Στο σημερινό φύλλο δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το 3ο κεφάλαιο μιας εργασίας του Ρούντι Ρινάλντι με γενικό τίτλο «Μια άλλη ματιά (1974-2024). Κριτική του κυρίαρχου επίσημου απολογισμού – Ριζοσπαστισμός, κινήματα και αριστερές», η οποία είναι υπό προετοιμασία. Οι μεσότιτλοι είναι της Σύνταξης.

Τι είναι η Ελλάδα ως χώρα; Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της; Ποια από αυτά είναι τα κυριότερα, αυτά που παίζουν σπουδαιότερο ρόλο;

Η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ μια χώρα σαν αυτές του λεγόμενου Τρίτου κόσμου, μια κλασική αποικία, αλλά ούτε και μια ανεπτυγμένη καπιταλιστικά χώρα όπως άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είχε μια «ενδιάμεση» θέση, ως χώρα με μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού και με σημαντικές εξαρτήσεις από τις εκάστοτε Μεγάλες Δυνάμεις. Δεν υπήρξε ποτέ μια αποικιοκρατική δύναμη· η κρατική οντότητα γεννήθηκε μέσα από μια εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση ενάντια στον οθωμανικό ζυγό· ο πόλεμος σαν στοιχείο τη βρήκε πάντα μπλεγμένη (πόλεμος του 1897, Α΄ και Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, εκστρατεία της Ουκρανίας, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1940 και τριπλή κατοχή, εμφύλιος 1946-49, πόλεμος 1974 στην Κύπρο)· είναι χώρα που γνώρισε εθνικές καταστροφές (1922)· χώρα με ανώμαλο πολιτικό βίο, με διχασμούς, πραξικοπήματα, χούντες· χώρα-πεδίο ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων· χώρα όπου το μικρομεσαίο στοιχείο, η μικροπαραγωγή και η αυταπασχόληση είχαν μεγάλη έκταση· χώρα με εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση· χώρα υποδοχής μεταναστευτικών ροών· χώρα που γνώρισε μερικές οικονομικές χρεοκοπίες.

Κι όμως, όλα αυτά είναι κάπως περιγραφικά. Πρέπει να εντοπιστούν ορισμένες ποιότητες. Πρέπει να οικοδομηθούν-χτιστούν έννοιες και ένα πλαίσιο που να εξηγεί ή να τοποθετεί πιο πραγματικά το τι είναι η Ελλάδα του σήμερα, ποιος είναι ο σχεδιασμός ή το μοντέλο που εφαρμόζεται.

Το οικονομικό και πολιτικό σύστημα που επικρατεί στην Ελλάδα είναι ο καπιταλισμός. Η Ελλάδα είναι μια καπιταλιστική χώρα. Αυτό δεν είναι μια αφαίρεση, αλλά ένας προσδιορισμός της οικονομικής βάσης, των σχέσεων παραγωγής, του εποικοδομήματος που παράγεται πάνω σε αυτή τη βάση, και αλληλοτροφοδοτούνται για τη διαιώνιση και αναπαραγωγή των κυρίαρχων σχέσεων στην οικονομία και την πολιτική. Ο προσδιορισμός όμως «καπιταλιστική χώρα» δεν επαρκεί για να περιγράψει την πραγματικότητα της Ελλάδας και το πώς εξελίσσονται διάφορες διαδικασίες και γεγονότα. Ο προσδιορισμός της Ελλάδας ως «εξαρτημένης καπιταλιστικής χώρας» μας δίνει μια πιο ολοκληρωμένη έννοια, έναν καλύτερο προσδιορισμό της πραγματικότητας του οικονομικού – πολιτικού –κοινωνικού καθεστώτος της χώρας. Η έννοια «εξαρτημένη καπιταλιστική χώρα» μας βοηθά να αναλύσουμε καλύτερα την εξελισσόμενη πραγματικότητα και μας δίνει επαρκή «εργαλεία» ερμηνείας και αποκωδικοποίησης μιας σειράς από φαινόμενα και καταστάσεις που διέπουν και ορίζουν την ελληνική πραγματικότητα. Οι όροι «εξαρτημένη» και «καπιταλιστική» δεν είναι ισοβαρείς σε σημασία. Ο όρος «εξαρτημένη» έχει μια δεσπόζουσα σημασία για την ποιότητα του καπιταλισμού στην Ελλάδα, για το βάθος του, για τις ιδιαίτερες μορφές που αυτός εξελίσσεται, για τις κρίσεις που γνωρίζει, για το πολιτικό εποικοδόμημα που δημιουργείται και αναπαράγεται, για ολόκληρο το πολιτιστικό και ιδεολογικό πλέγμα που κυριαρχεί.

