Άπνοια, αδιαφορία και επιφυλακτικότητα εν αναμονή του σπινθήρα. Του Γιάννη Τσούτσια

«Η Ελλάδα σηκώνει τα μανίκια», δήλωσε ο πρωθυπουργός με φόντο τα εργοτάξια των αυτοκινητοδρόμων στη σκανδαλώδη Ολυμπία Oδό, προκαλώντας ειρωνικά μειδιάματα σε μια παράξενη, αλληγορική και κατά σύμπτωση επετειακή υπενθύμιση των «επικαίρων» της Eπταετίας. Αλλά, τώρα, ποιος τους πιστεύει; Ποιος δίνει σημασία στο σχέδιο Βενιζέλου για τις δήθεν 700.000 θέσεις εργασίας; Ποιος παρακολουθεί τους νεολογισμούς της ΔΗΜΑΡ ή τους κακόφωνους διαπληκτισμούς των νέων αστέρων της τηλεόρασης;
Ζούμε τη φάση της μηδενιστικής αποκάλυψης. Της απόλυτης σαθρότητας, όχι μόνον του αποκαλυμμένου μνημονιακού ρεαλισμού, αλλά και των εναλλακτικών του, την προχειρότητα και την επιφανειακότητα των προτεινόμενων «λύσεων». Των παραπομπών στο πομπώδες με τις πολλές σκιές, τις αποκρύψεις, των ελάχιστα στοιχειοθετημένων απαντήσεων. Τελικά των αυταπατών. Η διαδικασία αυτή, που σωρεύτηκε προοδευτικά μετά τις περυσινές εκλογές και την ήττα του κινήματος των πλατειών, πήρε αποκαλυπτικές διαστάσεις μετά τα γεγονότα της Κύπρου.
Όσα έγιναν αιφνιδιαστικά στο νησί, δεν φόβισαν τον κόσμο, όπως εκ πρώτης όψεως υποστηρίχτηκε. Αντίθετα, λειτούργησαν αφυπνιστικά και απενεργοποίησαν τη μονότονη επανάληψη κάποιων υπό κατάρρευση παραδοχών. Τώρα, ο πήχης των απαιτήσεων, ανέβηκε. Με αποτέλεσμα να μην αρκούν οι επαναλήψεις, το «μια από τα ίδια», να εκτίθενται οι κόκκινες γραμμές, τα plan b, έστω ενισχυμένα σε «αυθεντικότητα» και τραβηγμένα από τα μαλλιά προς τις πιο πιεστικές εκδοχές τους. Μοιραία, εκδηλώνεται καθολική η δυσπιστία απέναντι στους κομματικούς σχηματισμούς, στο ίδιο αυτό πολιτικό σύστημα, που την ώρα που στοχοποιείται,  μεταλλάσσεται και διαφεύγει νεκροζώντανο. Κι ας μην εστιάζουν στο κενό εκπροσώπησης οι δημοσκοπήσεις. Πουθενά δεν εντοπίζονται πολιτικές, άξιες υποστήριξης. Και κανείς δεν δίνει βαρύτητα σε κανέναν. Σιγά-σιγά, ούτε και στην Αριστερά και στις εξ αντανακλάσεως καθημερινές ανακοινώσεις της. Το χάσμα με την κοινωνία διαρκώς διευρύνεται.
Ο κόσμος πάλι, εύκολα αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα δεν προχωράνε με τον τρόπο που θα ήθελε ή που θα μπορούσε, ότι όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο και πως «έτσι» δεν βγαίνει, την ώρα που ούτε οι εναλλακτικές εμφανίζονται πειστικές. Και μπορεί οι ισορροπίες να μοιάζουν αναλλοίωτες, όπως περίπου πριν ένα χρόνο και να παραχωρείται προσωρινά κάποια συναίνεση, όμως αυτή είναι εύθραυστη και επιφανειακή και δεν θα κρατήσει για πολύ ακόμη. Από την άλλη, ελπιδοφόρο παραμένει το γεγονός πως η κοινωνία, πίσω από την απάθεια, παραμένει ανοιχτή σε αυτοπροσδιορισμούς και μετατοπίσεις.
