Γνωστός στο ελληνικό κοινό κυρίως από τη συμμετοχή του στο «Τρίγωνο της Θλίψης» (2022/Ρούμπεν Έστλουντ), ο 29χρονος Άγγλος ηθοποιός Χάρις Ντίκινσον αναδεικνύεται σε δεινό σκηνοθέτη, με την πρώτη ταινία του «Αχινός», στην οποία μάλιστα υπογράφει και το σενάριο, για ένα περιθωριακό τοξικοεξαρτημένο άτομο.

Για χρόνια άστεγος και ναρκομανής, με ποινικό μητρώο, ο νεαρός Μάικ (Φρανκ Ντιλέιν) επιβιώνει στο περιθώριο, με μικροκλοπές και επαιτεία. Μετά από μια βίαιη επίθεση οδηγείται στη φυλακή. Ο πραγματικός του όμως Γολγοθάς ξεκινάει οκτώ μήνες μετά, όταν αποφυλακίζεται απεξαρτημένος, με στοίχημα την επανένταξή του, υπό την επιτήρηση κοινωνικής λειτουργού. Επιχειρεί να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του, πιάνει δουλειά ως μάγειρας, αλλά μετά από βίαια ξεσπάσματα καταλήγει στη συγκομιδή απορριμάτων, οπότε γνωρίζεται με την νεαρή Γαλλίδα Άντρεα (Μέγκαν Νόρθαμ), που διαμένει σε τροχόσπιτο. Σε μια ζωή στιγματισμένη από τη βία του περιθωρίου, ο Μάικ διαρκώς σε θέση άμυνας ως άλλος αχινός, δοκιμάζεται σκληρά από παλιούς πειρασμούς.

Η διάσταση του κοινωνικού περιθωρίου τοποθετείται εξαρχής, εισάγοντας τον αρχικά ανώνυμο πρωταγωνιστή, να κοιμάται κουλουριασμένος στο πεζοδρόμιο πολυσύχναστου δρόμου. Ισχνός, με ανάκατα μαλλιά, βρώμικα ρούχα και στην πλάτη ένα σακίδιο, με τα λιγοστά του υπάρχοντα, περιπλανιέται πεινασμένος και άπραγος, έτοιμος για καβγά. Το όνομά του ακούγεται πρώτη φορά στο τηλεφώνημα με στενή συγγενή, που κλαίει συντετριμμένη στο άκουσμα της οκτάμηνης φυλάκισής του. Ο Μάικ συχνάζει σε πιάτσες με συσσίτιο, που διοργανώνουν φιλανθρωπικές εταιρίες, με την κάμερα να αιχμαλωτίζει ταλαιπωρημένες φυσιογνωμίες άστεγων, χαμένων σε χαοτικά ψυχικά αδιέξοδα, θεματική που ανακαλεί ταινίες της πρωτοποριακής Αμερικανίδας Σίρλεϊ Κλαρκ, που διερευνά την αστική αποξένωση και το ρατσισμό.

Μπαίνοντας στο πετσί ενός καταραμένου άστεγου ναρκομανή, ο 34χρονος Φρανκ Ντιλέιν δίνει μια εξαιρετική ηλεκτρισμένη ερμηνεία, αποδίδοντας τα εσώτερα τραύματα εθισμού και κοινωνικής απομόνωσης. Το ψυχολογικό σφίξιμο του λιγομίλητου χαρακτήρα προβάλλεται μέσα από εκφράσεις, χαμηλωμένα βλέμματα και νευρικές κινήσεις, μεταφέροντας εσωτερικευμένη ένταση και πόνο, με εκλεπτυσμένη κινησιολογία, χέρια στη μέση, κυρτωμένο σώμα με ανασηκωμένους ώμους, ενώ σε συνδυασμό με την νευρώδη μυϊκή διάσταση, βρίσκεται μεταξύ του «Portrait of Jason» (1967/Σίρλεϊ Κλαρκ) και της σωματοποιημένης ερμηνείας του μακαρίτη Ρίβερ Φοίνιξ στο «Δικό μου Αϊντάχο» (1991/Γκας Βαν Σαντ).

