[…] Η Τέχνη πιστοποιεί την αναπηρία μας κι ο καλλιτέχνης -αυτός που πραγματοποιεί την τέχνη- συνθέτει ένα ύποπτο είδος πολίτου.
Η Πολιτεία από παλιά, μεταχειρίζεται τον καλλιτέχνη για λόγους εθνικούς, πολιτικούς, κομματικούς και μη, κι ο καλλιτέχνης, εννοεί να υπηρετεί πιστά τους άρχοντες αξιωματούχους, τις παρατάξεις και τα κόμματα που έχουν δύναμη και κυβερνάν τη χώρα, με αντάλλαγμα έναν δρόμο που θα φέρει τ’ όνομά του ή ένα άγαλμα δίχως χέρια, μες στα γεμάτα από κακοποιούς, επικίνδυνα δημόσια πάρκα
Κι αν πάλι ο καλλιτέχνης τυγχάνει μες απ’ αυτούς που λέγονται προοδευτικοί, τότε θα εισπράξει, και με το παραπάνω, την οποιαδήποτε ταλαιπωρία του, όταν με το καλό ή το κακό οι επερχόμενοι γίνουν κατάσταση και φυσικά, δεν θα του στερήσουν ούτε τ’ όνομα σε κάποιο δρόμο, ούτε το μαρμάρινο κεφάλι σε κάποιο κήπο δημοσίου ή του λαού – αν δεν του πάρουν οι ίδιοι το κεφάλι ως ενοχλητικού. Διότι, βλέπετε, οι καλλιτέχνες μέσα σ’ όλα έχουν αφέλεια και υπερβολικό πάθος για την αθανασία.
[…] Όμως η πλάνη των τεχνών, στον τόπο και στις μέρες μας, αρχίζει απ’ αυτούς που τους αποκαλούν δημοσιογράφους. Όχι τους λίγους κι εκλεκτούς, που έχουν απόσταση απ’ τους άλλους. Αλλά εκείνους τους πολλούς, που ξέροντας γραφή και ανάγνωση κι έχοντας εύκολη ακοή, προκαθορίζουν και καθοδηγούν τις μαζικές συγκινήσεις καθημερινά, κατά πώς τους βολεύει, κατά πώς τους συμφέρει κι επί το ευγενέστερον, κατά πώς τους ταιριάζει αισθηματικώς, μια κάποια μέρα του έτους, κάποιας εποχής. Και συμμαχούν μαζί τους οι πολλοί, οι καθηγητές, οι διανοούμενοι, οι κριτικοί, οι καλλιτέχνες κι οι μικροί. Κι έτσι το φύλλο, η στήλη, η σελίς, γίνεται του απληροφόρητου κοσμάκη το δηλητήριο και η παγίς. Κι όχι που ο κόσμος ο πολύς θάταν καλύτερος αν είχε μιαν αλάνθαστη αντίληψη και σχέση με την τέχνη ή θάχε σημασία, η οποιαδήποτε μαζί της σωστότερη επαφή. Έτσι κι αλλιώς, προς το παρόν, η αναπηρία δεν διορθώνεται. Μα, να. Δεν θα εκτιμούσε περισσότερο το προσιτό κι εξηγητέο απ’ το ανεξήγητο. Και δεν θα μπέρδευε την έννοια του απτού με του απλού. Δεν θα περιφρονούσε το άπιαστο, το ακαθόριστο και το φανταστικό, όσα ακριβώς δίνουν αξία στα έργα τέχνης και τα χαράζουν με μια πορεία διαχρονική. Δεν θάχε τους κανόνες των μικρών, για να μετράει τη δική του ευαισθησία. Αναπηρία ναι, αλλά τουλάχιστον υψιπετής […]
Κι αν πάλι ο καλλιτέχνης τυγχάνει μες απ’ αυτούς που λέγονται προοδευτικοί, τότε θα εισπράξει, και με το παραπάνω, την οποιαδήποτε ταλαιπωρία του, όταν με το καλό ή το κακό οι επερχόμενοι γίνουν κατάσταση και φυσικά, δεν θα του στερήσουν ούτε τ’ όνομα σε κάποιο δρόμο, ούτε το μαρμάρινο κεφάλι σε κάποιο κήπο δημοσίου ή του λαού – αν δεν του πάρουν οι ίδιοι το κεφάλι ως ενοχλητικού. Διότι, βλέπετε, οι καλλιτέχνες μέσα σ’ όλα έχουν αφέλεια και υπερβολικό πάθος για την αθανασία.
[…] Όμως η πλάνη των τεχνών, στον τόπο και στις μέρες μας, αρχίζει απ’ αυτούς που τους αποκαλούν δημοσιογράφους. Όχι τους λίγους κι εκλεκτούς, που έχουν απόσταση απ’ τους άλλους. Αλλά εκείνους τους πολλούς, που ξέροντας γραφή και ανάγνωση κι έχοντας εύκολη ακοή, προκαθορίζουν και καθοδηγούν τις μαζικές συγκινήσεις καθημερινά, κατά πώς τους βολεύει, κατά πώς τους συμφέρει κι επί το ευγενέστερον, κατά πώς τους ταιριάζει αισθηματικώς, μια κάποια μέρα του έτους, κάποιας εποχής. Και συμμαχούν μαζί τους οι πολλοί, οι καθηγητές, οι διανοούμενοι, οι κριτικοί, οι καλλιτέχνες κι οι μικροί. Κι έτσι το φύλλο, η στήλη, η σελίς, γίνεται του απληροφόρητου κοσμάκη το δηλητήριο και η παγίς. Κι όχι που ο κόσμος ο πολύς θάταν καλύτερος αν είχε μιαν αλάνθαστη αντίληψη και σχέση με την τέχνη ή θάχε σημασία, η οποιαδήποτε μαζί της σωστότερη επαφή. Έτσι κι αλλιώς, προς το παρόν, η αναπηρία δεν διορθώνεται. Μα, να. Δεν θα εκτιμούσε περισσότερο το προσιτό κι εξηγητέο απ’ το ανεξήγητο. Και δεν θα μπέρδευε την έννοια του απτού με του απλού. Δεν θα περιφρονούσε το άπιαστο, το ακαθόριστο και το φανταστικό, όσα ακριβώς δίνουν αξία στα έργα τέχνης και τα χαράζουν με μια πορεία διαχρονική. Δεν θάχε τους κανόνες των μικρών, για να μετράει τη δική του ευαισθησία. Αναπηρία ναι, αλλά τουλάχιστον υψιπετής […]
Μάνος Χατζιδάκις
Από το βιβλίο
Τα σχόλια του Τρίτου εκδόσεις Εξάντας 1980.
Σχόλια