Ο «εκσυγχρονισμός» της εξάρτησης

Η εξάρτηση λοιπόν υπήρχε ως δομικό στοιχείο, αλλά ο καπιταλισμός εξελίσσεται, είναι πιο «κινητικός», πιο άμεσος και δημιουργεί διαρκώς νέα ποσοτικά δεδομένα. Για παράδειγμα, η ανάπτυξή του είναι βραχεία τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η χώρα είναι κυρίως αγροτική. Μόλις στις αρχές του 1960 η βιομηχανική παραγωγή θα ξεπεράσει την αγροτική σε αξία στη διάρθρωση του ΑΕΠ. Στις δεκαετίες του 1960 και ’70 η Ελλάδα (μαζί με την Ιαπωνία) θα αναφέρεται ως μια χώρα του ΟΟΣΑ με τους πιο γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης (7% ετησίως), πορεία που θα ανακοπεί στο δίχρονο 1972-1974, όταν η χώρα θα γνωρίσει μια μεγάλη οικονομική κρίση. Από τότε δεν θα «πιαστούν» ξανά τέτοιοι ρυθμοί. Μεταπολεμικά, η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα έγινε με ατμομηχανή το τρίπτυχο «οικοδομή – άδηλοι πόροι (κυρίως ναυτιλιακά εμβάσματα) – τουρισμός», με μια επιδοτούμενη και προστατευμένη κρατικά βιομηχανία και μια επιλογή από τις αρχές του 1960 για σύνδεση της χώρας με την ΕΟΚ. Πάνω σε αυτή τη βάση δημιουργήθηκαν νέα πρότυπα ζωής και κατανάλωσης, νέα στρώματα στις πόλεις (ειδικά στην Αθήνα) και διαφοροποιήσεις στην ύπαιθρο. Το ξένο κεφάλαιο είχε μια προνομιακή θέση σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας, ενώ δεν ήταν λίγες οι αποικιοκρατικού τύπου διεθνείς συμβάσεις και επενδύσεις σε διάφορους τομείς. Αυτά λίγο πολύ επισημαίνονταν και λέγονταν στους χώρους της Αριστεράς στις δεκαετίες του 1960 και ’70, το δε ΠΑΣΟΚ των πρώτων χρόνων (1974-81) στήριξε πολλές αναλύσεις, και κυρίως τη ρητορική του, σε αυτά τα στοιχεία.

Με τη Μεταπολίτευση όμως τίθενται οι βάσεις μιας μεγαλύτερης προσαρμογής και υπαγωγής της οικονομίας της χώρας προς τις ανάγκες και τις αναζητήσεις ή τα μοντέλα που επιβάλλει ο διεθνής καπιταλισμός, και δημιουργείται το πρότυπο του «εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού» ως το μοναδικό που μπορεί να ακολουθήσει η χώρα στις σύγχρονες συνθήκες. Η εξάρτηση «εκσυγχρονίζεται» κι αυτή, δηλαδή, πλάι σε κλασικές μορφές που είχε, αποκτά και νέα εργαλεία, νέες «εφαρμογές», με αποτέλεσμα να βαθαίνει ακόμα περισσότερο – ενώ δίνεται η αίσθηση ότι η χώρα συγκλίνει με πιο ανεπτυγμένες, ότι μετέχει στο κλαμπ των προηγμένων χωρών, ότι έχει ξεπεράσει την όποια καθυστέρησή της, ότι προλαβαίνει τα τρένα, τα ραντεβού και ανταποκρίνεται στις προκλήσεις κάθε νέας εποχής.

