του Ηλία Χαρίτου
Περιπλανιόταν στους δρόμους της Πολιτείας του Αέρα, μέσα στην προσωρινή ανυπαρξία του, περιμένοντας την ώρα που θα καταστεί πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα τριακοσίων εξήντα πέντε ημερών που θα κληρονομούσε ο κόσμος σε λίγες ώρες. Ο καινούργιος χρόνος, σκυθρωπός, τρομαγμένος, στιγματισμένος με όλες τις δυσοίωνες προβλέψεις των ειδικών που ανέλυαν περισπούδαστα τη βεβαιότητα ότι θα ήταν ένας δύσκολος χρόνος, αποφάσισε πριν γίνει αντιληπτός ως μέγεθος από τους ανθρώπους, να επισκεφτεί την Πόλη του Αέρα για να πάρει πράξη από την ιστορία της, που ξεπερνά τους είκοσι τρεις αιώνες.
Να πάρει πράξη από το ταξίδι της Πολιτείας του Αέρα στην αιωνιότητα, κι ας έχει στη διάθεσή του μόνο λίγες ώρες για να βουτήξει στα εκατοντάδες χρόνια της ιστορίας της. Σκεφτόταν ότι ίσως, κάποιο από τόσα χρόνια ιστορίας θα ταίριαζε με αυτόν, και θα μπορούσε να αντιληφθεί επιτέλους τι εννοούν οι άνθρωποι όταν λένε «φέτος θα είναι μία δύσκολη χρονιά».
Γιατί αυτός ερχόταν ξέγνοιαστος, φρέσκος, αισιόδοξος, χαμογελαστός, όπως κάθε ερωτεύσιμος νιος, ικανός δηλαδή να μοιράσει απατηλές υποσχέσεις με το λούστρο και τη φρεσκάδα του ωραίου και ελπιδοφόρου, να σκορπίσει χρώματα και αρώματα με το σφρίγος της νιότης, αυτής της ανέμελης υπερδύναμης που χάνεται τόσο γρήγορα, αλλά όταν την έχεις νιώθεις έτοιμος για όλα, τότε που σαν Διγενής Ακρίτας ανήκεις στη γενιά των Αθανάτων, αυτών δηλαδή που αψηφούν τον θάνατο, καταδικάζοντας τον στην ανυποληψία, αγνοώντας τον.
Ο νέος χρόνος τριγυρνούσε ανάμεσα στα υπερ-χιλιόχρονα μνημεία της Πολιτείας του Αέρα ανακαλώντας τις μνήμες της πόλης. Και αυτή, σαν καλή Οικοδέσποινα, παρά τις δύομιση χιλιετίες που κουβαλά στην πλάτη, μεταμορφωμένη σε μία ερωτική επίκληση που σχολιάζει τα μωβ χρώματα του κορμιού της, όπως της έγραψε ο Χρόνης Μίσσιος κάποτε κολακεύοντάς την, του ξεδίπλωνε σαν σε ένα τεράστιο σεντόνι πάνω από τον Θερμαϊκό της κόλπο, τις πολιορκίες, τις μάχες, τα κινήματα, τις δολοφονίες, τις επιδημίες, τις πυρκαγιές, τις καταστροφές. Έβλεπε καθαρά τον Κάσσανδρο, ιδρυτή της πόλης, να δολοφονεί την Ολυμπιάδα, τον απόστολο Παύλο να διδάσκει τη νέα θρησκεία, τον Μυροβλήτη Άγιο της να οδηγείται στον τόπο του μαρτυρίου, τους βυζαντινούς άρχοντες στα κάστρα, τους Ζηλωτές, τους Ησυχαστές και τον Γρηγόριο Παλαμά, την άλωση από τους Νορμανδούς, τους Φράγκους και τους Οθωμανούς, τις επιδημίες και το θανατικό τους, τον ερχομό των εβραίων της Ισπανίας το 1492, το κίνημα των Νεότουρκων, τους αναρχικούς βαρκάρηδες, την Φεντερασιόν και τον Αβραάμ Μπεναρόγια, τον ελληνικό στρατό να μπαίνει στην πόλη θριαμβευτής το 1912, τον Βενιζέλο και την Τριανδρία, τον Μεγάλο Πόλεμο, τη φωτιά του ‘17, τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες του 1922, τις απεργίες και τη σφαγή των εργατών το Μάη του ‘36, τους Γερμανούς κατακτητές να εισβάλουν τον Απρίλη του 1941, τους Εβραίους της να αναχωρούν στοιβαγμένοι στα τραίνα του θανάτου, τους αντάρτες του ΕΛΑΣ να παρελαύνουν ελευθερωτές το 1944, τις εκτελέσεις στο Γεντί Κουλέ, την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, την εξέγερση των νεολαίων το 1973, το σεισμό του ‘78…
Του τα έδειχνε και χαμογελούσε γιατί παρόλα αυτά, η πολιτεία έστεκε εκεί περιμένοντας, αυτά που θα της φέρει ο νέος χρόνος αλλά και οι πολλοί περισσότεροι μετά από αυτόν. «Για ένα πράγμα στεναχωριέμαι» του είπε. «Που οι άνθρωποι που κατοικούν σήμερα εδώ, αγνοούν τα περισσότερα από αυτά που σου έδειξα. Γιατί οι παλιοί έφυγαν για πάντα. Κι αυτοί εδώ, ως αμνήμονες τρίτης και τέταρτης γενιάς επιτρέπουν να με καταστρέφουν οι επιλογές τους. Όπως καταστρέφονται για τον ίδιο λόγο οι αδελφές μου: Η Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια, η Βηρυτός, η Κωνσταντινούπολη…».
