του Δημήτρη Τζουβάνου*

1. Σενάρια και Μεγάλη Εικόνα

Ένα απ’ τα κρίσιμα γεωπολιτικά ζητήματα της περιόδου αφορά τη ρωσονατοϊκή ένταση στην Ουκρανία. Όχι ωστόσο κυρίως για τους άμεσους κινδύνους που εγκυμονεί όσο γιατί συνδέεται με βαθύτερες γεωπολιτικές που απαιτούν κατάλληλη ανάγνωση και προσανατολισμούς, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.

Φυσικά ο κίνδυνος τοπικής ή και σχετικά διηυρημένης σύρραξης εκεί δεν είναι αμελητέος, έχει πάντα την πιθανότητά του. Η πρόβλεψη Μπάιντεν περί ρωσικής εισβολής το Φεβρουάριο, η ανάλογη εκτίμηση του ελληνοαμερικανού ναυάρχου Σταυρίδη, πρώην διοικητή του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, η δήλωση Μπλίνκεν ότι «οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν μπλοφάρουν» κ.λπ. δεν διαγράφονται απ’ τις ρωσικές διαβεβαιώσεις ότι δεν σχεδιάζουν εισβολή. Ακόμα κι ο κίνδυνος μεγάλης και καταστροφικής κλιμάκωσης-σύγκρουσης Ανατολής-Δύσης ελλοχεύει πάντοτε στην εποχή μας, πλην φαίνεται ακόμα λιγότερο πιθανός στην ειδικότερη συγκυρία του Ουκρανικού. Συγκυρία όπου τα επί τραπέζης επίδικα αφορούν την επέκταση του ΝΑΤΟ και των οπλικών του εγκαταστάσεων ως τα ευρωπαϊκά και τα καυκασιανά ρωσικά σύνορα ή την ανακοπή της (σε διηυρυμένη μάλιστα εκδοχή) «απονατοποίησης» Ρουμανίας και Βουλγαρίας στο πλαίσιο «Αμοιβαίων Εγγυήσεων Ασφαλείας» που απαιτεί η Ρωσία. Κι όπου όμως τα «εκτός τραπέζης», τουλάχιστον από πλευράς Δύσης, έχουν μεγαλύτερη σημασία τόσο ως προς τις τρέχουσες όσο κι ως προς τις μακρο-εξελίξεις.

Η πιο πιθανή βραχυπρόθεσμη εξέλιξη στο Ουκρανικό είναι η ορισμένη εκτόνωση, έστω κι αν μια τοπική σύρραξη προκριθεί για να υπογραμμίσει τα αμφί όρια στη διελκυστίνδα ΗΠΑ-Ρωσίας. Ο κύριος λόγος είναι η «ισορροπία του τρόμου» πλάι στην (εκάστοτε επικαιροποιούμενη προ του «απτού» κινδύνου και σε απόσταση απ’ τα επί χάρτου επιτελικά σχέδια) επίγνωση της κάθε πλευράς ότι μια σημαντική «ήττα» της άλλης δεν θα είναι ανεκτή ακριβώς ως υποκινούσα μια μεγάλη κλιμάκωση. Κλιμάκωση στην περιοχή του «τρόμου» όπως εγγυώνται οι αμφί στρατιωτικές δυνατότητες. Υπάρχουν άλλωστε περιθώρια ανεκτών υποχωρήσεων και δίοδοι διαφυγής κι απ’ τις δύο πλευρές ως τελευταία εναλλακτική έναντι των «τελικών λύσεων». Για τη Ρωσία οι προτάσεις «εγγυήσεων ασφαλείας» (που μπορούν κάλλιστα να εκπέσουν σε κάποιο είδος «ημι-εγγυήσεων») και το περιθώριο ελιγμών στα περί «απονατοποίησης» Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Για τις ΗΠΑ η δυνατότητα κάποιας (τυπικά κι ουσιαστικά) ημι-παρουσίας στην Ουκρανία και τον Καύκασο, σχετικά ανεκτής απ’ τη Ρωσία. Εξ άλλου τόσο η ρωσική κατευναστική ρητορική όσο και το προ καιρού μήνυμα Μπάιντεν ότι «μια μεγάλη ρωσική εισβολή θα αντιμετωπίσει σκληρές “οικονομικές” κυρώσεις» συνάδουν με τις αμφί επιφυλάξεις για κλιμάκωση.

