Στη δεκαετία του 1960, στις καλοκαιρινές κατασκηνώσεις του Δήμου Αθηναίων, στον Άγιο Ανδρέα, το πρωί πηγαίναμε ομαδικά για μπάνιο στη θάλασσα, το απόγευμα, μετά τον υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο, παίζαμε μπάλα και τα βράδια διασκεδάζαμε εναλλάξ με τα δύο άκρα αντίθετα, αμερικάνικες ταινίες με περιπέτειες που μας προκαλούσαν έξαψη και ξεκαρδιστικό Καραγκιόζη ζωντανό στο μπερντέ που μας έκανε ευδιάθετους. Ζωή και κότα, δηλαδή, για τα παιδιά από οικογένειες που δεν είχαν ένα αυτοσχέδιο παράπηγμα στη Λούτσα για καλοκαιρινές διακοπές ή ένα αυθαίρετο εξοχικό στην Κινέττα μέσα σε ένα από τα τεμαχισμένα εκτός σχεδίου οικόπεδα-με-δόσεις που διαφημίζονταν σε εικοσιτετράωρη βάση από τους πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς στα μεσαία.
Η πρώτη γνωριμία μου με τον Καραγκιόζη και τους άλλους σπουδαίους πρωταγωνιστές του Θεάτρου Σκιών, όπως πολύ αργότερα έμαθα ότι ήταν η επίσημη ονομασία του, είχε γίνει στα σοκάκια της Κοκκινιάς το 1956, στο πρώτο ταξίδι μας από την Πόλη στην Ελλάδα. Μας είχε φιλοξενήσει, μάνα-γιο-κόρη, η θεία Χριστίνα στο μικρό αλλά πολύ φιλόξενο προσφυγικό της σπιτάκι που διατηρούσε σαν κόσμημα στην οδό Βιθυνίας, αρκετές δεκαετίες μετά την εγκατάσταση των προσφύγων, πριν οι αυτοσχέδιοι εργολάβοι αλλάξουν τη μορφή της γειτονιάς με ψιλόλιγνα, λόγω των πολύ μικρών οικοπέδων, αρχικά διώροφα και τριώροφα κτίσματα και, στη συνέχεια, μεγαλύτερα, με συνενώσεις οικοπέδων.
Ο Καραγκιόζης στην Κοκκινιά ήταν υπόθεση των παιδιών, των πιτσιρικάδων∙ δηλαδή, οι θεατές ήταν και οι παίκτες και οι παραγωγοί των παραστάσεων. Αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν πολύ λίγα στους χωματόδρομους που ήταν αρκετά φαρδιοί για να στήνεται προς το μέρος ενός υποτυπώδους πεζοδρομίου το παλιό λευκό σεντόνι, όρθιο και τεντωμένο με σπάγκους σε πρόχειρα πλαίσια από καρφωμένες σανίδες. Το φως των κεριών, χρησιμοποιημένων πασχαλιάτικων λαμπάδων κατά προτίμηση που τα παιδιά αφαιρούσαν από τα εικονοστάσια, αρκούσε για να φαίνονται αδρά οι φιγούρες στο κατασκότεινο περιβάλλον αφού ούτε δημόσιος φωτισμός υπήρχε ούτε φωτεινές επιγραφές μαγαζιών τριγύρω.
Σε τελάρα
Τα παιδιά ήξεραν τις υποθέσεις των έργων απ’ έξω κι ανακατωτά. Και η εμφάνιση των ηρώων στο πανί προκαλούσε γέλια και χειροκροτήματα, ανάλογα με τη δημοτικότητα του καθενός. Μετά από τα Κολλητήρια, μάλλον ο Μπαρμπαγιώργος αποσπούσε τα εντονότερα επιφωνήματα, ενώ ανυπομονούσαμε να δούμε και τον Χατζατζάρη, τον Βελιγκέκα, τον Νιόνιο και τον Σταύρακα με τη μάγκικη φωνή ή στα πιο ηρωικά τον Κολοκοτρώνη, τον Διάκο και τον Καραϊσκάκη. Εμείς που ήμασταν από την Πόλη και διψούσαμε για κάθε τι πατριωτικό, συγκλονιζόμασταν με τον Μέγα Αλέξανδρο και τους ήρωες του ‘21. Κάπου-κάπου πηγαίναμε και στις μάντρες που εμφανίζονταν οι επαγγελματίες Καραγκιοζοπαίχτες από τους οποίους οι πιτσιρικάδες που έστηναν τον μπερντέ αποστήθιζαν τις ιστορίες, τα αστεία και τις κινήσεις που έκαναν οι «πρωταγωνιστές».