Απαλλάσσοντας την αφήγηση από μια περιγραφική αλληλουχία, η τραγική ιστορία του Μάικ μεταφέρεται μέσα από ενδεικτικά αποσπάσματα, αποφεύγοντας οτιδήποτε χαλαρώνει τον δυναμικό αφηγηματικό ρυθμό. Εύστοχα αποτολμούνται χρονικά άλματα υπονοώντας αρκετά παραλειπόμενα, όπως οτιδήποτε σχετίζεται με το παρελθόν του. Τέτοιες κρίσιμες λεπτομέρειες αποκαλύπτονται στην επίσκεψη στην κοινωνική λειτουργό και αργότερα στις κουβέντες με την Άντρεα, σε πλάνα όπου το τοπίο ξανοίγεται στην ύπαιθρο, εκφράζοντας την αρμονία του Μάικ μετά από χρόνια μοναξιάς. Από τα συμφραζόμενα μαθαίνουμε πως ήταν υιοθετημένος, μετά από αλλεπάλληλες φυλακίσεις και ανεπιτυχείς προσπάθειες επανένταξης. Εύστοχα παραλείπεται η διαμονή στη φυλακή, με την ταινία να επικεντρώνεται στις δυσκολίες της επανένταξης, σε μια κοινωνία, που τον θεωρεί παρία.

Στην αρχή, ο Μάικ μετά από άλλη μια νύχτα στο πεζοδρόμιο, περπατάει πίσω από την κίνηση των αυτοκινήτων στο πρώτο πλάνο, ενώ αργότερα, σε σταθερό μακρινό πλάνο, στέκεται ως επαίτης ανάμεσα στους περαστικούς, που τον προσπερνάνε, εικόνες πλημμυρισμένες από τη βοή της πόλης, με τον πρωταγωνιστή στο περιθώριο της κοινωνίας, μέσα από την έκκεντρη και μετατοπισμένη στο δεύτερο πλάνο τοποθέτησή του στο κάδρο. Στον αντίποδα του ρεαλισμού των Νταρντέν, η κάμερα του Ντίκινσον εντάσσει τον πρωταγωνιστή στο αστικό τοπίο, για να αναδείξει ταξική και κοινωνική αντίθεση μέσα από την αποστασιοποίηση. Σε μακρινά πλάνα κινηματογραφείται να περπατάει νευρικά στους δρόμους, με φόντο μαγαζιά, ρεστοράν και καφενεία στα οποία δεν έχει πρόσβαση. Ενίοτε απεικονίζεται να τρέχει αγχωμένος, πότε αναζητώντας τον φίλο του Νέιθαν, που ενσαρκώνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, πότε για να μεταπουλήσει κλοπιμαία. Αργότερα, στον όροφο κάποιας οικοδομής, μέσα από αργή εστίαση, σε σταθερό μετωπικό πλάνο, η κάμερα επικεντρώνεται στις τελετουργικές κινήσεις του, καθώς απλώνει σχολαστικά χαρτόνια κατάχαμα, για να στρώσει τον υπνόσακο.

Η παράδοση του βρετανικού κοινωνικού σινεμά, με πρωταγωνιστές στο περιθώριο, που κατά καιρούς έχουν αναδείξει σκηνοθέτες όπως οι Κεν Λόουτς, Μάικλ Λι, Στίβεν Φρίαρς, εμπλουτίζεται εδώ με την πειραματική διάσταση, ώστε να αποδοθεί το βαθύτερο ψυχικό αδιέξοδο του πρωταγωνιστή. Με επιδράσεις από τους Γκασπάρ Νοέ και Ντέιβιντ Λιντς, ο Ντίκινσον αποδίδει κάποια «κενά» στη ζωή του Μάικ με χαοτικές παρεμβάσεις ενδοσκοπικών λήψεων.

Οι πειραματικές σκηνές εισάγονται σε συσχετισμό με το υγρό στοιχείο, ως μακρινή υπαρξιακή ταρκοφσκική αναφορά. Με τον Μάικ στο ντους της φυλακής, η κάμερα ακολουθεί σε συνεχόμενη κατηφορική λήψη τη ροή του νερού, καταγράφοντας την χιτσκοκικής έμπνευσης στροβιλιστή δίνη προς το σιφόνι και από εκεί, μέσα από ενδοσκοπική οπτική, εισχωρεί βαθύτερα προς τον υπόνομο. Σε μια ακατάπαυστη λαπαροσκοπική εστίαση, μέσω ειδικών εφέ, η κάμερα εισέρχεται στην ύλη του νερού, σε μόρια και άτομα, μέχρι να αποτραβηχτεί, σε αντίστροφη κίνηση διαρκούς οπισθοχώρησης, βγαίνοντας από τη σχισμή ενός βράχου, σε κάποιο δάσος. Η αδιάκοπη καταγραφή στο φυσικό τοπίο καταλήγει σε μια μεγάλη σπηλιά, όπου μια σκοτεινή -κόντρα φως- φιγούρα στέκεται μπροστά από ένα μεγάλο βράχο. Αυτές οι εικόνες εξαιρετικής σκηνοθετικής σύλληψης εικονογραφούν το καταχωνιασμένο ασυνείδητο κατά τη διάρκεια της «χειμερίας νάρκης» του πρωταγωνιστή στον κενό χρόνο της φυλακής, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα την επώδυνη αποτοξίνωση, σε μια ψυχεδελική σκηνή που διακόπτεται με την αποφυλάκιση. Τα ψυχεδελικά αυτά οράματα με τη σπηλιά που τον στοιχειώνουν, επανέρχονται, μόλις ο ευάλωτος Μάικ βρεθεί κοντά στους παλιούς πειρασμούς.

Μια πλανόδια ηλικιωμένη βιολίστρια στο πάρκο, αρχικά παίζει Μπαχ, καταλήγοντας σε δαιμόνιους ήχους βιολιστικών ακόρντων, που σβήνουν υπόκωφα, εκφράζοντας την ψυχική ένταση του πρωταγωνιστή υπό την επήρεια ουσιών, πριν την έξαρση βίας. Με την αργή συνεχόμενη εστίαση στη σκοτεινή, μακάβρια φιγούρα της βιολίστριας, αποτυπώνεται η μυστηριακή έλευση ενός κακού οιωνού, προαναγγέλλοντας δραματική κατάληξη. Η μοιραία επιστροφή του Μάικ στις παλιές συνήθειες, μέσα από μπλε και αργότερα πράσινους φωτισμούς, σηματοδοτείται ξανά από την αλληγορική φιγούρα της, που τον οδηγεί στο τελικό του ταξίδι.

Ο Μάικ τρέχει αγχωμένος στο ρυθμό της πρωτότυπης ηλεκτρονικής μουσικής του Άλαν Μάισον, ο οποίος επιμελήθηκε και τα ηλεκτρονικά ηχοτοπία στα ψυχεδελικά πλάνα. Ανάμεσα σε δυο συναδέλφισσές του, τραγουδάει ξένοιαστος στο καραόκε μπαρ το χορευτικό τραγούδι «Whole again» (2000/Atomic Kitten). Αισθήματα εκστατικής ανάτασης, μόλις ξανακυλήσει, μεταφέρονται με το γαλλόφωνο ποπ τραγούδι «Voyage voyage» (1989/Desireless), που το χορεύουν γύρω από τη φωτιά, με στίχους για ένα απώτερο, αιώνιο ταξίδι, σηματοδοτώντας μια αναπόφευκτη μοίρα.

Εξαιρετική έμπνευση που σηματοδοτεί το καταλυτικό σημείο της καταρράκωσης του πρωταγωνιστή πριν το κατευόδιο, αποτελεί η εξαιρετική σκηνή σύγχρονου χορού, σε παράσταση που παρακολουθεί με φίλους, υπό τους ήχους του ηλεκτρονικού «White Picket Fence» (2021/Koreless), όπου οι άναρχες κινήσεις της νεαρής χορεύτριας, τον συνταράσσουν συθέμελα. Οι εμβόλιμες εικόνες από τη βίαιη επίθεση, ταυτόχρονα με τις έντονες χορευτικές κινήσεις, εκφράζουν την επώδυνη συνειδητοποίησή του, καθώς στην πρώτη επαφή του με το θύμα, παρότι δακρυσμένος, δυσκολεύτηκε να διατυπώσει μετάνοια. Ταυτισμένος με την απόγνωση των χορευτικών κινήσεων, αποχωρεί σαστισμένος. Μετά την επίσης κομβική σοκαριστική σκηνή του ταΐσματος ενός φιδιού, εισάγεται το κομμάτι ηλεκτρονικής ψυχεδέλειας «Pangaea» (2021/Mike Dean), που ακολουθεί τον Μάικ στην πανηγυρική του κάθοδο, με την τραγική μοίρα του να στέφεται από τη δραματικότητα ενός ορμητικού καπρίτσιου για σόλο βιολί του Παγκανίνι, σε ψυχεδελικές εικόνες στο διάστημα, κλείνοντας την ταινία.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφο, ifigenia.kalantzi@gmail.com

INFO

Συνεχίζεται το 4ο φεστιβάλ Παλαιστινιακού Κινηματογράφου Αθήνας στο STUDIO, 24, 25, 26/10/2025, καθημερινά στις 20:00, παρουσία Παλαιστίνιων σκηνοθετών (athenspalestinefilmfestival.org/program).

Για 4η συνεχή χρονιά επιστρέφει η «Γιορτή του Σινεμά», Πέμπτη 30/10/2025, όπου όλες οι ταινίες και όλες οι προβολές, σε όλα τα σινεμά της χώρας, έχουν ενιαίο εισιτήριο 2€. (giortitoucinema.gr/).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!