Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023-2026 που απέστειλε το υπουργείο Οικονομικών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το πρωτογενές αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται να διαμορφωθεί σε πλεόνασμα 1,1% για το 2023, 2,1% το 2024, 2,3% το 2025 και 2,5% το 2026.

Πράγμα που σημαίνει αυστηρούς στόχους στις δαπάνες και εκτεταμένη δημοσιονομική προσαρμογή. Και μάλιστα σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων από την ΕΚΤ που αποτελούν ήδη μεγάλο κίνδυνο για την ανάπτυξη, αλλά και έντονης αβεβαιότητας για την εξέλιξη των τιμών ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα και στα δημόσια οικονομικά από τις δυσμενείς εξελίξεις του πληθωρισμού και των επιτοκίων δημιουργούν περαιτέρω δυσκολίες.

***

Οι πιέσεις από τις δυσμενείς εξελίξεις του πληθωρισμού και των επιτοκίων, επιφέρουν εξασθένιση του εισοδήματος και των δαπανών των νοικοκυριών, καθώς και αυξημένο κόστος παραγωγής, περιορίζουν το λειτουργικό πλεόνασμα των μη ενεργειακών επιχειρήσεων και επιβραδύνουν την ανάπτυξη της αγοράς εργασίας. Επιπλέον, η υψηλότερη αβεβαιότητα οδηγεί σε πιθανή αναβολή επενδυτικών σχεδίων και σε επαναξιολόγηση των αποφάσεων αποταμίευσης για προληπτικούς λόγους. Τέλος, το διεθνές εμπόριο και ο τουρισμός επηρεάζονται αρνητικά, μέσω του υψηλότερου κόστους μεταφοράς και του ασθενέστερου διαθέσιμου εισοδήματος.

Τα υψηλότερα επιτόκια συνεπάγονται επίσης εξασθένηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, αν και ο κύριος αντίκτυπός τους στην οικονομική δραστηριότητα αντανακλάται στις ακαθάριστες επενδύσεις. Ταυτόχρονα, συνεπάγονται και πιο άμεσες επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά, καθώς αυξάνουν τις δαπάνες για τόκους και το δημόσιο χρέος.

Η αύξηση του επιτοκίου κατά 50 μονάδες βάσης σε σχέση με το βασικό σενάριο έχει αρνητικό αντίκτυπο στον ρυθμό αύξησης της παραγωγής τόσο μέσω των ακαθάριστων επενδύσεων, λόγω της αύξησης του κόστους δανεισμού, όσο και μέσω της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω της αύξησης των αποταμιεύσεων των καταναλωτών.

Η απομείωση του χρέους όμως τα επόμενα χρόνια θα είναι από τα πιο σκληρά αγκάθια, που θα πρέπει να διαπραγματευτεί από το φθινόπωρο η νέα κυβέρνηση. Και μάλιστα με τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι πλέον στενά

Συνολικά, τα υψηλότερα επιτόκια σε σύγκριση με εκείνα του βασικού σεναρίου ενδέχεται να οδηγήσουν σε αρνητικό ρυθμό αύξησης του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου κατά 0,3% και σε χαμηλότερη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 0,1%, οδηγώντας σε χαμηλότερη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά -0,1% το 2023 σε σύγκριση με το βασικό σενάριο.

Όποια κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές δηλαδή, θα πρέπει να διαχειριστεί μια δημοσιονομική προσαρμογή γύρω στα επτά δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2026 με βάση τις σημερινές εκτιμήσεις για τις μελλοντικές εξελίξεις, οι οποίες όμως είναι πλήρεις αβεβαιοτήτων, καθιστώντας επισφαλείς όλες τις εκτιμήσεις.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης δεν περιλαμβάνονται στις δημοσιονομικές εκτιμήσεις, δεδομένου ότι περιλαμβάνονται μόνο το σύνολο των μέτρων που έχουν θεσμοθετηθεί από την αρχή του 2023 έως σήμερα, όπως τη μόνιμη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 μονάδες, τη μόνιμη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης κ.λπ.

Δυσκολεύουν τα πράγματα λοιπόν, καθώς από του χρόνου παύει να ισχύει η ρήτρα διαφυγής. Επιπλέον, και οι 27 χώρες μέλη –και η Ελλάδα– θα πρέπει να ακολουθήσει μια αυστηρή πορεία δαπανών.

Δεν θα είναι δηλαδή εύκολο –και χωρίς συγκρούσεις με τις Βρυξέλλες– να εφαρμοστούν εκλογικά προγράμματα που προβλέπουν σημαντικές αυξήσεις δαπανών και φορολογικές περικοπές.