Οι φτιαγμένες από χαρτόνι φιγούρες αντιμετωπίζονταν από παίκτες και θεατές ως ζωντανοί οργανισμοί, πολύ γνώριμοι, πολύ οικείοι, με τους οποίους μπορούσες όχι μόνο να συμπάσχεις αλλά και να συνομιλείς, σε καμία περίπτωση σαν κάτι ψεύτικο. Ο λόγος τους, το ύφος και το χρώμα των φωνών, όσο αδέξια κι αν έβγαινε από τα στόματα των μικρών σε ηλικία και φωνητικά ανώριμων Καραγκιοζοπαιχτών που προσπαθούσαν φιλότιμα να ακούγονται σαν αυθεντικοί μεγάλοι, γενναίοι, ξένοι, πασάδες, χανούμισσες ή μάγκες, ανάλογα με τα πρόσωπα που υποδύονταν, είχαν αμείωτη απήχηση. Ενθουσίαζαν, ξεσήκωναν, λυπούσαν και θύμωναν τόσο τους παίκτες που κουνούσαν τις φιγούρες πίσω από τον ετοιμόρροπο μπερντέ όσο και τους θεατές που κάθονταν σε σειρές, άλλοι στο χώμα, άλλοι σε τελάρα από φρούτα κι άλλοι σε ξύλινα σκαμνάκια αν το σπίτι τους ήταν πολύ κοντά στο υπαίθριο «θέατρο». Δεν έλειπαν οι φράσεις και οι θόρυβοι αποδοκιμασίας, η καζούρα, όταν οι παίκτες ήταν αδέξιοι και το «χασάπη γράμματα», πιο γνωστό από τα σινεμά για ενήλικους, όταν οι παίκτες παρέλειπαν γνωστές και δημοφιλείς ατάκες, μιας και οι περισσότεροι θεατές γνώριζαν όχι μόνο την υπόθεση του κάθε έργου, αλλά και τους διαλόγους και τις σκηνές που περιλάμβανε. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εκτοξεύονταν και τίποτα μικροαντικείμενα προς τον μπερντέ ή να γινόταν χοντρή πλάκα με το κοινό να φωνάζει ρυθμικά «τα λεφτά μας θέλουμε» ακόμα κι όταν δεν υπήρχε εισιτήριο!
Ο Καραγκιοζόκοσμος
Ο Καραγκιόζης ήταν ένας ολόκληρος κόσμος με τις δικές του ιστορίες, τις δικές του γλώσσες, τους δικούς του χαρακτήρες, τους δικούς του κώδικες επικοινωνίας και έκφρασης. Ένα ολόκληρο οικοσύστημα, πολύ πλούσιο και πλήρες, με πολλά πρόσωπα, ήχους, εικόνες, χρώματα, τραγούδια, ανέκδοτα, χαρές και δράματα. Και πάντα, με χιούμορ, με σάτιρα, ειρωνεία, γελοιοποίηση και αυτοσαρκασμό άνευ ορίων. Με ψόγο χωρίς κακία. Ακόμα και στη δεκαετία του 1950 που οι μεγάλοι έστρεφαν το ενδιαφέρον τους στο σινεμά και η Αθήνα κι ο Πειραιάς γέμιζαν από θερινούς και χειμερινούς κινηματογράφους, ο Καραγκιόζης είχε το πλεονέκτημα της επιθεώρησης σε μικροσκοπική κλίμακα∙ χωρίς πολύ προσωπικό και πολυέξοδα σκηνικά, ήταν άμεσος, ποικίλος και ξεκαρδιστικός. Και το πιο σημαντικό είναι ότι ήταν μέρος της κανονικότητας, της καθημερινής ζωής, δεν ήταν προσφερόμενο θέαμα, κάτι εξτρά, εισαγόμενο στη γειτονιά. Μπορούσε να είναι πανταχού παρόν, και στην πιο μικρή γωνιά μιας γειτονιάς, στην αυλή ενός σπιτιού, στο καφενείο, στο προαύλιο ενός σχολείου, στην πλατεία ή στο δρόμο. Ήταν το πιο προσιτό απ’ όλα τα θεάματα, δεν χρειαζόταν καν επαγγελματίες για να παρουσιαστεί και η