Ξεκινώντας από τα διδάγματα του ιταλικού νεορεαλισμού, που ανέδειξε τη μιζέρια της ιταλικής κοινωνίας, στην εποχή της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, η 49χρονη Μάουρα Ντελπέρο, στη δεύτερη ταινία της «Βερμίλιο: η νύφη του βουνού», μετουσιώνει στο κινηματογραφικό της όραμα τα παραδείγματα σπουδαίων Ιταλών σκηνοθετών του 60’ και του ’70 -αδερφοί Ταβιάνι, Μπερτολούτσι, Ερμάνο Όλμι- που ανέδειξαν το ταξικό και κοινωνιολογικό αποτύπωμα της φεουδαρχίας στον αγροτικό κόσμο. Η ταινία της κέρδισε Αργυρό Λέοντα στο περσινό 81ο φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας και σάρωσε 7 βραβεία Donatello, ανάμεσά τους και το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας, για πρώτη φορά σε γυναίκα δημιουργό.
Το 1944, στο απομονωμένο ορεινό χωριό Βερμίλιο, στις ιταλικές Άλπεις, η άφιξη του νεαρού λιποτάκτη Πιέτρο (Τζουζέπε Ντε Ντομένικο) αναστατώνει την πολύτεκνη οικογένεια του Δασκάλου Τσέζαρε Γκρατσιαντέι (Τομάσο Ράνιο), με την μεγάλη του κόρη Λουτσία (Μαρτίνα Σκρίντσι) να τον ερωτεύεται.
Ταινία-οικογενειακό πορτρέτο, για τους χαρακτήρες της πολύτεκνης οικογένειας, που αριθμεί τρεις κόρες και τέσσερις γιους, μαζί με ένα μωρό στην αγκαλιά της γυναίκας του Αντέλε (Ρομπέρτα Ρόβελι) και ένα ακόμα στην κοιλιά της, πριν την δέκατη γέννα. Συνδέοντας στο αυστηρό πλαίσιο της αγροτικής ζωής τη νατουραλιστική κυριαρχία του φυσικού τοπίου, μέσα από το γυναικείο πρίσμα καταγράφεται η πατριαρχική δομή της επαρχίας.
Με τη δράση τοποθετημένη σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό, αποφεύγεται να θιχτεί η φασιστική έλευση που δίχασε την ιταλική κοινωνία, στον αντίποδα αντιφασιστών σκηνοθετών, όπως οι Φελίνι και Ταβιάνι. Ωστόσο, μέσα από το ορεινό τοπίο, που καταγράφεται και στις τέσσερις εποχές του χρόνου, αναπτύσσεται γενναιόδωρα ένας φιλοσοφικός και υπαρξιακός στοχασμός, για τον κύκλο ζωής, το νομοτελειακό γεγονός του θανάτου και την άναρχη εισβολή του έρωτα. Σε μια κλειστή αγροτική κοινωνία, οι προδιαγεγραμμένοι ρόλοι των φύλων μεταξύ θεσμικής πατριαρχίας και καθολικής εκκλησίας, περιορίζουν δραστικές ελευθερίες στις γυναίκες, που ασφυκτιούν ανάμεσα σε πόνο, υποχρεώσεις και μηδαμινές απολαύσεις. Οι ελαχιστοποιημένες προοπτικές τους ξεδιπλώνονται, εστιάζοντας στις τρεις νεαρές αδερφές, στο μεταίχμιο παιδικότητας και ωρίμανσης, που μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, αναπτύσσοντας τρυφερό δέσιμο. Με πρωταγωνίστρια την «άτυχη» γαλανομάτα Λουτσία (Φωτεινή), που στερήθηκε το σχολείο λόγω πολέμου, περιγράφεται η επίδραση του έρωτα τόσο στη δική της ζωή, όσο και του λιποτάκτη, που ξαναβρήκε λαλιά πλάι στο ερωτικό φως της, πληρώνοντας σκληρό τίμημα. Η σιωπηρή και υπάκουη έφηβη Άντα ανακαλύπτει τις σεξουαλικές ορμές, αναπτύσσοντας οριακά μαζοχισμό, λόγω έλξης από την απελευθερωμένη, ελλείψει πατρικής παρουσίας, Βιρτζίνια. Η μικρότερη φιλομαθής Φλάβια βυθίζεται στους άτλαντες και τα βιβλία του πατέρα της.