Ο καινούργιος χρόνος άκουγε σαστισμένος. Βιαζόταν να αναλάβει και απάντηση δεν είχε πάρει από την Πολιτεία του Αέρα. «Όμως, δεν μου είπες ακόμα τι πάει να πει δύσκολος χρόνος» τη ρώτησε.
Κι αυτή, στριφογυρίζοντας γύρω από τον πύργο της Άννας Παλαιολογίνας χαμογέλασε εξηγώντας του ότι δεν υπάρχουν δύσκολοι και εύκολοι χρόνοι. «Και για μένα λένε διάφορα αλλά δε δίνω σημασία. Ερωτική, Συμβασιλεύουσα, Μητρόπολη των Βαλκανίων. Μεγαλοστομίες των ενόχων. Εσένα σε βάφτισαν “δύσκολο” πριν σε δουν, γιατί αυτοί που επινόησαν την έννοια του χρόνου, αυτοί οι ίδιοι που έφτιαξαν και μένα και λένε τα παραπάνω, προσπαθούν να σου φορτώσουν τα σφάλματά τους. Σε ονόμασαν “δύσκολο”, αιχμαλωτίζοντας την ελπίδα, δεσμεύοντας το αύριο της οικουμένης, οι ίδιοι που σκόρπιζαν φρούδες ελπίδες και αισιόδοξα σενάρια πριν από λίγο, αποδεικνύοντας το μέγεθος της πλάνης που προσπαθεί να τιθασεύσει σε μεγέθη το άπειρο, μετατρέποντας την επιθυμία σε ρίσκο που αναλύεται τάχατες από ειδικούς με αριθμούς, λες και η ζωή είναι αριθμητήριο και ζυγαριά όπου όλα μπορεί να προβλεφθούν. Αυτήν την ανεπάρκεια κατανόησης της συμπαντικής αρμονίας των μεγεθών την φορτώνουν τώρα σε σένα, που σε δημιούργησαν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους, και να προσεγγίσουν αυτό που τους τρομάζει. Την αιωνιότητα. Γιατί ξέρεις, την αιωνιότητα την χαρακτηρίζει η απουσία των νάνων από αυτήν, αλλά εσύ θα έχεις να κάνεις με πολλούς από δαύτους. Για να πετύχεις οφείλεις να τους διαψεύσεις.»
Και άρχισε να του μιλά για τους χρόνους που την συγκλόνισαν. «Σαν κι αυτούς να γίνεις» του είπε. Τους χρόνους που με τα γεγονότα τους σημάδεψαν την ιστορία της. Του μίλησε για τις δύο μεγάλες εξεγέρσεις. Την πρώτη, αυτή των ριζοσπαστών Ζηλωτών της πόλης που το 1342 επαναστάτησαν, κατέλαβαν και διοίκησαν την πόλη για επτά χρόνια, αντιδρώντας στην φαγωμάρα των βυζαντινών μεγαλοαρχόντων, σχηματίζοντας για πρώτη φορά μία αυτοδιαχειριζόμενη διοίκηση που συντάραξε τα δεδομένα του μεσαιωνικού ελληνισμού. Ο αυτόπτης μάρτυρας άρχοντας, λόγιος, γνωστός φιλοδυτικός, υπέρμαχος της ένωσης των εκκλησιών, Δημήτριος Κυδώνης ο Θεσσαλονικεύς, περιγράφει με απαρέσκεια το κίνημα «δούλος μέν, τον δεσπότην ώθει’ τον δε πριάμενον, το ανδράποδον, τον δε στρατηγόν ο αγροίκος και τον στρατιώτην ο γεωργός».