***

Η απομείωση του χρέους όμως τα επόμενα χρόνια θα είναι από τα πιο σκληρά αγκάθια, που θα πρέπει να διαπραγματευτεί από το φθινόπωρο η νέα κυβέρνηση. Και μάλιστα με τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι πλέον στενά.

Η Γερμανία και οι λεγόμενες «φειδωλές χώρες» αντιδρούν στην «υπερβολική ευελιξία» της Ε.Ε. προς τις χρεωμένες χώρες. Το Βερολίνο θέλει ο ρυθμός μείωσης του χρέους να μην μπορεί «να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια του καθενός».

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις προτάσεις (Απρίλιος 2023) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι τιμές αναφοράς 3% και 60% του ΑΕΠ για το έλλειμμα και το χρέος θα παραμείνουν αμετάβλητες. Προβλέπεται όμως η υποχρέωση για την άσκηση διαρθρωτικής δημοσιονομικής πολιτικής της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ σε περίπτωση υπερβολικών ελλειμμάτων. Όμως, δεν θα ισχύσει ο «κανόνας του 1/20» επειδή, κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κάτι τέτοιο θα είχε στις σημερινές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην Ευρώπη αρνητικές επιπτώσεις, τόσο στην ανάπτυξη, όσο και στην βιωσιμότητα του χρέους.

Με άλλα λόγια για τα κράτη-μέλη με δημόσιο έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ ή δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εκδίδει μία «τεχνική πορεία» για κάθε χώρα, η οποία θα αποτυπώνεται σ’ ένα τετραετές πρόγραμμα σταθερότητας στο οποίο θα πρέπει να παρουσιάζεται μια εύλογη μείωση του ελλείμματος. Όμως, σε περίπτωση υπερβολικού ετήσιου δημόσιου ελλείμματος θα πρέπει να εφαρμόζεται ο κανόνας της δημοσιονομικής προσαρμογής του 0,5%. Η διαφοροποίηση αυτή σε διμερές επίπεδο (Ευρωπαϊκή Επιτροπή-κράτος μέλος) και σε τετραετή βάση, θα συνοδεύεται, μετά από πρόταση των βόρειων χωρών και κυρίως της Γερμανίας, από την δημοσιονομική εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σαφείς και δεσμευτικούς κανόνες.

Η τελική μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας θα συζητηθεί στο Ecofin στη συνεδρίαση των 27 υπουργών Οικονομικών, στα μέσα Ιουνίου. Σε κάθε περίπτωση, η εποχή της λιτότητας δεν έχει τελειώσει. Πέρα από τις οριακές αλλαγές, οι νέοι κανόνες θα μας επιβάλλουν περικοπές δαπανών. Και ο φόβος είναι ότι αυτό θα αφήσει λίγα περιθώρια για ανεξάρτητη οικονομική πολιτική. Ανεξάρτητα από το χρώμα της κυβέρνησης. Ιδίως αν δεν τολμήσει να σηκώσει ανάστημα στις Βρυξέλλες…

***

Φυσικά, η Κομισιόν λέει ότι οι χώρες με υπερβολικό έλλειμμα θα έχουν στη διάθεσή τους τέσσερα χρόνια. Θα παραχωρηθούν τρία επιπλέον έτη για την έναρξη των απαραίτητων επενδύσεων για την ψηφιακή και οικολογική μετάβαση.

Τα φετίχ ή ο «ζουρλομανδύας» κατ` άλλους του δημόσιου ελλείμματος 3% και του δείκτη χρέους 60%, παραμένουν πάντως. Θα υπάρχουν μάλιστα κανόνες που είναι εγγενείς στις διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος και η αρχή των οικονομικών κυρώσεων θα παραμείνει παρούσα.

Δεν έγινε δεκτό το αίτημα χωρών του Νότου για αφαίρεση από τον υπολογισμό του ελλείμματος των επενδύσεων, που συνδέονται με την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Οι μόνες επενδύσεις που εκπίπτουν, είναι αυτές που θα χρηματοδοτούνται με ευρωπαϊκή δωρεάν βοήθεια, όχι δάνεια. Εν ολίγοις, οι επενδύσεις θα είναι δυνατές αλλά μόνο εντός των ορίων που έχουν καθοριστεί και υπό αυστηρή επιτήρηση. Όσο και αν το χρέος είναι ρυθμισμένο μέχρι το 2032 και το κόστος εξυπηρέτησής του είναι σχετικά ανεκτό, με βάση τη συμφωνία που είχε επιτευχθεί το 2018.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!