Η πατριαρχία ηγείται εκτός σπιτιού και η μητριαρχία εντός εστίας, με την ισχνή μητρική φιγούρα της Αντέλε, που αντιτάσσεται στο καπρίτσιο του πατέρα να αγοράσει ένα νέο δίσκο μουσικής -τροφή της ψυχής- ενώ αυτή κοιτάει πώς να θρέψει τα οκτώ παιδιά τους. Θάνατοι και γεννήσεις μπλέκονται με τον ετήσιο κύκλο των εποχών και τον κύκλο της γυναικείας καρποφορίας, αναδεικνύοντας αλληλεγγύη, σε «γυναικεία ζητήματα» -τοκετό, έμμηνο ρήση, θηλασμό- πλάι στις οπισθοδρομικές αντιλήψεις της θείας.
Στον αντίποδα, ο ασπρομάλλης πάτερ-φαμίλιας, καλλιεργημένος και δίκαιος, πείθει τους αγράμματους συγχωριανούς να αποδεχτούν τον λιποτάκτη, αντιλαμβανόμενος το μετατραυματικό σύνδρομο, ενώ μαθαίνει τους μαθητές του να ακούν τις «Τέσσερις Εποχές» του Βιβάλντι. Ωστόσο, αδιαφορώντας για το γυναικείο φύλο, μετατρέπεται σε αυταρχικό πατέρα-αφέντη -άμεση αναφορά στους Ταβιάνι- υποβιβάζοντας την γυναίκα του σε μηχανή αναπαραγωγής, ενώ παίρνει δραστικές αποφάσεις για το μέλλον των παιδιών. Μονάχα η Φλάβια αξίζει να σπουδάσει, ενώ παραβλέπει τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες του πρωτότοκου γιου του Ντίνο.
Οι δυο λιποτάκτες, ο Ατίλιο, ανιψιός του Δάσκαλου και ο καλόκαρδος Σικελός Πιέτρο, παρουσιάζονται αμίλητοι, στοιχειωμένοι από μακάβριες εικόνες και τη φρίκη του πολέμου.
Εύστοχα η Ντελπέρο χτίζει ανάγλυφους χαρακτήρες, αποκαλύπτοντας μικρά μυστικά και φετίχ των πρωταγωνιστών. Η ενοχική Άντα καταγράφει σε ημερολόγιο αμαρτίες, προτείνοντας τιμωρίες, ο Δάσκαλος απολαμβάνει να καπνίζει στο γραφείο του ακούγοντας στο γραμμόφωνο νυχτερινά του Σοπέν, ενώ ο Ντίνο απελπισμένος, απομονώνεται, για να πιει κρασί και να σμιλεύσει ξύλινες φιγούρες. Η ατίθαση Βιργινία καπνίζει στα κρυφά τα κλεμμένα από τον Δάσκαλο τσιγάρα που της φέρνει η Άντα, ενώ απεικονίζεται καβάλα σε γαϊδουράκι, ανακαλώντας το «Στην τύχη ο Μπαλταζάρ» (1966/Ρομπέρ Μπρεσόν).
Όπως η διακεκριμένη Ιταλίδα σκηνοθέτρια Αλίτσε Ρορβάρχερ κινηματογραφεί τη γενέτειρά της και η μεγαλύτερή της Ντελπέρο κινηματογραφεί τη δική της γενέτειρα, καταγράφοντας με εθνογραφική έγνοια, την ντοπιολαλιά λάντιν και παραδοσιακά έθιμα, όπως τα δρώμενα στη γιορτή της Αγίας Λουτσίας. Αντίστοιχα παρουσιάζονται η γιορτή στην ταβέρνα, η θρησκευτική λιτανεία για τη λήξη του πολέμου και το υπαίθριο γαμήλιο γλέντι την άνοιξη, όπου συνοδεία ζωντανής μουσικής, με ακορντεόν και ένα ιδιαίτερο τοπικό κρουστό, οι προσκεκλημένοι χορεύουν, τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια γάμου, ανακαλώντας νοσταλγικές ταινίες του Φελίνι. Η πρωτότυπη μουσική ελαχιστοποιείται, δίνοντας χώρο στη διηγητική μουσική, μέσα από εμφανείς πηγές ήχου, δίσκο γραμμοφώνου ή μουσικούς που παίζουν ζωντανά, με μικρή μη διηγητική χρήση των πολυφωνικών της περιοχής.