θεματολογία του ήταν ανεξάντλητη και ασταμάτητα μεταβαλλόμενη και εμπλουτιζόμενη. Και, από τα πιο βασικά του χαρίσματα, αν όχι το πιο βασικό, μιλούσε τη γλώσσα των απλών ανθρώπων, της γειτονιάς, του εργοστασίου, του χωριού, του παζαριού, του σχολειού, του γλεντιού και του παραμυθιού, με όλες της τις παραλλαγές, όλους τους ιδιωματισμούς και όλες τις καθημερινές εκφράσεις που ήταν επίκαιρες, με τις ατάκες που ήταν ή γίνονταν κτήμα ολωνών, με το επιπλέον πλεονέκτημα, ανάλογα με το ταλέντο του Καραγκιοζοπαίχτη, να θέτει και να διευρύνει τα όρια της γλώσσας και των νοημάτων, συχνά πέρα από το κοινά αποδεκτό και επιτρεπτό, λαϊκή ποιητική αδεία.
Παντός καιρού
Αυτή η υπέρβαση, με πολλούς κινδύνους στην εφαρμογή της, όταν έθιγε άθελα ή ηθελημένα πρόσωπα από το ακροατήριο ή περνούσε τις κόκκινες γραμμές που όριζαν αόριστα και αυθαίρετα οι τοπικές αρχές που εκδίδανε και τις σχετικές άδειες, γραπτές ή προφορικές, αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό στην όλη δόμηση και παρουσίαση των έργων του Καραγκιόζη. Τελικά, στην πράξη, επιβίωναν αφενός οι υπερβάσεις και οι αυθαιρεσίες που είναι αποδεκτές από το ακροατήριο όταν προσωποποιούνται και αφετέρου εκείνες που εγκρίνονται ρητά και σιωπηρά από τις αρχές όταν υπάρχουν πολιτικές αναφορές και υπονοούμενα, κρατώντας -τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970- το Θέατρο Σκιών άλλοτε υπό αυστηρή κι άλλοτε υπό χαλαρή επιτήρηση ανάλογα με το πολιτικό κλίμα κάθε εποχής.
Δεν είναι άστοχο να θεωρήσει κανείς ότι μέσα από την αφήγηση του Καραγκιόζη, με βάση τις εκδοχές που καθιερώθηκαν, μορφοποιείται σε ένα πολύ ευρύ γεωγραφικά πεδίο μια ενιαία αντίληψη για τα θιγόμενα ιστορικά συμβάντα και για τους χαρακτήρες των ηρώων. Γιατί, τουλάχιστον μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο περιφερόμενος Καραγκιόζης είναι αυτός που εκλαϊκεύει και διαδίδει με τον τρόπο του την πιο λαϊκή εκδοχή της ιστορίας στις γειτονιές των πόλεων και ιδίως στα απομακρυσμένα χωριά. Είναι ακόμα η εποχή που δεν υπάρχει καν ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε, βέβαια, ραδιόφωνο σε τεράστιες περιοχές της χώρας. Αλλά κι όταν φτάνει ο ηλεκτρισμός και το ραδιόφωνο, ο Καραγκιόζης προσαρμόζεται θεματικά και τεχνολογικά και συνεχίζει να παλεύει. Αφήνει τα κεριά, τις λάμπες και την ασετιλίνη και γίνεται πιο μοντέρνος, πιο κινηματογραφικός.
Τα ιστορικά γεγονότα κατά Καραγκιόζη παρουσιάζονται σε αδρές γραμμές με τις ηρωικές στιγμές υπερτονισμένες συναισθηματικά και τους ήρωες, τοπικούς και πανελλήνιους, ανεβασμένους στο πιο ψηλό βάθρο, χωρίς ποτέ να απουσιάζει το χιούμορ, η σάτιρα και η διακωμώδηση ιδίως του εχθρού.