Η έννοια της εξάρτησης απαιτεί κι αυτή μια ορισμένη διευκρίνιση. Προϋποθέτει την παραδοχή (και φυσικά την ανάλυση) ότι δεν υπάρχουν ισομεγέθη ισοδύναμα κράτη και οικονομίες στον κόσμο, ότι η εξέλιξη του καπιταλισμού οδηγήθηκε ή και πραγματοποιήθηκε από ορισμένα ισχυρά κέντρα, ότι το πέρασμα στην εποχή του ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού κεφαλαίου έγινε μέσα από την επιβολή άνισων σχέσεων ανάμεσα σε χώρες, ότι πέρα από ανοικτές αποικιοκρατικές σχέσεις, δημιουργήθηκε σωρεία και ποικιλία μορφών εξάρτησης πολλών χωρών από τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα. Προϋποθέτει την παραδοχή και την ανάλυση ότι μια χούφτα χωρών συγκεντρώνει τεράστια δύναμη και επιβάλλει όρους και κανόνες, καθορίζει τη διεθνή οικονομική πολιτική, ελέγχει παγκόσμιες αγορές, εκμεταλλεύεται εργατική δύναμη και πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις σε διεθνές επίπεδο, μοιράζει τον κόσμο και τις αγορές, δημιουργεί τεράστια καρτέλ, ενώ αυτές οι χώρες ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την παγκόσμια οικονομία. Η αφαίρεση αυτού του στοιχείου από την παγκόσμια πραγματικότητα οδηγεί αναγκαστικά σε μια αντίληψη ότι οι εξελίξεις σε κάθε χώρα καθορίζονται αποκλειστικά από τις εσωτερικές αντιθέσεις, από την ταξική πάλη που διεξάγεται στο εσωτερικό τους – σαν ο κόσμος να αποτελείται από ένα γαλαξία ξεκομμένων εθνικών κοινωνικών σχηματισμών όπου οι αποφάσεις, οι κατευθύνσεις, η οικονομική ανάπτυξη, η εξωτερική πολιτική κ.λπ. αποτελούν ζητήματα μόνο ενός εσωτερικού συσχετισμού δυνάμεων. Σύμφωνα με αυτήν την «αριστερή» κριτική, η εξάρτηση θεωρείται μια έννοια ρετρό, μια έννοια που υποβαθμίζει τον ρόλο της ταξικής πάλης εντός κάθε ξεχωριστού κοινωνικού σχηματισμού. Πίσω από αυτή τη θεώρηση σχεδόν όλες οι καπιταλιστικές χώρες θα ακολουθήσουν την τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου και θα καταστούν κι αυτές ιμπεριαλιστικές χώρες, συμμετέχοντας στην «ιμπεριαλιστική αλυσίδα». Η Ελλάδα ως πλήρες μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ ήδη έχει μια θέση σε αυτήν(*)…

Τι / Ποιους υπηρετούν οι ντόπιες ελίτ

Όταν λοιπόν λέμε ότι η Ελλάδα είναι μια εξαρτημένη καπιταλιστική χώρα, εννοούμε σαφώς ότι η εξάρτηση σημαδεύεται από τη σχέση που έχει η χώρα, η οικονομία, η πολιτική, η εξέλιξή της με τις επιδιώξεις, τους στόχους, τα συμφέροντα, τους μηχανισμούς, τα δίκτυα των Μεγάλων Δυνάμεων – εν προκειμένω των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και πιο συγκεκριμένα σήμερα από τις ΗΠΑ και τις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία κ.λπ.).

Σε όλους τους τομείς (οικονομία, πολιτική, δίκαιο, ένοπλες δυνάμεις, διεθνείς σχέσεις, κρατικός μηχανισμός, κυρίαρχη ιδεολογία, υλικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί, πολιτισμός κ.λπ.) οι εξελίξεις και οι αναδιαρθρώσεις εντός της χώρας καθορίζονται πρωτίστως και κυρίως με βάση τις ανάγκες και τους σχεδιασμούς του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου, τις εντολές των υπερεθνικών ολοκληρώσεων (π.χ. Ε.Ε.) και των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών. Όποιος αφαιρέσει –για οποιονδήποτε λόγο και κάτω από οποιαδήποτε ανάλυση– την ποιότητα της εξάρτησης, δεν μπορεί να διακρίνει και να εκτιμήσει τη σύγχρονη ιστορία και τις εξελίξεις στη χώρα μας μέχρι τις μέρες μας.