Μέσα από τη σκηνοθετική δεινότητα της Ντελπέρο, η πολύτεκνη οικογένεια παρουσιάζεται από το πρώτο πλάνο με όλα τα αδέρφια να κοιμούνται μαζί, σε τρία κρεβάτια. Μετά το άρμεγμα της αγελάδας, η μητέρα μοιράζει το βρασμένο γάλα στα παιδιά, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο, νεορεαλιστική οπτική που καλύπτεται και μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των παιδιών.
Εξαιρετικά αποδίδεται και ο απροσδόκητος χαμός του μωρού, αφήνοντας απαρηγόρητη την χαροκαμένη μάνα. Με μουσική υπόκρουση ένα εκκλησιαστικό χορωδιακό, παράλληλα με πένθιμες καμπάνες, προβάλλονται διαδοχικά τα χιονισμένα τοπία του χωριού, μεταφέροντας μαζί με τη θλίψη και το επιθανάτιο στίγμα του χειμώνα, πριν την αναγέννηση της άνοιξης μέσα από τον έρωτα, σε μια ζηλευτή σκηνοθετική οικονομία. Με αντίστοιχο μοντάζ μουσικής και διαδοχικών πλάνων στέφεται και ο έρωτας του νιόπαντρου ζευγαριού. Καθώς ακούγεται η καλοκαιρινή καταιγίδα από τις «Τέσσερις Εποχές» του Βιβάλντι στα πλαίσια σχολικού μαθήματος, παρεμβάλλονται διαδοχικά πλάνα από τις αγροτικές εργασίες, μεταφέροντας την αρμονική καθημερινότητα, πριν επισκιαστεί από ένα τραγικό γεγονός, που προμηνύεται μέσα από την δραματικότητα του μπαρόκ κονσέρτου.
Δίνοντας έμφαση στους φυσικούς φωτισμούς που εντείνουν το ρεαλισμό της σκηνοθετικής αντίληψης της Ντελπέρο εντυπωσιάζουν οι σκηνές που η μητέρα πλένει την καταθλιπτική έγκυο Λουτσία, την επιστροφή της, στο πυκνό δάσος, καβάλα στο γαϊδουράκι συνοδεία του Ντίνο, ως άλλη Παναγιά με τον Ιωσήφ, αλλά και την επίσκεψη στον τάφο του αγαπημένου, με τον ήλιο να μαλακώνει το πένθος της, καθώς και την αγάπη για το νεογέννητο μωρό της.
Σε μια εποχή με στοιχειώδη επικοινωνία, όταν αρκούσαν μονάχα λίγες ματιές και λίγες συναντήσεις για να αναπτυχθεί ένας μεγάλος έρωτας, η ερωτική σπίθα μεταξύ Λουτσία και Πιέτρο ακολουθεί τον κύκλο της φύσης μιας αέναης κίνησης θανάτου-αναγέννησης. Ξεκινάει χειμώνα, μέσα από διακριτικά βλέμματα ανάμεσα σε χιονισμένα έλατα, φουντώνει την άνοιξη, στα ανθισμένα λιβάδια, προετοιμάζοντας την καρποφορία φύσης και γυναίκας, με αγγίγματα που γίνονται χάδια, καταλήγοντας σε φιλιά, ωστόσο σβήνει άδοξα, αλλά όχι άκαρπα, στο καλοκαίρι, με το άκουσμα της καλοκαιρινής καταιγίδας του Βιβάλντι να υπογραμμίζει το τραγικό στοιχείο του πόνου ενός θανάτου και μιας γέννησης, μέχρι ο αβάσταχτος θρήνος να καταλαγιάσει προς το φθινόπωρο, με την ζωή να συνεχίζει τον αδιάκοπο κύκλο της. Για μια ζωή που φεύγει τραγικά, μια άλλη πάντα έρχεται μαγικά.
*Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου [email protected]