Ο Καραγκιόζης πάει όσο πίσω θέλει και αναπλάθει και αναπαράγει ιστορίες και μύθους προερχόμενους από την αρχαιότητα, λαϊκά παραμύθια και θρύλους που είναι δημοφιλή αφηγήματα, προσωπογραφίες αγίων και βίους περιώνυμων προσώπων, ληστών, εραστών, στρατιωτικών και άλλων που περιβάλλονται από ανδραγαθήματα, δράματα, καλοτυχίες και κακοτυχίες. Αλλά και η επικαιρότητα παίζει πολύ.
Μάγκας και αστροναύτης
Σε καλύτερες εποχές, ένα από τα στάνταρντ του Καραγκιόζη ήταν η μουσική και κυρίως το τραγούδι. Κατά περίπτωση, άλλοτε με τραγούδια από γραμμόφωνο και πλάκες 78 στροφών, άλλοτε α καπέλα, δηλαδή σόλο ο Καραγκιοζοπαίχτης χωρίς μουσικά όργανα κι άλλοτε με τη συνοδεία οργάνων, μεταφέρει τα τραγούδια, όλων των ειδών, με τη μερίδα του λέοντος από τα δημοτικά, τους αμανέδες και τα ρεμπέτικα, γειτονιά με γειτονιά, από χωριό σε χωριό κι από εμποροπανήγυρη σε εμποροπανήγυρη σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Με δεδομένο ότι κάθε τόπος έχει τις δικές του μουσικές, το ρεπερτόριο του Καραγκιόζη δια του «στόματος» των πρωταγωνιστών του δημιουργεί ένα ευπροσάρμοστο ρεπερτόριο, ένα πολυδιάστατο σώμα τραγουδιών, ένα πλούσιο ρεπερτόριο με παραλλαγές που μεταφέρεται και λειτουργεί σε όλους τους τόπους λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιοτυπίες τους. Γι’ αυτό προσδίδει ξεχωριστή αξία στον Καραγκιοζοπαίχτη η ποιότητα και το εύρος του τραγουδιστικού του ταλέντου κι αν παίζει ο ίδιος κάποιο όργανο, μπουζούκι κατά προτίμηση στη μεταπολεμική περίοδο, οι μετοχές του ανεβαίνουν ακόμα περισσότερο.
Στη θεματολογία του Καραγκιόζη, προστίθενται συνεχώς καινούργια έργα. Αλλάζουν οι ιστορίες, μπαίνουν καινούργιες, τροποποιείται και ο χαρακτήρας και το ύφος του Θεάτρου Σκιών. Μαζί με τις βασικές που διατηρούν πάντοτε την αξία τους, «Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο κατηραμένος όφις», «Αθανάσιος Διάκος», «Ο γάμος του Καραγκιόζη», «Ο Καραγκιόζης γραμματικός» και άλλες που έχουν σχέση με διάφορους ήρωες της Επανάστασης του 1821, με επαγγέλματα (γιατρός, δικηγόρος κ.λπ.), ο Καραγκιόζης γίνεται από αστροναύτης στ’ αχνάρια του Γκαγκάριν μέχρι αντάρτης στο Βιετνάμ! Η επικαιρότητα, τα τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα, γάμοι, κηδείες, θεοί και διάβολοι, καλόγηροι και πασάδες, μάγισσες, χαρτορίχτρες και κομπογιαννίτες, λιμοκοντόροι, μάγκες και ομορφονιές, άρχοντες και περιθωριακοί, Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένηδες, Ευρωπαίοι και Αφρικανοί, εμφανίζονται και εξαφανίζονται ταχυδακτυλουργικά!
Νταλαβέρια με τον Καραγκιόζη
Η παιδική μου αγάπη για τον Καραγκιόζη δεν έσβησε όταν μπήκα στην εφηβεία κι άλλαξαν τα ενδιαφέροντά μου, την εποχή που παίζαμε καθημερινά ποδόσφαιρο, φλερτάραμε με τα κορίτσια και χορεύαμε τουίστ. Αποσύρθηκε μεν από το προσκήνιο, αλλά είχε φωλιάσει μέσα μου και περίμενε την ευκαιρία, όπως αποδείχτηκε, για να εκδηλωθεί ξανά. Ο πρώτος εκ νέου ερεθισμός υπήρξε στο «Κύτταρο» με τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Ευγένιο Σπαθάρη, επί χούντας. Είχα χωθεί πολύ μέσα στη ροκ σκηνή και η επαφή μου με τα καλλιτεχνικά δρώμενα ήταν πλέον όχι μόνο άμεση και καθημερινή, αλλά και επαγγελματική. Γνωρίστηκα με τον Ευγένιο και έκτοτε τον παρακολουθούσα από κοντά μαθαίνοντας πολλά για το Θέατρο Σκιών από τις αφηγήσεις στο σπίτι του και το παίξιμο στις παραστάσεις του.
