίνει σε χώρες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, ένα γιγαντιαίο τομέα της οικονομίας, με συνολικό εισόδημα 38.2 δισεκατομμύρια λιρών το ακαδημαϊκό έτος 2017-2018, από τα οποία μόνο το 20% είναι κρατικό.

Σε χώρες όπως η Ελλάδα, όμως, μπορεί να σημαίνει την κατ’ ουσία μηδενική επιστημονική παραγωγή με βάση τις ανάγκες της χώρας και της κοινωνίας.

 

Δ. Για την επιστήμη στη χώρα μας

Η υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο είναι σήμερα γεγονός. Γιαυτό και η πραγματική καινοτόμα επιστημονική έρευνα πραγματοποιείται πλέον παγκοσμίως εκτός πανεπιστημίων ή σε παραρτήματα αριστείας συναρτημένα με τις μεγάλες επιχειρήσεις (Microsoft, Google, κ.λπ.). Τα πανεπιστήμια πλέον είναι ολίγον διακοσμητικά. Άρα η υπεράσπιση της αυτονομίας της επιστήμης και της μεθοδολογίας της, καθώς και της διεξαγωγής της σε δημόσιες δομές αποτελεί σήμερα ένα επιτακτικό προοδευτικό ριζοσπαστικό αίτημα.

Οι σημαντικότερες, ωστόσο, συνέπειες δεν είναι οι οικονομικές, όσο κι αν αυτό ακουστεί περίεργο ή συντηρητικό. Είναι οι επιστημονικές / επιστημολογικές. Η διασύνδεση με τις υποτιθέμενες ανάγκες της αγοράς καθιστούν το πανεπιστήμιο μη-πανεπιστήμιο. Η επιστήμη πλέον είναι σε αποδρομή και σε διαρκή υποτίμηση

Για τη δική μας χώρα αποτελεί τέτοιο για παραπάνω λόγους: γιατί τα πανεπιστήμια θα μπορούσαν –θεωρητικά– να παραγάγουν εκείνη τη γνώση και την τεχνογνωσία για την ανάπτυξη της χώρας μακριά από τις ευρωπαϊκές ολοκληρώσεις. Στα γεωπονικά πανεπιστήμια της χώρας σήμερα οι τομείς της γεωργίας φυτοζωούν, ενώ της διατροφολογίας ή της βιοτεχνολογίας δουλεύουν για πολυεθνικές επιχειρήσεις. Ζούμε σε μια χώρα, γεμάτη αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά οι μεγάλες αρχαιολογικές ανασκαφές από συστάσεως ελληνικού κράτους έχουν γίνει από την αμερικάνικη, τη γερμανική, τη γαλλική αρχαιολογική εταιρεία, ενώ οι σημερινοί μας υποψήφιοι φοιτητές δεν θέλουν να γίνουν αρχαιολόγοι, αλλά ψυχολόγοι (κυρίως).

Με τις ψηφίδες αυτής της πραγματικότητας, θέλω να δείξω ότι α) ο δυνατότητες της χώρας και του επιστημονικού της δυναμικού είναι πολύ μεγάλες και β) ότι το πρόβλημα βρίσκεται στον χρόνιο και παρατεταμένο ραγιαδισμό του πολιτικού μας προσωπικού και του μεγαλύτερου μέρους των διανοουμένων. Ήδη, ας μην ξεχνάμε ότι στα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας, όπου φοιτούν οι γόνοι των ελίτ, οι μαθητές δεν επιλέγουν το δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο, αλλά φεύγουν για τα πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Και επειδή ο Θουκυδίδης είχε δίκιο όταν ισχυριζόταν ότι «Άνδρες πόλις και ού τείχη, ουδέ νήες ανδρών κεναί», δηλαδή «η πόλη είναι οι άνδρες και όχι τα τείχη ούτε τα άδεια πλοία», η μεγαλύτερη δύναμη που έχουμε είναι το ανθρώπινο δυναμικό σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Επομένως, θεωρώ ότι τα αιτήματά μας σήμερα πρέπει να περιστρέφονται γύρω από την υπεράσπιση της επιστήμης και του δημόσιου ελληνικού πανεπιστημίου, για τη μόρφωση της νεολαίας και για την παραγωγή εκείνης της γνώσης που έχει ανάγκη η χώρα για να χαράξει μια πορεία επιβίωσης.

(*) Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)

(**) Χρωστώ αυτή τη συστηματική παρουσίαση στο Λάζαρο Απέκη, πρόεδρο της Ομοσπονδίας των πανεπιστημιακών τα χρόνια του κινήματος εναντίον της αναθεώρησης του άρθρου 16.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!