Το 2013 οι δύο πάλαι ποτέ πυλώνες του γερμανικού πολιτικού συστήματος, δηλαδή η Ένωση CDU+CSU και το SPD, πήραν μαζί 67,2%. Κι άρχισαν να συγκυβερνούν. Το 2017 οι δύο εταίροι κατρακύλησαν στο 53,4%. Και συνέχισαν να συγκυβερνούν: οι Σοσιαλδημοκράτες αρχικά αρνούνταν, αλλά τελικά «πείστηκαν»… Τώρα το άθροισμα δίνει κάτω από 50%. Μάλλον δεν μπορούν να συνεχίσουν να συγκυβερνούν, ακόμη κι αν το άθροισμα δίνει πλειοψηφία εδρών. Διότι πολλοί στη γερμανική ελίτ σκέφτονται ότι το κακό που θα προκληθεί μακροπρόθεσμα στο γερμανικό πολιτικό σύστημα θα είναι μεγαλύτερο από το οποιοδήποτε άμεσο κέρδος. Σε μια τέτοια περίπτωση, αμφότεροι οι πυλώνες θα αποσαθρωθούν εντελώς. Πόσο μάλλον που θα λείπει πια η ηγεμονική φιγούρα της Μέρκελ…

Δύο ακόμη παρατηρήσεις όσον αφορά τους δύο πρώην πυλώνες:
– Οι Χριστιανοδημοκράτες σημείωσαν το χειρότερο ποσοστό στη μεταπολεμική ιστορία τους. Λίγο παραπάνω βέβαια από αυτό που τους έδιναν τα προεκλογικά γκάλοπ, που ίδρωναν για να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι το παιχνίδι έχει ήδη κριθεί. Αλλά και πάλι, τέτοιο ποσοστό δεν υπήρξε εδώ και πάνω από 70 χρόνια.
– Οι Σοσιαλδημοκράτες «νίκησαν». Τόσο… λίγο, που χρειάζονται όχι ένα, αλλά δύο κόμματα για να συγκυβερνήσουν. Είναι όμως πολύ ευχαριστημένοι, αφού μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού φαίνονταν να παίρνουν ποσοστό χαμηλότερο κι από αυτό του… 1890. Και κυρίως επειδή σημείωσε σχετική επιτυχία η επιχείρηση πλασαρίσματος του Σολτς ως προσωπικότητας φρέσκιας και ελπιδοφόρας, παρόλο που τα τελευταία τρεισήμισι χρόνια ήταν αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών υπό την Μέρκελ.

Οι απαραίτητοι τριτοτέταρτοι

Από τα υπόλοιπα κόμματα, το πιο ικανοποιημένο είναι το τέταρτο, δηλαδή οι Φιλελεύθεροι: για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, δεν φτιάχνεται κυβέρνηση χωρίς (και) αυτούς – εκτός κι αν το αδιέξοδο γιγαντωθεί τόσο ώστε Σοσιαλδημοκράτες και Χριστιανοδημοκράτες υποχρεωθούν να πιουν για άλλη μια φορά το πικρό ποτήρι του «Μεγάλου Συνασπισμού». Διαφορετικά, χρειάζονται και οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι (οι τελευταίοι κυριαρχούνται από χαρμολύπη, αφού βγήκαν μεν τρίτο κόμμα σημειώνοντας κατακόρυφη άνοδο, αλλά για κάποια στιγμή είχαν πιστέψει ότι μπορούν να βγουν και πρώτοι…). Στην πραγματικότητα, τώρα τόσο οι Σοσιαλδημοκράτες όσο και οι Χριστιανοδημοκράτες απλά περιμένουν να δουν αν Πράσινοι και Φιλελεύθεροι θα τα βρουν στα μεταξύ τους σκληρά παζάρια, και ποιον από τους δύο «μεγάλους» θα προτιμήσουν ως εταίρο!

Οι τριτοτέταρτοι συμφωνούν μεταξύ τους στην εξωτερική πολιτική – ιδίως αφότου η Μπέρμποκ βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του αγώνα των «δυτικών δημοκρατιών» εναντίον του «ρωσικού και κινεζικού ολοκληρωτισμού», μεταλλάσσοντας το πράσινο σε κάτι πολύ πιο σκοτεινό. Οι κάποτε φιλειρηνιστές Πράσινοι τώρα θέλουν και «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις, και βομβαρδισμούς, και εξοπλισμούς: η εποχή που διαδήλωναν ενάντια στους πυραύλους του ΝΑΤΟ ήταν κακό όνειρο, και πάει… Σε άλλα θέματα όμως, τα λεγόμενα εσωτερικά, οι αποκλίσεις με τους Φιλελεύθερους είναι πολλές. Γι’ αυτό τα παζάρια είναι ανελέητα, και το σίριαλ μπορεί να κρατήσει μήνες. Ήδη πολλοί Νότιοι (που για δεκαετίες δέχονταν τις ειρωνείες ή και επιπλήξεις του Βερολίνου για την πολιτική τους αστάθεια) με δυσκολία κρύβουν τη χαιρεκακία τους.

