του Γιώργου Ρακκά*
Η απόφαση του Γ. Μπουτάρη να μην ξαναθέσει υποψηφιότητα, αποτελεί προϊόν ενός αδιεξόδου οραματικού και στρατηγικού τύπου. Το αδιέξοδο της «παγκοσμιοποιημένης Θεσσαλονίκη», μιας πολιτικής που προκάλεσε βαθύτατο ρήγμα αναμεταξύ των ελίτ και της κοινωνικής πλειοψηφίας της πόλης.
Η σύγκρουση του Μπουτάρη με το λαϊκό αίσθημα σε ό,τι αφορά στη Συμφωνία των Πρεσπών, για την προβολή της Οθωμανικής Θεσσαλονίκης αποτελεί το αποκορύφωμα αυτού του ρήγματος. Πίσω από αυτό ξεπροβάλλει μια πραγματικότητα αδήριτη, το γεγονός ότι η παράδοση της πόλης στην παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την εθνική και την γεωπολιτική της αποδόμηση. Η πολυδιαφημιζόμενη Μπουτάρεια «εξωστρέφεια», αποδείχθηκε στην πραγματικότητα υποχώρηση απέναντι στον νέο οθωμανικό ηγεμονισμό, τους βαλκανικούς κατακερματιστικούς αλυτρωτισμούς κ.ο.κ., δηλαδή, αντί να ενισχύσει την συνοχή της πόλης, της δημιούργησε υπαρξιακό κενό τόσο σε ό,τι αφορά στην ταυτότητά της, όσο και σε ό,τι αφορά στο γεωπολιτικό της μέλλον.
Το ρήγμα αυτό φέρει μέσα του και όλες τις άλλες διαστάσεις, οικονομική, κοινωνική, οικολογική, χωροταξική κ.ο.κ.
Η «τουριστική Θεσσαλονίκη», κληροδοτεί στην πόλη όλες εκείνες τις παθογένειες που προκαλεί η τουριστική υπερανάπτυξη στην Λισαβόνα, την Βαρκελώνη, την Βενετία κ.α. Το στεγαστικό απόθεμα του ιστορικού κέντρου εξαντλείται, οι τιμές των ακινήτων ανεβαίνουν, και μαζί με αυτό το γενικό κόστος ζωής σε αυτό, ο δημόσιος ελεύθερος χώρος συρρικνώνεται σε βάρος των τραπεζοκαθισμάτων. Σα συνέπεια όλων αυτών, οι φτωχότεροι σταδιακά εξοβελίζονται από το κέντρο, τα μεσοστρώματα πιέζονται περισσότερο και γενικώς δημιουργείται ένα αίσθημα στους κατοίκους ότι η πόλη δεν τους ανήκει. Η τοπική οικονομία λόγω καθίζησης της παραγωγής πολώνεται μεταξύ των τουριστικών μεγαλοεπενδύσεων στην κορυφή, και την επέκταση όλων των μορφών υποαμειβόμενης, ανειδίκευτης εργασίας στην βάση.
Η Θεσσαλονίκη του Γιάννη Μπουτάρη δεν ήταν μια, αλλά δυο: Η μια αφορούσε στις παγκοσμιοποιημένες μειοψηφίες, η άλλη στη ριζωμένη πλειοψηφία. Που παρέμενε μάλιστα πολιτικά αποκλεισμένη, γιατί ακόμα και αν «ψηφίζει» στις εκλογές, δεν αντιπροσωπεύεται από τον τοπικό πολιτικό πολιτικό κόσμο στο σύνολό του
Η ίδια τάση επιβεβαιώνεται και στους υπόλοιπους τομείς της καθημερινότητας. Οι υποδομές αφέθηκαν να υποβαθμιστούν από μια διοίκηση που πάντοτε έδινε προτεραιότητα στην πολιτική ως συμμετοχή στα υπερεθνικά δίκτυα της νέας κοσμοπολίτικης γραφειοκρατίας, και όχι ως ιεράρχηση και ικανοποίηση των συλλογικών αναγκών της πόλης σα συνόλου. Γενικότερα, κάθε τι που είχε να κάνει με την εντοπιότητα εγκαταλείφθηκε: Από την δημογραφική κατάσταση μιας πόλης που γερνάει ταχύτατα, μέχρι το πράσινο, την εικόνα του δομημένου χώρου, την ανάπτυξη της εγκληματικότητας κ.ο.κ.
Εν τέλει, η Θεσσαλονίκη του Γιάννη Μπουτάρη δεν ήταν μια, αλλά δυο: Η μια αφορούσε στις παγκοσμιοποιημένες μειοψηφίες, η άλλη στη ριζωμένη πλειοψηφία. Που παρέμενε μάλιστα πολιτικά αποκλεισμένη, γιατί ακόμα και αν «ψηφίζει» στις εκλογές, δεν αντιπροσωπεύεται από τον τοπικό πολιτικό πολιτικό κόσμο στο σύνολό του, που έχει καταντήσει μια «κάστα», ένα κλειστό αυτοαναπαραγόμενο «οικοσύστημα» αξιωματούχων, πολιτικών, δημοσιογράφων κ.ο.κ. Όλες αυτές οι αντιθέσεις ψαλίδισαν την δημοτικότητά του, και παράλληλα υπονόμευσε την συνοχή της ίδιας του της παράταξης, καθώς ιδρυτικά της στελέχη, που την έφτιαξαν για να εκφράσει την δυνατότητα μιας προοδευτικής διακυβέρνησης, και όχι για να καταστεί ο πιο αυθεντικός εκφραστής της σοσιαλνεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, άρχισαν να την εγκαταλείπουν.
Επομένως, το βαθύτερο μήνυμα αυτής της αποστρατείας είναι ότι η παγκοσμιοποίηση και τα παρελκόμενά της –ο εθνομηδενισμός, η πολιτική απαξίωση του έθνους κράτους, η διεθνοποίηση της οικονομίας, της πολιτικής, η εγκατάλειψη των τοπικοτήτων που συναπαρτίζουν αυτήν την χώρα– δεν μπορούν να δημιουργήσουν βιώσιμη συνθήκη για την πόλη.
Γυρίζοντας αυτήν την σελίδα, η τοπική θεσσαλονικιώτικη πολιτική θα αντιμετωπίσει ένα νέο ερώτημα, που ξεπηδάει από τα ίδια τα αδιέξοδα που περιγράφηκαν εδώ. Αφορά στο περιεχόμενο της νέας στρατηγικής για την Θεσσαλονίκη, και το αν αυτή θα γεφυρώσει όλα αυτά τα ρήγματα που άνοιξε η επταετία της διακυβέρνησης Μπουτάρη, να ξαναενώσει την πόλη, και να την θέσει σε τροχιά βιωσιμότητας.
* Ο Γιώργος Ρακκάς είναι επικεφαλής της Δημοτικής Κίνησης Μένουμε Θεσσαλονίκη – Μέλος του κινήματος Άρδην