του Κώστα Μελά*
Για την καταπολέμηση της πανδημίας Covid-19 έχουν ληφθεί μέτρα τύπου «lockdown» τα οποία σπάζοντας την αλυσίδα της προσφοράς και της ζήτησης προκαλούν σημαντικότατες μειώσεις στην οικονομική δραστηριότητα (ΑΕΠ). Προκειμένου να αμβλυνθούν αυτές οι επιπτώσεις θα απαιτηθεί μια έντονα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική: Πρώτον, μια υπέρογκη αύξηση των δημοσίων δαπανών για την αποτροπή της οικονομικής δραστηριότητας από την κατάρρευση και επιπλέον για την ενίσχυση, αναδιοργάνωση και αποτελεσματική λειτουργία των δημοσίων συστημάτων υγείας που σηκώνουν το βάρος της αντιμετώπισης του ιού. Δεύτερον: φορολογικές ελαφρύνσεις οι οποίες μειώνουν τα φορολογικά έσοδα τα οποία θα μειωθούν έτσι και αλλιώς λόγω της υπολειτουργίας της οικονομίας. Προμηνύεται συνεπώς μια σημαντική αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τα οποία θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν με δάνειους πόρους (έκδοση ομολόγων κ.λπ.) κάτι που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε αύξηση του δημοσίου χρέους. Αυτή η εξέλιξη θα είναι ιδιαίτερα δυσμενής για τις χώρες του Νότου της ευρωζώνης που έχουν ήδη υποστεί τις συνέπειες της κρίσης και το χρέος τους παραμένει ιδιαίτερα υψηλό. Οι χώρες είναι υποχρεωμένες να εκδώσουν νέο χρέος κάτι που με την κατάσταση που επικρατεί στις αγορές κεφαλαίου θα αυξήσει το κόστος δανεισμού. Επίσης η συνεχής αύξηση του χρέους όλο και για περισσότερες χώρες θα θέτει σε αμφιβολία τη βιωσιμότητά του και θα σπρώξει ενδεχομένως τις χώρες αυτές σε νέα κρίση χρέους.
Οι λύσεις που υπάρχουν είναι οι ακόλουθες:
1. Η λύση που αποφασίστηκε από τη σύσκεψη των αρχηγών των μελών-κρατών. Το σύνολο των μέτρων που έχουν ανακοινωθεί (περιμένουμε βέβαια το περιβόητο Ταμείο Ανάκαμψης) είναι δάνεια και ως εκ τούτου διέπονται από τη λογική δανειστή-δανειζόμενου (τη γνωστή τραπεζική λογική) η οποία έχει σαφή χαρακτηριστικά. Είναι γνωστόν ότι η δανειστική πράξη είναι σχέση μεταξύ άνισων οντοτήτων: μεταξύ ενός ηγεμονικού-ανεξάρτητου δανειστή και ενός υποταγμένου-εξαρτώμενου δανειζόμενου. Η πρώτη οντότητα επιδιώκει να εξασφαλίζει με κάθε τρόπο να εξασφαλίσει την επιστροφή των δάνειων πόρων, ενώ στην περίπτωση των κρατών εκτός αυτού, να χειραγωγήσει την δεύτερη οντότητα ασκώντας την κυριαρχία της. Η Ε.Ε. έχει αναγάγει τη σχέση δανειστή – δανειζόμενου σε απόλυτο παράδειγμα συμπεριφοράς μεταξύ των μελών κρατών. Η Ελλάδα έχει αντιληφθεί τη σημασία αυτής της συμπεριφοράς τα τελευταία 10 χρόνια. Η αύξηση του δημοσίου χρέους, εκτός των άλλων δυσμενών συνεπειών, δεν αποφεύγεται. Επίσης στο συμβολικό επίπεδο λειτουργεί το γνωστό μοτίβο των εργατικών βορείων και αργόσχολων νοτίων.