Αυτά βέβαια δεν αντιτίθενται στην επί τω έργω διερεύνηση του ορίου ανοχής του αντιπάλου από κάθε πλευρά, ούτε αποκλείουν εντελώς τις επί τω έργω αυτώ ανεξέλεγκτες κλιμακώσεις όπως μπορούν να καταλυθούν κι από δευτερεύοντες υποκειμενικούς (επιτελικούς, λομπίστικους, τυχαίους κ.λπ.) παράγοντες. Συνηγορούν ωστόσο σε μια win-win (δηλ. αμφί ανάγκη-φιλοτιμία) εκτόνωση, τουλάχιστον ως όρου εξασφάλισης χρόνου «στρατηγικού αναστοχασμού». Χρόνου τον οποίο ιδιαίτερα έχουν ανάγκη οι ΗΠΑ δεδομένου ότι η όλη στρατηγική τους είναι υπό διερεύνηση – οι ίδιες οι ΗΠΑ (βλ. & συνέχεια) μέσα απ’ το Ουκρανικό διερευνούν όχι μόνον τις ρωσικές αντιδράσεις αλλά και τις ίδιες τις δικές τους «ασαφείς προθέσεις» όπως μάλιστα αυτές βαρύνονται και με ερωτήματα περί τις ευρωπαϊκές, κινεζικές κ.α. αντιδράσεις, άμεσες κι ευρύτερες.

Πέραν όμως των σεναρίων, το κύριο ζήτημα αφορά τη «Μεγάλη Εικόνα» πίσω απ’ την ένταση εκεί, κάτι που δεν αφορά «αποκαλυπτικά ρεπορτάζ» ούτε στερεοτυπικές αοριστίες περί «του νέου ψυχρού πολέμου» αλλά τα εκτός τραπέζης κρίσιμα ψυχροπολεμικά επίδικα και τη σχετική γεωπολιτική δυναμική που διαμορφώνουν. Δυναμική όπου «κίνδυνοι και δυνατότητες» αναμετρώνται περί κατάλληλες στρατηγικές δημιουργίας διεξόδων (όπως π.χ. η μεταπολεμική ευρωπορεία) ή και τραγωδιών (όπως πχ. τα μικρασιατικά, της φετινής 100.ετηρίδας).

Απ’ την άποψη της Μεγάλης Εικόνας θα ‘πρεπε κανείς να αναρωτηθεί για τις πηγές της έντασης στην Ουκρανία, χωρίς να εγκλωβιστεί στις τοπικές θρυαλλίδες αλλά και στις «ψυχροπολεμικές» γενικότητες μ’ όλο το αντίκρυσμα και των δύο στα πράγματα. Φυσικά, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία θα επιθυμούσαν την ποικιλόμορφη «προσάρτηση» της περιοχής στα αντίστοιχα μπλοκ (όπως κι άλλων περιοχών του κόσμου) όχι ωστόσο με κάθε κόστος, ιδίως αυτό του «τρόμου» – δεν υπάρχει ειδικά κρίσιμος λόγος για κάτι τέτοιο. Άλλωστε η Δύση «απέσπασε» ήδη την Ουκρανία απ’ τη Ρωσική επιρροή ενώ και η Ρωσία ανέκτησε ήδη την στρατηγικής σημασίας Κριμαία (που είχε παραχωρήσει παλιότερα στη σοβιετική Ουκρανία) ενώ έχει εξασφαλίσει σημαντική αυτονομία στις ρωσόφωνες ανατολικές περιοχές της χώρας. Ώστε ο ουσιαστικός λόγος αφορά βαθύτερα στοιχεία γεωπολιτικής ή άλλως τις ειδικότερες πλευρές του νέου «ψυχρού πολέμου» που πάντως βρίσκονται εν πολλοίς εκτός τραπέζης.

Προσεγγίζοντας αναλόγως τα πράγματα θα ‘πρεπε να αναρωτηθούμε για τις γενικότερες επιδιώξεις της κάθε πλευράς στο ιστορικό και γεωπολιτικό φόντο.