Βαθύτερη κρίση διακυβέρνησης

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το γερμανικό αποτέλεσμα θα δώσει ένα ακόμη ασταθές στην καταγωγή του κυβερνητικό μπλοκ. Το πρόβλημα δεν είναι βέβαια μόνο γερμανικό: εδώ και χρόνια σοβεί σε πολλά κράτη μέλη της Ε.Ε. μια βαθύτερη κρίση διακυβέρνησης, και μια απονομιμοποίηση των παραδοσιακών πολιτικών ηγεσιών και οικογενειών. Η πολιτική διαχείριση έχει δυσκολέψει τόσο στη Γερμανία, όσο και πανευρωπαϊκά. Τα διάφορα λόμπι και τα ΜΜΕ των ελίτ, που παίζουν όλο και σπουδαιότερο ρόλο κι έχουν αναλάβει –ενίοτε με επιτυχία– να κρατούν τους πολίτες σε καταστολή, είναι από τα λιγοστά αντίβαρα. Τώρα ξαναπροβάλλουν την Κεντροαριστερά ως «αναγεννημένη» εναλλακτική, κι ας μην βγαίνουν τα νούμερα. Ταυτόχρονα αποκρύπτουν ότι, με οποιονδήποτε κυβερνητικό συνδυασμό, η γερμανική ελίτ δεν εγκαταλείπει το όνειρο μιας Γερμανίας ισχυρής στην Ευρώπη και διεθνώς, κι ας μην μπορεί να συμμαζέψει ούτε τα του οίκου της. Αναθαρρεί όμως όταν π.χ. ο Μπάιντεν της κλείνει το μάτι, προσθέτοντας αποκλειστικά τη Γερμανία πλάι στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ως σημαίνοντος εταίρου των διεθνών προσπαθειών των ΗΠΑ…

Ας κλείσουμε, προσωρινά έστω, με κάτι πιο ιλαρό: ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Λουίτζι ντι Μάιο, που ήταν επικεφαλής των «ακραίων» Πέντε Αστέρων, αυτών που κατηγορούνταν ως αντιευρωπαίοι, λαϊκιστές κ.ο.κ., χαιρέτισε με ενθουσιασμό τη νίκη των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών και τη χαρακτήρισε «νίκη του ευρωπαϊσμού επί του εθνικισμού και των ακραίων τάσεων». Δείγμα κι αυτό της εποχής, αλλά και της ποιότητας του ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού.


Γιατί κατέρρευσε η Αριστερά;

Η Αριστερά «κατάφερε» να πέσει κάτω από το 5%. Η είσοδος στη νέα βουλή (με μόλις 39 βουλευτές έναντι των 70 στην προηγούμενη) τελικά επιτεύχθηκε λόγω μιας διάταξης που επιτρέπει να παραβλεφθεί το όριο εάν ένα κόμμα κερδίσει τουλάχιστον 3 μονοεδρικές περιφέρειες. Αντί άλλου σχολίου, παραθέτουμε εδώ τις αντιδράσεις δύο ιστορικών στελεχών της γερμανικής Αριστεράς:

 

Σάρα Βάγκενκνεχτ: «Αυτή είναι μια πικρή ήττα, δυστυχώς όχι αιφνιδιαστική. Το σημαντικό τώρα είναι να συζητήσουμε για τις αιτίες της, που κατά τη γνώμη μου είναι ότι η Αριστερά απομακρύνεται τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο από αυτά για τα οποία δημιουργήθηκε: να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των απλών εργαζομένων και συνταξιούχων. Πρέπει να ξαναγίνουμε η φωνή των δυσαρεστημένων, αυτών που επιθυμούν μια διαφορετική πολιτική και μια μεγαλύτερη κοινωνική ισορροπία. Και δεν βοηθά σ’ αυτό ο τρόπος με τον οποίο διαρκώς προσφερόμασταν να αποτελέσουμε τμήμα ενός κυβερνητικού συνασπισμού. Ιδίως αφού είχε γίνει πασιφανές ότι ούτε ο Σολτς ούτε η Μπέρμποκ θέλουν τέτοιες αλλαγές. Άρα θα έπρεπε να έχουμε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και να υπογραμμίζουμε τις διαφορές μας με αυτά τα κόμματα, αντί να τρέχουμε από πίσω τους. Διότι έτσι στέλναμε μήνυμα ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνική κυβέρνηση ψηφίζοντας και SPD, κι επιπλέον διώχναμε την ψήφο διαμαρτυρίας – επειδή διαφαινόταν ότι μετεκλογικά μπορεί να κάνουμε πολλές εκπτώσεις στις θέσεις μας προκειμένου να μπούμε σε μια κυβέρνηση».

Όσκαρ Λαφοντέν: «Η πτώση της Αριστεράς από το 11,9% του 2009 στο τωρινό 4,9% ήταν κάτι που εδώ και χρόνια φαινόταν ότι έρχεται. Η υιοθέτηση μιας πιο πράσινης πολιτικής, τα συνθήματα για ανοιχτά σύνορα και η έμφαση σε ζητήματα μειονοτήτων, η συναίνεση στις αυξήσεις στα καύσιμα και στο πετρέλαιο θέρμανσης, είναι από τις κύριες αιτίες της απώλειας εμπιστοσύνης των εργαζομένων και συνταξιούχων προς την Αριστερά. Κι επίσης της ύπαρξης της σχετικά ισχυρής ακόμη ακροδεξιάς (AfD)… Στο μέλλον, η Αριστερά πρέπει να πάψει πλέον να δίνει την εντύπωση ότι παζαρεύει τις αρχές της. Η απαίτηση του Σολτς και της Μπέρμποκ, να δηλώσει η Αριστερά πίστη στο ΝΑΤΟ για να θεωρηθεί πιθανός εταίρος, μία απάντηση αξίζει: ότι η Αριστερά θεωρεί παράλογο να κυβερνήσει με οποιονδήποτε δεν δηλώνει πίστη στο διεθνές δίκαιο. Με τη συμπλήρωση ότι κόμματα που επιμένουν σε στρατιωτικές επεμβάσεις εναντίον τρίτων χωρών, οι οποίες παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και προκαλούν εκατόμβες, δεν θα έπρεπε να κυβερνούν».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!