Η σχέση / ποιότητα «εξαρτημένη καπιταλιστική χώρα» διαμεσολαβείται εσωτερικά από μια μεγαλοαστική τάξη (τις αποκαλούμενες ελίτ) που υπηρετεί αυτό το σύστημα, πλουτίζει από τη διαιώνισή του, εξασκεί την ηγεμονία της βασιζόμενη σε αυτούς τους δεσμούς (και το διακηρύσσει εμφατικά: «ανήκομεν στη Δύση», «είμαστε η Δύση», «ισότιμο πλήρες μέλος της Ε.Ε.», «σωστή πλευρά της ιστορίας»). Και πάνω σε αυτό κτίζει τις απαραίτητες κοινωνικές συμμαχίες της, κυρίως με στρώματα της ανώτερης μεσαίας αστικής τάξης, και διαρθρώνει ολόκληρη την πολιτική ζωή, τη διοίκηση, το δίκαιο, τις εργασιακές σχέσεις, τα ΜΜΕ σύμφωνα με τις ανάγκες και τις προδιαγραφές του μοντέλου.

Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός καθορίζεται από τη σχέση / ποιότητα «εξαρτημένη καπιταλιστική χώρα», και ολόκληρο το πολιτικό πεδίο, το πολιτικό και πολιτειακό εποικοδόμημα έχει προσανατολιστεί στην υπηρέτηση αυτής της σχέσης: την υπηρετεί, τη διαιωνίζει, την αναπαράγει. Ο ελληνικός αστισμός, η ολιγαρχία στην Ελλάδα, ο πολιτικός κόσμος, ολόκληρο το κρατικό εποικοδόμημα δεν ανταποκρίθηκε, ούτε ανταποκρίνεται στον στόχο μιας αυτοδύναμης παραγωγικής δομής και παραγωγικής ανασυγκρότησης που να απαντά σε ανάγκες της κοινωνίας και της χώρας, Ούτε βεβαίως μπορεί να ακολουθήσει μια εθνικά ανεξάρτητη πολιτική κατεύθυνση.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού στην Ελλάδα

Ας δούμε όμως και την πλευρά «καπιταλιστική χώρα». Αυτό σημαίνει μια ορισμένη ανάπτυξη του καπιταλισμού στην οικονομία και μια κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στις τελευταίες δεκαετίες ενισχύθηκαν οι καπιταλιστικές σχέσεις, καθώς και ο μονοπωλιακός τομέας της οικονομίας. Οι υπηρεσίες απόκτησαν κεντρικότερο ρόλο, ενώ συνεχίστηκε η αποβιομηχάνιση και ο αφελληνισμός της οικονομίας, προωθήθηκε μια γενναία απολίπανση μεσαίων στρωμάτων και αυτοαπασχολούμενων και συρρικνώθηκε η αγροτική παραγωγή με βασική κατεύθυνση το κτύπημα της μικρής και μεσαίας αγροτιάς. Ο τραπεζικός τομέας, οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές, συγκεντρώθηκαν σε ισχυρούς ομίλους του πολυεθνικού κεφαλαίου, ενώ ο δανεισμός και το χρέος απόκτησαν κυρίαρχη θέση στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας και έγιναν ένα κύριο κανάλι της υπαγωγής και εξάρτησης της χώρας στο πολυεθνικό κεφάλαιο (ΕΚΤ, Δανειστές, «αγορές», οίκοι αξιολόγησης κ.λπ.).