Η Ρωσία ουσιαστικά αμύνεται, μερικώς επιθετικά, έναντι της αμερικανικής επιθετικότητας εναντίον της, όπως εκτιμά ότι αυτή μπορεί να κλιμακωθεί αλλά κι όπως εκάστοτε απειλεί να παραβιάσει τις «κόκκινες γραμμές» που αφορούν την ασφάλειά της

2. Αδιέξοδα, Άμυνες, Λύσεις, Προκλήσεις

Η Ρωσία δεν έχει πια τους στόχους της ΕΣΣΔ, δηλ. την καθεστωτική-πολιτική επέκταση του σοβιετικού σοσιαλισμού, είτε ως λάφυρο πολέμων είτε μέσω προώθησης σοβιετικών καθεστώτων ανά τον κόσμο. Ούτε οι οικονομικοί και στρατιωτικοί όροι ούτε η κατάρρευση του σοβιετικού οράματος και κινήματος ανά τον κόσμο το επιτρέπουν. Είναι υποχρεωμένη σε μακροπρόθεσμη πολιτική «ασφάλειας» και οικονομοτεχνικής ανάπτυξης φυσικά με όρους που εξασφαλίζουν στις ρωσικές αλλά κι ευρύτερες γεωπολιτικές συνθήκες αυτή την πορεία, δηλ. με όρους «ανενόχλητης» ημιτσαρικής ημιδημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό επιδιώκει φιλικές (και προσοδοφόρες) σχέσεις με την ΕΕ, σχοινοβατεί στις σχέσεις της με την ραγδαία ενισχυόμενη Κίνα και τον «φίλο-εχθρό» που αυτή εκπροσωπεί ενώ φυσικά ενδιαφέρεται για στρατηγικά προγεφυρώματα στη Μ. Ανατολή και πέριξ.

Ωστόσο το κύριο πρόβλημα της Ρωσίας μέσα σ’ όλα αυτά αποτελεί η πολιτική των ΗΠΑ, κι όχι αναγκαστικά η κατά περιόδους εκδηλούμενη στο προσκήνιο (συγκυριακές εξάρσεις παρουσίας, αποχωρήσεις, εντάσεις, ρητορικές κ.λπ.) αλλά η βαθειά γεωπολιτική των ΗΠΑ όπως εξελίσσεται και μπορεί να κλιμακωθεί περαιτέρω ωθούμενη απ’ τα αμερικανικά αδιέξοδα, ορατά λίγο-πολύ. Η Ρωσία ουσιαστικά αμύνεται, μερικώς επιθετικά, έναντι της αμερικανικής επιθετικότητας εναντίον της, όπως εκτιμά ότι αυτή μπορεί να κλιμακωθεί αλλά κι όπως εκάστοτε απειλεί να παραβιάσει τις «κόκκινες γραμμές» που αφορούν την ασφάλειά της.

Οι ΗΠΑ βρίσκονται ουσιαστικά σε στρατηγικό αδιέξοδο, βιώνουν την κρίση του φιλελεύθερου πολιτισμού που πλέον εξαντλείται κατατρώγοντας και τα θετικά του στοιχεία. Ο διχασμός της αμερικανικής κοινωνίας, η πανστρατιά του «βαθέως αμερικανισμού» στις τελευταίες εκλογές και οι σπασμωδικότητες του τραμπισμού αποτελούν εκφράσεις αυτού του αδιέξοδου. Πίσω τους βρίσκεται η ίδια η αδυναμία των ΗΠΑ να συντηρήσουν τον αμερικανισμό της σπάταλης (ψευδο)ευμάρειας, βασικό πυλώνα της ίδιας της Made in USA κοινωνικοπολιτικής συνοχής και σταθερότητάς της. Αδυναμία ορατή πλέον στους όρους της αναδιανομής της παγκόσμιας πίτας όπως επιβάλλεται απ’ την κινεζική κούρσα, τις ανά τον κόσμο αναπτυσσόμενες δυναμικές και την πολυπολικότητα που διαδέχθηκε την αμερικανική παγκόσμια ηγεμονία.