Και τη δεύτερη, την επανάσταση του 1908 εναντίον του οθωμανού Σουλτάνου που οργανώθηκε από την Επιτροπή Ένωσης και Προόδου που ιδρύθηκε στην πόλη το 1896. Ήταν τότε που ο Έλληνας Αρχιεπίσκοπος, ο πρόεδρος της τοπικής Βουλγαρικής επιτροπής και ο Μουφτής βγήκαν αγκαλιασμένοι στο μπαλκόνι και το πλήθος από κάτω αναφωνούσε «Ζήτω το Σύνταγμα! Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη και Δικαιοσύνη» σημαίνοντας το τέλος του αλληλοσκοτωμού που ονομάστηκε πολύ μετά, «μακεδονικός αγώνας». Λίγες ημέρες αργότερα, ένας από τους ηγέτες της επανάστασης, ο Εμβέρ Μπέης, μετουσιώνοντας θαρρείς τα λόγια του Ρήγα Φεραίου, μιλώντας στην βαφτισμένη από εκείνη την ημέρα και κρατά μέχρι σήμερα «πλατεία Ελευθερίας», έλεγε «Είμαστε όλοι αδέλφια. Δεν υπάρχουν πια Βούλγαροι, Έλληνες, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι. Είμαστε όλοι ίσοι». Ήταν το κίνημα των «Σαλονικιών» γνωστών και σαν νεότουρκων που καθαίρεσε και αιχμαλώτισε τον Οθωμανό σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, τον οποίο η πολυεθνική δύναμη των επαναστατών αποτελούμενη από Τούρκους, Ρωμιούς μακεδονομάχους και Βούλγαρους κομιτατζήδες, που πορεύτηκε από την Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη, τον φυλάκισε στη βίλα Αλλατίνη, στην πόλη του κινήματος, και εκεί έμεινε περιορισμένος μέχρι το 1912, όταν μεταφέρθηκε στην Πόλη όπου και πέθανε το 1918…
«Τέτοια γεγονότα να φέρεις, ανεξάρτητα από την εξέλιξη τους στην ιστορία. Αυτό άφησε να βαρύνει τους επόμενους από εσένα χρόνους» συνέχισε να λέει η Πολιτεία του Αέρα στον καινούργιο χρόνο, προκειμένου αυτός να διαφέρει από τους άλλους, τους πολλούς και αδιάφορους χρόνους. «Δεν υπάρχουν λοιπόν εύκολοι και δύσκολοι χρόνοι, αλλά μόνο σημαντικοί και αδιάφοροι ανάλογα με τα γεγονότα που μπορούν να τους χαρίσουν την αιωνιότητα. Και εσύ θα ξεκινήσεις όπως όλοι, με τις ευχές των ανθρώπων για να είσαι ευτυχισμένος. Για να παραμείνεις όμως Αθάνατος, και να μνημονεύεσαι για πάντα, δε φτάνει να είσαι απλά ευτυχισμένος. Πρέπει να προσπαθήσεις να κερδίσεις την αιωνιότητα ως ένας εξεγερμένος χρόνος. Αυτό σου εύχομαι να είσαι. Εξεγερμένος».
Είχαν φτάσει πια στην πλατεία Ελευθερίας, στο Λιμάνι. Γύρω η Πολιτεία του Αέρα γιορτινή και πολύβουη ετοιμαζόταν για την πρωτοχρονιά μέσα στην τσίκνα, το αλκοόλ, τη χαλαρότητα. Οι βαλκάνιες μουσικές μπάντες των χάλκινων σπάθιζαν τον αέρα της, καλώντας στη βακχεία της παραμονής του καινούργιου χρόνου. Οι ζουρνάδες και τα νταούλια συμπλήρωναν την μαγική εικόνα του ξεφαντώματος. Ο καινούργιος χρόνος ευχαριστημένος από την τσίκνα της σπονδής και της εξέγερσης των αισθημάτων, έσκυψε, στριμώχτηκε ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα του υπαίθριου πάρκινγκ της πλατείας και πήρε λίγο χώμα στις φούχτες του. Λίγο από το χώμα που πάτησαν οι επαναστάτες της πόλης που πάντα ξεκινούσαν από το Λιμάνι για να καταλάβουν το Διοικητήριο που έστεκε σε όλους τους χρόνους ψηλότερα. Σηκώθηκε σφιχτοκρατώντας την ευχή της Πολιτείας του Αέρα και αισιόδοξα χαμογελώντας χάθηκε στη θάλασσα, ανοιχτά της Πόλης, που μοναχά της πρέπει το καράβι, αποχαιρετώντας την Οικοδέσποινα που τον κοιτούσε από την πλατεία Αριστοτέλους, δώρο σχεδιασμένο από τον Ερνέστο Εμπράρ, χωμένη μέσα στο συνονθύλευμα από κουτιά και κορδέλες που η ασυναρτησία της πόλης την «στόλισε», κάνοντας τη να μελαγχολεί, για το κατάντημα της, πρωτοχρονιάτικα…