Η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας σαν στρατηγική επιλογή βάθυνε διαδικασίες εξάρτησης. Στο όνομά της προωθήθηκαν αναδιαρθρώσεις οικονομικές, διοικητικές, κρατικές, αφαιρέθηκαν εργαλεία και θεσμοί οικονομικής κυριαρχίας, η οικονομία «διεθνοποιήθηκε», δηλαδή άνοιξε προς το διεθνές κεφάλαιο και τις αγορές. Πάνω σε αυτή τη βάση η Ελλάδα ακολούθησε πιστά όλες τις μεταβολές και τις προδιαγραφές των διεθνών οργανισμών και κέντρων. Τόσο όσον αφορά τις πολιτικές διαχείρισης της κρίσης και την επιβολή μεγάλων πακέτων λιτότητας, όσο και σαφείς οδηγίες για την «τριτοποίηση» της οικονομίας της χώρας (αποβιομηχανοποίηση, στροφή στις υπηρεσίες κάθε είδους) στο όνομα μεγάλων καμπανιών όπως «η πρόκληση του 1992», το τρένο της «μεταβιομηχανικής εποχής», και πρόσφατα η «πράσινη μετάβαση» και ο «ψηφιακός μετασχηματισμός».

Επομένως, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού στην Ελλάδα, όπως η λειτουργία του ως διαμετακομιστικό κέντρο, ως μεταπρατικός χώρος, ως αγορά και έλεγχος κρίσιμων τομέων (ορυκτός πλούτος, ενέργεια), ως χώρα χαμηλού εργατικού κόστους και χώρα εξαγωγής μεταναστών προς τα κέντρα του καπιταλισμού, ακολουθείται πρακτικά μια πορεία προσαρμογών στις ανάγκες και την πορεία: α) της διεθνούς οικονομικής κρίσης και των μορφών εκδήλωσής της στην Ελλάδα, ή των επιπτώσεων που τα διεθνή της κύματα επιφέρουν στην Ελλάδα, και β) στις διαρκείς αναδιαρθρώσεις και τα προγράμματα που προβλήθηκαν από τα διεθνή κέντρα και έπρεπε να ακολουθηθούν από μικρές ή μεσαίες χώρες με μεγάλες διασυνδέσεις και εξαρτήσεις από τα διεθνή ισχυρά κέντρα.

Ο «εξευρωπαϊσμός» της χώρας σήμαινε μια ένταση και έναν εκσυγχρονισμό του μεταπρατικού υπεργολαβικού χαρακτήρα τομέων και επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Πολλές γεωπολιτικές ανάγκες και αλλαγές στον παγκόσμιο ενεργειακό τομέα και το παγκόσμιο εμπόριο απαιτούσαν αναγκαίες προσαρμογές της χώρας ως κυρίως διαμετακομιστικού κόμβου, όπως λιμάνια, αεροδρόμια, logistics, και άρα αλλαγές σε υποδομές, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, και παράλληλα μια εξειδίκευση υπηρεσιών με μια προνομιακή θέση του «τουριστικού προϊόντος». Σε μια στιγμή, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, την εποχή του Σημιτισμού, είχαν καλλιεργηθεί αυταπάτες για μια νέα Μεγάλη Ιδέα της σύγχρονης Ελλάδας: «Είσοδος στο ευρώ – Ολυμπιάδα 2004 – Εξόρμηση στο Βαλκανικό Ελντοράντο». Ήδη το χρέος είχε θεριέψει, το ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών ήταν μονίμως αρνητικό και διευρυνόταν, η κρίση έδειχνε τα δόντια της και πολλά πρόδρομα σημάδια της σε διάφορες χώρες, και σε χώρες όπως η Αργεντινή είχαμε ήδη χρεοκοπίες της οικονομίας. Σε λίγο θα έρχονταν και η σειρά της Ελλάδας με τη Χρεοκοπία του 2010, τα μνημόνια και ό,τι ακολούθησε.