Οι ΗΠΑ δεν αμύνονται πια έναντι του «κομμουνισμού» (έστω πολεμώντας τον «μακριά απ’ τις ακτές τους») που εκπροσωπούσε η ΕΣΣΔ, αλλά αμύνονται έναντι της «ειρηνικής» οικονομικής (και πολιτικοοικονομικής) τους υποβάθμισης – κρίσης που τους κρούει τη θύρα. Αλλ’ αυτή δεν είναι μια «άμυνα» που μπορεί να αποδώσει περιορισμένη σε «δασμολογικά μέτρα», «οικονομικές συμφωνίες», «εμπορικούς πολέμους» κατά της Κίνας ή, κατά τον Τραμπ, «αμοιβαία επωφελείς οικονομικές σχέσεις» (δηλ. μαγική ανακοπή της παγκόσμιας αναδιανομής). Ούτε μπορεί να βρει διέξοδο σε αποικιακού τύπου ληστεύσεις του τρίτου κόσμου λόγω του τεράστιου πια σχετικού πολιτικοοικονομικού κόστους αλλά και λόγω της σχετικής απαξίωσης των σχετικών πόρων. Ούτε συνακόλουθα οι περιφερειακές συγκρούσεις που θα στήριζαν τέτοιες διεξόδους έχουν «ευθεία και σταθερή οικονομική απόδοση» με την όποια σκοπιμότητά τους (και μέσα από σχετικές παλινωδίες) να συνδέεται πλέον αναγκαστικά με μείζονες γεωπολιτικές. Γεωπολιτικές που θα είχαν πλέον άμεση αναφορά στην καίρια αντιμετώπιση της «πηγής του ανταγωνιστικού προβλήματος», δηλ. στη μείζονα σύγκρουση με Ρωσία και Κίνα. Γεωπολιτικές που δεν έχουν αποσαφηνισθεί πλήρως στις ίδιες τις ΗΠΑ όπου γίνεται φανερό ότι η πλήρης αποσαφήνισή τους θα είχε δύο μόνον δρόμους. Είτε την αποδοχή των τελούμενων (της οικονομοπολιτικής ήττας και προσαρμογής) είτε την κλιμάκωση της «οικονομικής άμυνας» σε στρατιωτική και μάλιστα στην περιοχή του αρμαγεδώνα. Εδώ ας σημειωθεί ότι οποιαδήποτε win-win εκδοχή αναφερόμενη στις «πηγές» μεταπίπτει αυτομάτως στην αποδοχή της ήττας, ταχύτερης ή έστω συνοδεία «δώρου» χρόνου προσαρμογής-αποδοχής, που πρόθυμα θα παραχωρούσαν Κίνα και Ρωσία.

Φυσικά οι σχετικές διαφωνίες και πολώσεις της αμερικανικής ελίτ (ιέρακες, περιστερές κ.λπ.) δεν λείπουν αλλά δεν είναι απόλυτες – ολόκληρη η ελίτ κατανοεί ότι βρίσκεται μπροστά σε αδιέξοδο. Πολύ περισσότερο όταν η ευρύτερη αμερικανική κοινωνία, σε γνώση, άγνοια ή υποψία περί τα πράγματα, δεν αποτελεί παράγοντα κάποιας λύσης αλλά παράγοντα υποσχόμενης χάωσης.

Πρόσθετο παράγοντα της αμερικανικής αμηχανίας και σπασμωδικότητας αποτελεί η σύγκρουση αυτού του τοπίου με την επί αιώνα γεωπολιτική κουλτούρα στις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ, ανατρέποντας το ίδιο τους το δόγμα Μονρόε, μπήκαν στον Α΄ πόλεμο διεκδικώντας και κερδίζοντας ρόλο στην παγκόσμια σκηνή και προσβάσεις σε ανά την υφήλιο πηγές πλούτου. Και στον Β΄ πόλεμο, διαψεύδοντας τον απομονωτισμό του Ρούσβελτ, μπήκαν διεκδικώντας και κερδίζοντας την ηγεμονία της Δύσης, επίσης προσοδοφόρα. Και στον Ψυχρό Πόλεμο, κυρίως αν κι όχι αποκλειστικά «ειρηνικό-οικονομικό» και χωρίς να λείπουν επώδυνες ήττες, διεκδίκησε και κέρδισε την παγκόσμια ηγεμονία με την τελική πτώση της ΕΣΣΔ.

Σε 2-3 δεκαετίες ωστόσο οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια θέση που ο όποιος πόλεμός τους δεν υπόσχεται κάποιο κέρδος αφού ούτε η «προσαρμογή» ούτε ο αρμαγεδών αποτελούν «κέρδος» και αντίστοιχο οδηγό διαμόρφωσης σαφούς στρατηγικής. Η αδυναμία ωστόσο ενός κερδοφόρου-λογικού πολέμου στηρίζει μεν προς το παρόν διάφορα ψυχροπολεμικά εγχειρήματα, καθόλου όμως δεν αποκλείει στην εξέλιξη του αδιεξόδου μια (μη κερδοφόρα και μη λογική) θερμοπολεμική «λύση».