Κολλητά στην πρώτη γνωριμία ήρθε και το τραγούδι του Διονύση, με τον οποίο είχα φιλική σχέση, για τον Καραγκιόζη. Όταν το 1975 τραγουδούσε στο στούντιο «κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει είναι π’ ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη», είχα την τύχη, δούλευα ήδη στη Λύρα από το 1972, να είμαι παρών τη μέρα που το ηχογραφούσε! Μάλιστα, όταν επί τόπου αποφάσισε να προσθέσει μια χορωδία την οποία, όμως, δεν είχε προβλέψει, αιφνίδια μας έσπρωξε όλους τους παρόντες μέσα στο θάλαμο των ηχογραφήσεων, μπροστά στα μικρόφωνα, για να συγκροτήσουμε εκ των ενόντων την απαραίτητη ανώνυμη χορωδία που έλειπε!
Μετά γνωρίστηκα με έναν άλλο κλασικό Καραγκιοζοπαίχτη, τον Μάνθο Αθηναίο και συνεργάστηκα μαζί του χάρη στον εξαίρετο και ψαγμένο μουσικό Αντρέα Τσεκούρα. Απτό αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι ο δίσκος-ντοκουμέντο με τίτλο «Ο Καραγκιόζης με τα κολλητήρια και τ’ αφεντικό απ’ όξω» που κυκλοφόρησε το 1977 από τη δισκογραφική εταιρία CBS της οποίας ήμουν διευθυντής παραγωγής. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε με τη συμμετοχή γνωστών μουσικών που συνόδευαν με τραγούδια και μουσικές μία παράσταση του Μάνθου στο Αίγιο. Στη συνέχεια, πάνω στο βασικό κορμό του έργου έγιναν προσθήκες στο στούντιο ΕRΑ που βρισκόταν στην οδό Σταδίου, απέναντι από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, με τη συμβολή δύο σπουδαίων ηχοληπτών, του Νίκου Δεσποτίδη και του Γιάννη Συγκλέτου. Σε όλη την παράσταση παίζουν οι πρώτης κατηγορίας μουσικοί Γιώργος Μαγκλάρας, βιολί, Τζόνι Λαμπίτσκι, κιθάρα, Αντρέας Τσεκούρας, ακορντεόν και Μανώλης Κουτσουρέλης, τουμπερλέκι. Οι φωτογραφίες του εξωφύλλου τραβήχτηκαν από τον Κώστα Γουδή και η μακέτα φιλοτεχνήθηκε από τον Αντρέα Τσεκούρα, στον οποίο οφειλόταν και η ιδέα για το όλο εγχείρημα.
Με το ενδιαφέρον μου επαυξημένο για το Θέατρο Σκιών, γνώρισα τον Βάγγο, τον Γιώργο Χαρίδημο κι άλλους Καραγκιοζοπαίχτες, προσπαθώντας να διακρίνω τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους υποδύονταν και παρουσίαζαν τα ίδια θέματα και τα ίδια πρόσωπα του Θεάτρου Σκιών. Με φιγούρες ανάλογα με το ταλέντο του κάθε ζωγράφου-κατασκευαστή τους, με διασκευές των έργων και πρωτότυπα στοιχεία ανάλογα με την έμπνευση και την καλλιτεχνική άποψη του καθενός και, βέβαια, την ποικιλία των φωνών που αποτελούν και το κύριο γνώρισμα του Καραγκιόζη.