Χρεοκοπία, εκχώρηση κυριαρχίας και ευθυγραμμίσεις

Αυτή είναι γνήσιο παιδί του εξαρτημένου καπιταλιστικού χαρακτήρα της χώρας, γνήσιο παιδί του «εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού». Γιατί μπορεί η κρίση να ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και μετά να επεκτάθηκε στην Ευρώπη, αλλά οι επιπτώσεις της δεν ήταν ίδιες για κάθε χώρα. Ούτε οι μορφές εκδήλωσής της σε κάθε χώρα, ούτε τα τραντάγματα που δημιουργήθηκαν ήταν ίδια στις ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες και στις εξαρτημένες καπιταλιστικές χώρες, και ιδιαίτερα σε μια χώρα σαν την Ελλάδα – όπου μια άρχουσα τάξη έκανε ό,τι μπορούσε για να οδηγηθούμε στη χρεοκοπία και, αφού φτάσαμε σε αυτήν, φρόντισε να «παραχωρήσει» περισσότερη κυριαρχία στους Δανειστές και να μετατρέψει τη χώρα σε μια αποικία νέου τύπου. Αλλά και οι «λύσεις» που εφαρμόστηκαν με άμεση παρέμβαση των διεθνών κέντρων στην Ελληνική Χρεοκοπία του 2010 είχαν μια εξόφθαλμη επιβολή και παραπέρα γιγάντωση και εμβάθυνση της εξάρτησης της χώρας. Από τότε έχουμε ένα νέο καθεστώς στην Ελλάδα: καθεστώς επιτήρησης, ελέγχου, καθεστώς υποβάθμισης της χώρας σε μισοαποικία του διεθνούς κεφαλαίου, των Δανειστών, της Τρόικας, καθεστώς που μοιάζει με αυτά του «Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου» προηγούμενων δεκαετιών, ή με καθεστώτα σε κατεχόμενες χώρες μετά από πολέμους. Αυτές τις αλήθειες τις καταλαβαίνει και τις αισθάνεται κάθε λαϊκός άνθρωπος (και αυτό φάνηκε περίτρανα την περίοδο 2010-2015), αλλά δεν μπορούν να τις «πιάσουν», να τις αισθανθούν αναλυτές, διανοούμενοι ή και φορείς της Αριστεράς…

Υπάρχει όμως και μια πολιτική διάσταση της ποιότητας «εξάρτηση». Εκχώρηση κυριαρχίας σε άλλα κέντρα, επομένως μείωση της κυριαρχίας της χώρας, προσαρμογή σε μεγάλους γεωπολιτικούς αναδασμούς ακόμα και σε βάρος της κυριαρχίας της χώρας: Διάλυση Βαλκανίων, πόλεμος Γιουγκοσλαβίας, παράδοση Οτσαλάν, Ίμια – Μαδρίτη – Ελσίνκι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εγκατάλειψη της Κύπρου και υποστήριξη του Σχεδίου Ανάν-Μπους που ο κυπριακός λαός απέρριψε με δημοψήφισμα το 2004, συμμετοχή σε αποστολές του ΝΑΤΟ (Κόσοβο, Αφγανιστάν κ.λπ.), εξοπλιστικά προγράμματα και μετατροπή της χώρας σε ορμητήριο ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, επέκταση των βάσεων σε Σούδα, Αλεξανδρούπολη, Λάρισα, αλλαγή προσανατολισμού απέναντι στις αραβικές χώρες και πλήρης στήριξη του Ισραήλ, ενεργή συμμετοχή στον πόλεμο της Ουκρανίας με αποστολή στρατιωτικού υλικού και αποστρατιωτικοποίηση νησιών Ανατολικού Αιγαίου, ψήφιση όλων των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας και ανάδειξη της χώρας αυτής σε εχθρό της Ελλάδας, προθυμία να ανταποκριθεί σε ό,τι ζητηθεί για να βρίσκεται «στη σωστή πλευρά της ιστορίας». Όλα αυτά εντελώς φανερά, διακηρυγμένα και επίσημα. Διότι υπάρχει και μια άλλη πλευρά, λιγότερο ορατή: η δράση των Πρεσβειών και των πρέσβεων, τα ειδικά κλιμάκια και οι άνθρωποι που έχουν επαφές με υπηρεσίες, κι όλο το πλέγμα σχέσεων τέτοιου επιπέδου…

Η ιδεολογική επίθεση στη θέση περί εξαρτημένου χαρακτήρα της Ελλάδας έχει μακρά ιστορία μέσα στην 50ετία της Μεταπολίτευσης, και θα ασχοληθούμε με αυτήν παρακάτω. Απλά σημειώνουμε πως η αστική και η αριστερή οπτική συγκλίνουν με περίεργο τρόπο, θέλοντας να απαλλαγούν από την ποιότητα «εξάρτηση». Για προφανείς λόγους η αστική οπτική, για ιδεολογικούς λόγους (αλλά και για λόγους προσαρμογής και ενσωμάτωσης) η Αριστερά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!