Προμηνύεται μια σημαντική αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τα οποία θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν με δάνειους πόρους (έκδοση ομολόγων κ.λπ.) κάτι που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε αύξηση του δημοσίου χρέους. Αυτή η εξέλιξη θα είναι ιδιαίτερα δυσμενής για τις χώρες του Νότου της ευρωζώνης που έχουν ήδη υποστεί τις συνέπειες της κρίσης και το χρέος τους παραμένει ιδιαίτερα υψηλό
2. Η λύση της έκδοσης διηνεκών πιστοποιητικών χρέους, με την εγγύηση των κρατών μελών (πρόταση Ισπανίας) με επιβάρυνση των κρατών μόνο το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους (πληρωμή τόκων), δεδομένου ότι μια διηνεκής ομολογία δεν αποπληρώνεται ποτέ ως προς τα χρεολύσια. Έτσι η επιβάρυνση του Δ.Χ. των κρατών θα είναι ελάχιστη. Η ιδέα δεν είναι νέα. Η Μεγάλη Βρετανία εξέδωσε για πρώτη φορά τέτοιου είδους ομολογίες («Consols»), το 1752 και στη συνέχεια τις χρησιμοποίησε για να χρηματοδοτήσει τους πολέμους εναντίον του Ναπολέοντα, τον Κριμαϊκό πόλεμο. Επίσης οι ΗΠΑ εξέδωσαν διηνεκείς ομολογίες το 1870 για να σταθεροποιήσει το χρέος από τον εμφύλιο πόλεμο. Βεβαίως και αυτές οι ομολογίες μπορούν να αποπληρωθούν αν το αποφασίσει ο εκδότης, όπως έπραξε η Μεγάλη Βρετανία το 2015 αποπληρώνοντας όλες τις ομολογίες που αφορούσαν στη χρηματοδότηση των προηγούμενων πολέμων. Η θεωρητική δυσκολία εδώ αφορά στο ποιος θα αγοράσει αυτού του είδους τις ομολογίες. Πρακτικά δεν θα πρέπει να υπάρχει πρόβλημα δεδομένου ότι κυκλοφορούν στην αγορά ομολογίες 100 ετών (Αυστραλία) με επιτόκιο λίγο κάτω από το 0,5%. Επίσης η ρευστότητα λόγω της παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών είναι αυξημένη. Με βάση αυτό το επιτόκιο, μπορούμε να πούμε ότι η επιβάρυνση των κρατών μελών για μια έκδοση ύψους 1,5 τρισ. ευρώ, θα είναι μόνο 7,5 δισ. ευρώ ετησίως. Ουσιαστικά ελάχιστα και χωρίς δυναμική επιβάρυνση του δημοσίου χρέους.
3. Υπάρχει μια εναλλακτική στρατηγική παρότι αυτή παραμένει ως ταμπού στους περισσότερους οικονομολόγους και τους ασκούντες την πολιτική – που ονομάζεται, ευθεία, μη επιστρεφόμενη χρηματοδότηση από την Κ.Τ. για τις επιπρόσθετες δημοσιονομικές μεταφορές που κρίνονται απαραίτητες, μια παρέμβαση γνωστή ως «χρήμα από το ελικόπτερο». Οι Κ.Τ. έχουν την ικανότητα να δημιουργούν χρήμα με μορφή (χαρτο)νομίσματος (αύξηση της νομισματικής βάσης), και να πιστώνουν το χρήμα σε ένα αλληλόχρεο λογαριασμό μεταξύ υπουργείου Οικονομικών ή υπουργείων Οικονομικών (περίπτωση Ε.Ε.) ή σε αντίστοιχο λογαριασμό των τραπεζικών ιδρυμάτων. Στην παρούσα κατάσταση, η Κ.Τ. μπορεί να πιστώσει τους λογαριασμούς των υπουργείων Οικονομικών των χωρών της ευρωζώνης με τις επιπρόσθετες μεταβιβάσεις για την περίοδο του προγράμματος. Η πίστωση θα μπορούσε να είναι μη επιστρεφόμενη π.χ., θα μπορούσε να ισοδυναμεί με μεταφορά από την Κ.Τ. στις κυβερνήσεις. Από την άποψη της λογιστικής εγγραφής, θα μπορούσε να καλυφθεί από μια μείωση των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας (αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτε για την ικανότητα της τράπεζας να συνεχίσει να λειτουργεί, διότι απλούστατα καμία κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να πτωχεύσει) ή ως διηνεκής απαίτηση στην πλευρά του ενεργητικού. Έτσι αυτό δεν θα έχει καμία επίδραση στα κέρδη της Κ.Τ. τα οποία περιοδικά μεταφέρονται στην κυβέρνηση, ειδικά εάν το επιτόκιο στα ρευστά αποθέματα είναι μηδέν. Σημειωτέων ότι μια τέτοια μεταβίβαση από την Κ.Τ. στο υπουργείο Οικονομικών θα ισοδυναμεί με μια ανάλογη απόκτηση κυβερνητικού χρέους από την Κ.Τ., ακολουθούμενη από μια άμεση διαγραφή του, έτσι ώστε δεν θα έχει καμία επίδραση στο δημόσιο χρέος. Πρόκειται για την πολιτική που ασκεί η Μεγάλη Βρετανία. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι καταστατικά αυτό απαγορεύεται από τις συνθήκες της Ε.Ε. Όμως απαγορευόταν και από το καταστατικό της Τραπέζης της Αγγλίας. Όμως αυτό δεν εμπόδισε, λόγω της οικονομικής συγκυρίας, να το παρακάμψει. Οι κανόνες υπάρχουν για να καταστρατηγούνται όταν το δημόσιο συμφέρον το επιβάλλει.
4. Παρότι όπως αναφέραμε υπάρχουν λύσεις, η Ε.Ε. (διάβαζε Γερμανία) επιλέγει τη χειρότερη και τη λιγότερο αποτελεσματική, που μόνο βραχυχρόνια μπορεί να «βολέψει» τις εξελίξεις.
* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός