Οι παλιότεροι γνωρίζουν τον Γιάννη Χαΐνη από τη συμμετοχή του στην «ιδρυτική» πράξη έκδοσης της Επιθεώρησης Τέχνης και αργότερα από την καθοριστική συμβολή του στη δημιουργία της Ομάδας Tέχνης α΄.

Οι νέοι -όσοι τουλάχιστον δεν παρακολουθούν τη βασανιστική πλευρά των πραγμάτων- ίσως και να αγνοούν το καλλιτεχνικό του έργο, τις θεωρητικές προσεγγίσεις αλλά και την αλληλένδετη κοινωνική του δράση. Η μοναχική του πορεία, άλλωστε, οι ελάχιστες ατομικές εκθέσεις -τρεις όλες κι όλες από το 1957- η σθεναρή κριτική, αλλά και η συνειδητή αποχή του από τα γκαλά της εμπορευματοποιημένης τέχνης, έχουν κι αυτά συμβάλλει στην… αφάνεια του καλλιτέχνη. Αφορμή για τη σημερινή -σύντομη- αναφορά στο πρόσωπό του είναι η έκθεση που εγκαινιάστηκε στο Πολιτιστικό Κέντρο Νέας Ιωνίας του Βόλου, το περασμένο Σάββατο. Η ιδέα της έκθεσης ανήκει στη ζωγράφο Ρενάτα Μένις, η υλοποίηση στην ακούραστη θέρμη με την οποία την «αγκάλιασε» η Κατερίνα Πορφυρογένη και η επιμέλειά της στη Βάσια Καρκαγιάννη-Καραμπελιά. Με αυτή, λοιπόν, την ευκαιρία ζητήσαμε από τον Γιάννη Χαΐνη να μας πει δυο (γραπτά) λόγια για την έκθεση καθαυτή, για τη γενικότερη λειτουργία της τέχνης, τις προσδοκίες αλλά και για την πεισματική του άρνηση να ενταχθεί στο εμπορικό σύστημα της τέχνης.

Του Γιάννη Χαΐνη.
H έκθεση είναι, προφανώς, το κύριο μέσο δημοσιοποίησης της δουλειάς του καλλιτέχνη. Προσφέρει στο κοινό τη δυνατότητα να αποκτήσει άμεση επαφή με το έργο, απ το οποίο αποκομίζει μιαν αίσθηση που δεν προσφέρει η τεχνική αναπαραγωγή του.
 Ωστόσο, ο χώρος της έκθεσης αποτελεί για μένα μια επιλογή που καθορίζεται από την εναντίωσή μου στον τρόπο διαχείρισης της τέχνης από τους θεσμικούς παράγοντες ενός συστήματος που αποβλέπει κατά κύριο λόγο, στην οικονομική αξιοποίηση της τέχνης. Η αποδοχή της εμπορικής χρήσης της τέχνης δεν είναι χωρίς συνέπειες ούτε για το έργο αλλά ούτε για τον καλλιτέχνη όταν συμμερίζεται τη λογική της. Οι επαγγελματικές αίθουσες τέχνης είναι στην πλειονότητά τους οι χώροι μέσα στους οποίους πραγματοποιείται η οικονομική συναλλαγή. Αναζητώ χώρους εκτός. Η δουλειά μου, άλλωστε, όπως προκύπτει απ’ το μέγεθος, τη μορφολογία και την τεχνική της, έχει σαν (επιθυμητό) προορισμό το δημόσιο χώρο.
Όσον αφορά τη λειτουργία της τέχνης για την οποία με ρωτάτε, πιστεύω ότι δεν είναι μια. Η τέχνη μπορεί να τέρψει, να συγκινήσει, να προβληματίσει. Ευτυχώς… Θα ήταν καταθλιπιτικό για τον άνθρωπο να βλέπει συνεχώς μπροστά του μια μονοσήμαντη, μονότροπη τέχνη που δεν θα κάλυπτε το σύνολο των προσδοκιών του από αυτήν. Όμως, το κύριο αιτούμενο -που δεν ισχύει στις μέρες μας- θα ήταν η υλοποίησή της να ανταποκρίνεται σε μορφολογικές-αισθητικές επιταγές που θα της προσπόριζαν και την απαραίτητη ποιότητα. Πριν από κάποιες δεκαετίες, για να θεωρηθεί κάποια ανθρώπινη κατασκευή ως έργο τέχνης θα έπρεπε να είχε διαβεί έναν ορισμένο αισθητικό ουδό. Αν αυτό δεν συνέβαινε η κατασκευή αυτή δεν θα αναγνωριζόταν ως έργο τέχνης. Σήμερα αυτό δεν ισχύει. Οποιαδήποτε πρόταση εμφανίζεται στο προσκήνιο και γίνεται δεκτή από το εμπορευματικό σύστημα διακίνησης της τέχνης αναγνωρίζεται και ως έργο τέχνης, συχνότατα χωρίς αισθητικό έλεγχο. Η κύρια επιδίωξη είναι ο εντυπωσιασμός της οικονομικά εύρωστης πελατείας που τα (αγοραστικά) κριτήριά της διαμορφώνονται από τα θεσμικά όργανα του συστήματος. Είναι αυτά που χειρίζονται και επικυρώνουν τον λόγο που εκφέρεται για την τέχνη και καθορίζουν τους τρόπους πρόσληψής της και διαμορφώνουν τις προτιμήσεις του κοινού. Έτσι, παρά την ποικιλία που προσφέρει η επιδιωκόμενη καινοφάνεια, η σημερινή παραγωγή που αποκαλείται καλλιτεχνική, έχει αποστερήσει τον δέκτη από τη βασική -άλλοτε- οντολογική συνιστώσα που ήταν η αισθητική -μορφολογική- υπόσταση του έργου τέχνης και η ικανοποίηση που αυτή παρείχε.
Δεν προτείνομαι ως κανενός είδους υπόδειγμα. Ο καθένας μας κάνει τις επιλογές του που είναι σεβαστές. Άλλωστε, ο καλλιτέχνης έχει κάτι παραπάνω από το δικαίωμα να ζει από τη δουλειά του. Σ’ αυτήν αφιερώνει το χρόνο του μ’ αυτήν περνάει τη ζωή του, σ’ αυτήν επενδύει τις φιλοδοξίες του. Δεν επιθυμώ να κρίνω και μάλιστα να επικρίνω, στάσεις και συμπεριφορές. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά ισχυροί κοινωνικοί μηχανισμοί που λειτουργούν αλλοτριωτικά επηρεάζοντας και τα άτομα και το έργο τους. Αυτό είναι απλώς μια διαπίστωση και όχι μια επίκριση. Σημαίνει ότι πάνω από το άτομο και επάνω στο άτομο επενεργούν καθοριστικά δυνάμεις που, τουλάχιστο για την ώρα, δεν μπορεί να τις ελέγξει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!