Δεκτική, με τις κεραίες τεντωμένες. Έτοιμη να αναθεωρήσει. Να εμπνευστεί, αλλά όχι με παραμύθια.
Το ζήτημα, λοιπόν, μιας διαφορετικής πολιτικής στάσης, ιδίως από την πλευρά της Αριστεράς, εκκρεμεί με τρόπο κραυγαλέο, υπερώριμο, όπως π.χ. φαίνεται και από ορισμένες ειδικότερες απόπειρες, κάθε προέλευσης, να καλυφθεί το «κενό» ή από τη συμπεριφορά μεμονωμένων παραγόντων, αναλόγως της δεκτικότητάς τους. Ωστόσο, οι όροι για την πραγματοποίηση της αναγκαίας στροφής, οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία -επιτέλους- ενός πολιτικού ρεύματος διεξόδου, αγνοούνται επιδεικτικά και παρακάμπτονται συστηματικά, ακόμη κι από εκείνους, που ενώ το διαπιστώνουν, αρκούνται να πρωταγωνιστούν στην διαχείριση της ακινησίας.
Πώς, όμως, γεννιέται μια άλλη πολιτική; Καταρχήν, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες της.
Την επιδείνωση της κοινωνικοπολιτικής διάστασης, ώστε να αξιολογηθεί η υποστροφή και να επιχειρηθούν οι αντίστοιχες παρεμβάσεις. Στη συνέχεια, αποφεύγοντας τις κεντρικές λογικές, τη χειριστικότητα και την αυτιστική αναπαραγωγή μηχανισμών ελέγχου (για τη συγκράτηση και την εγκόλπωση των υπολειμμάτων του ριζοσπαστισμού), με σκοπό όλα να ενταχθούν σε μια επικοινωνιακότητα που θα υπηρετεί την επικείμενη εκλογική μάχη. Θα χρειαζόταν ακόμη να αποφευχθούν οι βολικές ερμηνείες, οι υποχωρήσεις λόγω συγκυριακών αναγκών, να διαμορφωθεί ένα πολιτικό υποκείμενο χειραφετημένο και όχι ευθυγραμμισμένο στην ευκολία. Και τέλος, το κυριότερο, να τεθούν υπό αμφισβήτηση μια σειρά από ταυτοτικά κλισέ και ερμηνείες που μεταθέτουν το πολυδιαπιστωμένο τέλος της μεταπολίτευσης. Μάλιστα, σ’ έναν κόσμο, που ιδίως γεωπολιτικά, μεταβάλλεται με ρυθμούς ταχύτατους, απειλητικούς και δυσερμήνευτους.  
Σήμερα, η προϊούσα πορεία των πραγμάτων, υποχρεώνει την Αριστερά σε συνθετότερες και πιο διασταλτικές προσεγγίσεις που θα περιλαμβάνουν φιλοσοφικές, θεωρητικές, αξιακές και στρατηγικές αναθεωρήσεις, ώστε αντίστοιχα και το πεδίο της σύγκρουσης να μετατεθεί και να υπερβεί το σημερινό ατελέσφορο πλαίσιο. Πίσω από την εξαπλούμενη μαζική κατάθλιψη, την αδιαφορία, την υποστολή της οργής και της λαϊκής διαθεσιμότητας, κρύβεται η αδυναμία και ταυτόχρονα η διαπίστωση, πως πρέπει κανείς πρώτα να θέσει τα πραγματικά επίδικα, να ξεφύγει από τις αντιθέσεις ενός σκηνικού εγκλωβιστικού και να δώσει τη μάχη «αλλού» και «αλλιώς». Αυτό το «αλλού» οφείλει να αναγνώσει και να περιγράψει η Αριστερά, χωρίς να διστάσει, δίνοντας νόημα, περιεχόμενο, διέξοδο και υπόσταση στην πραγματικά αναγκαία πολιτική σύγκρουση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!