Σπυρόπουλος
Αυτός που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση και δέθηκα πολύ στενά μαζί του ήταν ο πολύ πρόσφατα αποδημήσας Θανάσης Σπυρόπουλος. Όχι μόνο γιατί ήταν ένας σπουδαίος Καραγκιοζοπαίχτης, αλλά και γιατί ήταν ένας πάρα πολύ ενδιαφέρον τύπος με την μυθιστορηματική ζωή του, την καθημερινή του δράση και την λαϊκή του ευφυΐα. Δαιμόνιος ευρεσιτέχνης, αεικίνητος και εφευρετικός δημιουργός, ένα πολυμηχάνημα που δεν σταματούσε ποτέ, η προσωποποίηση του Καραγκιόζη όλων των ειδικοτήτων και επαγγελμάτων μαζί! Με μία διαδρομή ακραία αντισυμβατική, από το καφενείο-λέσχη του πατέρα του στο Κοπανάκι Μεσσηνίας και τον υπόκοσμο της Αθήνας μέχρι τα μεγάλα θέατρα και τα σαλόνια πρωθυπουργών και υπουργών, διαμόρφωσε μία εντελώς ξεχωριστή προσωπικότητα κι έναν έξω από την πεπατημένη Καραγκιοζοπαίχτη.
Ο Σπυρόπουλος ήταν ένας αληθινός Καραγκιόζης, πράγμα το οποίο θα ήταν υπεραρκετό για να υπηρετήσει την τέχνη του. Όμως, ο Σπυρόπουλος ήταν κι όλα τα άλλα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το Θέατρο Σκιών! Ζωγράφος, χαράκτης, παίκτης, ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, τραγουδιστής, μίμος, κατασκευαστής σκηνών, θεατρώνης, προπαγανδιστής, επιχειρηματίας κ.ά.
Αλλά εκεί που πραγματικά ήταν αξεπέραστος και αναγνωρίσιμος ήταν στις φωνές. Χωρίς να έχει τελειώσει ομαλά το σχολείο, κακογράφος, κατείχε όλη την προφορική λαϊκή παράδοση. Εκφραζόταν πλούσια με τη δημοτική γλώσσα, έπαιζε με τα καθαρευουσιάνικα, «μιλούσε» γαλλικά, αρβανίτικα, εβραίικα, τούρκικα, βλάχικα και γύφτικα, ήξερε τις διαλέκτους από κάθε μέρος, από την Ήπειρο και την Κεφαλονιά ως την Κρήτη και την Κύπρο, τραγουδούσε αμανέδες, μοιρολόγια, κλέφτικα, ελαφρά και ρεμπέτικα κι έβγαζε τους πιο απίθανους ήχους, από γαβγίσματα μέχρι… εκκενώσεις!
Κι αν η επιτυχής έκβαση ενός πολέμου, μιας χειρουργικής επέμβασης ή μιας οικοδομής εξαρτάται όχι μόνο από τις ικανότητες των στρατιωτικών, των γιατρών και των χτιστών, αλλά και απ’ αυτό που σήμερα συνοψίζεται στον όρο logistics, από κάθε τι αναγκαίο για την επιτυχή υλοποίηση του εγχειρήματος, από τα όπλα, τη διατροφή, τα διαγνωστικά μηχανήματα, τα οικοδομικά υλικά κ.λπ., ο Σπυρόπουλος ήταν ο μετρ της επιμελητείας στο Θέατρο Σκιών! Από την εποχή που οι μετακινήσεις του από χωριό σε χωριό γίνονταν με τα πόδια ή με γάιδαρο μέχρι τη νταλίκα που μετέτρεψε σε φορητό και πτυσσόμενο θέατρο που πήγαινε από πλατεία σε πλατεία πλήρως εξοπλισμένο με όλα τα χρειώδη. Ένας άνθρωπος σε αδιάκοπη κίνηση, γεμάτος από εμπνεύσεις και επινοήσεις.
Κατά τη γνώμη μου, το πιο μεγάλο του αβαντάζ, από ένα πλούσιο σετ πλεονεκτημάτων, ήταν η πολυσύνθετη προσωπικότητά του. Στις εκατοντάδες ηχογραφήσεις και μαγνητοσκοπήσεις που κάναμε και στο βιβλίο που χρόνια συναρμολογούσαμε, ο καλλιτέχνης σκιαγραφείται ανάγλυφα. Ο Θανάσης Σπυρόπουλος κουβαλούσε το απόσταγμα του λαϊκού στρώματος που αποτελεί τον κορμό της Ελλάδας.