Φυσικά η εφικταναγκαία-στοιχηματική λύση θα ήταν κάποια «προσαρμογή» των ΗΠΑ (κι ολόκληρης της Δύσης, με την ΕΕ να έχει κάνει κάποια πρώτα βήματα), προσαρμογή που ωστόσο θα μπορούσε ακόμα κι να ανεβάσει το ουσιαστικό βιοτικό επίπεδο εκεί παρά τις αναπότρεπτες οικονομικές απώλειες. Αυτό όμως θα απαιτούσε πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές, αλλαγές ιστορικής κλίμακας αν και ρεαλιστικές κατά βάση, αλλαγές μεταφιλελεύθερες για τις οποίες οι ΗΠΑ είναι ανέτοιμες από κάθε άποψη.

Ανοίγει εδώ ένα μεγάλο κεφάλαιο που περιλαμβάνει και την ανάγκη ευρωπαϊκής συνεισφοράς, την ανάγκη πολιτισμικής, πολιτικής και παραδειγματικής βοήθειας και πρωτοβουλιών απ’ την ευρώπη που όμως πρώτα πρέπει να κάνει τα δικά της ανάλογα ιστορικά βήματα. Εδώ η Ευρώπη, εν όλω και κατά χώρα, αφού κατανοήσει ότι στην πραγματικότητα δεν έχει άλλη επιλογή, μπορεί να αξιοποιήσει κι αναβαθμίσει τις πνευματικές και πολιτικές κατακτήσεις που διαθέτει και που δεν περιορίζονται στις φιλελεύθερες. Κατακτήσεις πολύτιμες αν και θαμένες κάτω απ’ τη λάσπη του φιλελεδισμού δηλ. τον ατομικισμό, τη μετριοκρατία, την κορεκτίλα, τον ψευδορεαλισμό, τον χαζορομαντισμό, τη virtual ευτυχία… Ορίζοντας ανάλογες προκλήσεις πρώτα για τον πνευματικό-οδηγό κόσμο, παγιδευμένον κι αυτόν εν πολλοίς και στις διάφορες μερίδες του σε παγανισμούς. Στην άσαρκη πνευματοκρατία, στον επιστημονισμό, στην απολιτικότητα.

Στο ίδιο το πολιτικό-πολιτισμικό πλαίσιο που απαιτεί η απάντηση στα φιλελεύθερα αδιέξοδα, αναγκαιούν στρατηγικές και βήματα προς μια ρυθμισμένη διεθνή τάξη καθώς και ειδικότερα στρατηγικές συνύπαρξης και συμπόρευσης της Δύσης με τον 2ο και 3ο κόσμο. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται κι ακόμα πιο ειδικές στρατηγικές κρίσιμης συνύπαρξης και συνεργασίας με καθεστώτα ξένα στον δυτικό φιλελευθερισμό και με ιδιαίτερους όρους, δρόμους κι ανάγκες μετεξέλιξης.

Οι ΗΠΑ δεν αμύνονται πια έναντι του «κομμουνισμού» (έστω πολεμώντας τον «μακριά απ’ τις ακτές τους») που εκπροσωπούσε η ΕΣΣΔ, αλλά αμύνονται έναντι της «ειρηνικής» οικονομικής (και πολιτικοοικονομικής) τους υποβάθμισης – κρίσης που τους κρούει τη θύρα

3. Ανομολόγητοι Στόχοι και Ήπια Επίθεση

Ενώ η πιο πάνω διέξοδος δεν αποτελεί προς το παρόν παρά μια θεωρητική δυνατότητα, τα αδιέξοδα και η αμηχανία των ΗΠΑ αποτελούν πραγματικότητα. Στα δεδομένα αυτής της πραγματικότητας οι ΗΠΑ έχουν προκρίνει κατ’ αρχήν από ετών μια αβέβαιη στρατηγική «ήπιας επίθεσης» απέναντι σε Ρωσία και Κίνα, διερευνώντας πάντα τα περιθώρια κλιμάκωσης και υπαναχωρήσεων. Ο οικονομικός πόλεμος και η κούρσα των εξοπλισμών καθώς και οι σχετικές περιφερειακές συγκρούσεις περιλαμβάνουν διάφορες φάσεις και παλινωδίες, ακολουθώντας τους δισταγμούς και τις ταλαντεύσεις της αμερικανικής ελίτ, τις αντιδράσεις της αμερικανικής κοινωνίας αλλά και τις κατά περίπτωση εκβάσεις. Θα καταλάβουν το Ιράκ με Πύρρειο εσωτερικό κόστος, θα υποχωρήσουν στο Κουρδικό, θα αποτύχουν στον πυρηνικό έλεγχο του Ιράν, θα ηττηθούν στο Αφγανιστάν, θα «αποχωρήσουν» απ’ τη Μ. Ανατολή αλλά και θα την περιτριγυρίζουν, θα συμπήξουν την AUKUS κατά της Κίνας αφυπνίζοντας μερικώς την Ευρώπη, θα πιέζουν τη Ρωσία από δυσμάς κι απ’ τον Καύκασο, κι ακόμα θα ζητούν απ’ τους συμμάχους του ΝΑΤΟ την ανάληψη μεγαλύτερου βάρους σε δαπάνες και ανθρώπινες απώλειες.

Ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά, τις ταλαντεύσεις, τη «μεσότητα» της στρατηγικής της και τις επί τω έργω διερευνήσεις, η γεωπολιτική των ΗΠΑ έναντι Ρωσίας και Κίνας παραμένει στην ουσία επιθετική και μάλιστα ευανάγνωστα και απ’ τις δύο αυτές χώρες. Ονειρικός κι ανομολόγητος στόχος είναι η κατάλυση των καθεστώτων εκεί υπό πολύπλευρη πίεση και η ακόλουθη δημιουργία οικονομικού χώρου και χώρου πολιτικής ηγεμονίας για τις ΗΠΑ. Στόχος ζωτικής σημασίας για τις ως άνω οικονομοπολιτικά απειλούμενες ΗΠΑ, πλην υπό τη σκιά του αρμαγεδώνα. Κι έτσι διαρκώς υπό ειδικότερη επεξεργασία κι εξειδίκευση η οποία προς το παρόν έχει διαφοροποιήσει τους στόχους ως προς τη Ρωσία και την Κίνα.

Φαίνεται ότι από ετών οι ΗΠΑ έχουν προκρίνει σαν πρωταρχικό στόχο τη Ρωσία, χωρίς να αμελούν βέβαια την κατά το δυνατόν «συγκράτηση» της κινεζικής κούρσας. Ωστόσο θεωρούν τη Ρωσία πλέον ευάλωτη τόσο για την πιο αδύνατη οικονομία της όσο και για τη μικρότερη εσωτερική πολιτική ευστάθειά της σχετικά με την Κίνα αλλά και λόγω του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος για τη Ρωσία και της επιδιωκόμενης ευρωπαϊκής γεωπολιτικής συνδρομής. Οι ΗΠΑ εξ άλλου ελπίζουν ότι σε μια πιεζόμενη Ρωσία οι εξελίξεις μπορούν σε μεγάλο βαθμό να κινηθούν εκ των έσω κατά το παράδειγμα της πτώσης της ΕΣΣΔ. Επί πλέον η ήττα της Ρωσίας θα τροποποιούσε τους συσχετισμούς δύναμης κι έναντι της Κίνας ενώ θα ευνοούσε και τις εσωτερικές κινεζικές εξελίξεις. Έτσι η περίσφιξη της Ρωσίας, «ήπια» πλην σαφώς επιθετική επιχειρείται με κάθε τρόπο, απ’ τον πόλεμο των αγωγών έως τα «ανθρώπινα δικαιώματα» (για τα οποία φυσικά δεκάρα δεν δίνουν – αντίθετα αυτά εργαλειοποιούνται ως εσωτερικός αποσταθεροποιητικός μοχλός) και το Ουκρανικό.

Φυσικά η περίσκεψη και οι ταλαντεύσεις των ΗΠΑ περί τη στρατηγική αυτή είναι διαρκής για τους λόγους που ήδη αναφέραμε αλλά και για δύο ακόμα λόγους. Ο ένας είναι ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν να εξωθήσουν την σύμπηξη μιας στενής Ρωσοκινεζικής συμμαχίας, δεν θέλουν να «χαρίσουν» τη Ρωσία στην Κίνα. Κι ο άλλος γιατί ο Ρωσικός στόχος απαιτεί την ευρωπαϊκή και νατοϊκή συνεργασία, δύσκολη ή ανέφικτη σε συνθήκες «προκλητικής επιθετικότητας» των ΗΠΑ.

Συνεχίζεται

* Το παρόν κείμενο αναδημοσιεύεται από το Αντίφωνο (antifono.gr/ukraine). Στο επόμενο φύλλο θα δημοσιευθεί το Β΄ μέρος. Ο πίνακας είναι έργο του Γάλλου ζωγράφου Philippe Charles Jacquet.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!