του Κώστα Λιβιεράτου

Τιμές και πάθη της ελληνικής ποίησης.- Στην Καθημερινή της 4ης Φεβρουαρίου ο Τάκης Θεοδωρόπουλος καταπιάνεται με τον διάσημο στίχο του Γιώργου Σεφέρη Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει (από το ποίημα «Με τον τρόπο του Γ.Σ.»). Θα μπορούσε να ’ναι μια ευχάριστη έκπληξη – αν μη τι άλλο, ένα διάλειμμα από τις κάπως αυτάρεσκες νεοσυντηρητικές πόζες που υιοθετεί εδώ και χρόνια ο συγγραφέας. Άλλωστε ο ΤΘ, πέρα από τη λογοτεχνική παραγωγή του και ασχέτως αν διαφωνεί κανείς με την αρθρογραφία του, είναι καλός γραφιάς και οξυδερκής φιλόλογος.

Ωστόσο η ερμηνεία που προτείνει εδώ είναι αποκαρδιωτική: Τι σημαίνει, ρωτάει, ο παραπάνω στίχος; «Σημαίνει ότι η Ελλάδα με απογοητεύει. Και σε σχέση με ποια γοητεία η Ελλάδα είναι απογοητευτική; Σε σχέση με τη γοητεία του δικού της παρελθόντος ή μήπως σε σχέση με τον σύγχρονο κόσμο με τον οποίον είναι καταδικασμένη να συγκριθεί;» Αν αφήσουμε στην άκρη για μια στιγμή την πεζότητα της απάντησης, βλέπουμε ότι προκρίνει τη δεύτερη εκδοχή: «Φοβάμαι πως ο Σεφέρης είχε κατά νουν την ευρωπαϊκή του εμπειρία. Εκεί αναζητούσε το πρότυπό του». Αυτό το «φοβάμαι» προαναγγέλλει ότι ο ΤΘ δεν θα ακολουθήσει εδώ τουλάχιστον την προσφιλή του γκρίνια για το χάσμα που μας χωρίζει από το ευρωπαϊκό «κεκτημένο». Όχι πως δεν κρατάει το υπόβαθρο αυτής της απλουστευτικής λογικής: η Ελλάδα της εποχής του Σεφέρη, λέει, «είχε ως πρότυπο τη Δυτική Ευρώπη. Αυτή δημιουργούσε τη δυναμική της ελληνικής κοινωνίας. Όσο την πλησιάζουμε τόσο το καλύτερο για εμάς». Απλώς το ζητούμενο εδώ είναι άλλο, να ανασκευαστεί ο συγκεκριμένος στίχος (και όχι μόνο) του ποιητή: «Η χώρα μου είναι μια χώρα που έχει συμφιλιωθεί με το περιβάλλον της»· παρά τα προβλήματα και τις ελλείψεις, «δεν είναι μια χώρα που σε πληγώνει». Δεν θα σταθώ εδώ στις ελαφρώς αντιφατικές προεκτάσεις αυτής της πρώτης ευφορίας, που δεν αργεί να μεταστραφεί σε ανησυχία για την… υπογεννητικότητα, φαινόμενο, όπως διευκρινίζεται, με ψυχολογική και όχι μόνο οικονομική αιτιολογία: την έλλειψη προσδοκίας για έναν καλύτερο κόσμο, που οφείλεται ακριβώς στην απογοήτευση – αδικαιολόγητη μεν αλλά και αναπόφευκτη, αφού «ο στίχος του Σεφέρη έχει προγραμματίσει τη συλλογική μας ευαισθησία».

Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η ερμηνεία του στίχου· πριν όμως από αυτήν υπάρχει μια παράκαμψη, στην οποία μας οδηγεί ο ίδιος ο ΤΘ δείχνοντας έτσι ξεκάθαρα τους στόχους του. Αφορά την περίφημη διάλεξη του 1944 στο Κάιρο με την οποία, όπως λέει, ο Σεφέρης (παράλληλα με τον Θεοτοκά) ανέδειξε τον «χολερικό στρατηγό» Μακρυγιάννη σε «πρότυπο για την ελληνική συλλογική ψυχή»: αυτή που «μιλάει απαραιτήτως την πρωτόλεια γλώσσα του και αισθάνεται κατατρεγμένη από τον κόσμο», άρα καχύποπτη απέναντί του. Το θέμα είναι πολύ μεγάλο για να αναλυθεί εδώ. Ας σημειωθεί απλώς ότι η επιβολή μιας ενιαίας γλώσσας –περισσότερο ή λιγότερο αναγκαία για τη συγκρότηση νεωτερικού έθνους-κράτους– ήταν μια βίαιη διαδικασία που σάρωσε όλη την προϋπάρχουσα γλωσσική πολυμορφία και λαϊκή εκφραστικότητα. Η αρχή έγινε με τους γραμματικούς και τους απομνημονευματογράφους των οπλαρχηγών της Επανάστασης, που μετέγραψαν τα λόγια τους σε αρχαΐζουσα και πρώιμη καθαρεύουσα, με αποτέλεσμα να μη σώζονται παρά ελάχιστα ίχνη εκείνης της «χαμένης λαλιάς» – τα περισσότερα στο μοναδικό και σχεδόν υπεράνθρωπο επίτευγμα που συνιστούν τα απομνημονεύματα του αγράμματου Μακρυγιάννη. Στη συντριπτική πλειονότητά τους, οι μορφωμένοι, από τους δημοσίους υπαλλήλους και τους εμπόρους μέχρι τους λόγιους, ύψωσαν το φράγμα της επίσημης γλώσσας και κουλτούρας που τους χώρισε από τα λαϊκά στρώματα, κι από τον ίδιο τον καθημερινό εαυτό τους· οχυρωμένοι πίσω απ’ αυτό, επικύρωσαν την κοινωνική υπεροχή τους και δικαιολόγησαν τις κάθε είδους εξουσίες που διεκδικούσαν. Από αυτή την άποψη, τόσο ο δημοτικισμός –παρά τις όποιες ελλείψεις και υπερβολές του– όσο και η γενιά του ’30 –πέρα από την όποια ρομαντική αφετηρία ή αισθητική εκζήτησή της– έχουν τεράστια πολιτισμική αλλά και πολιτική σημασία ως τολμηρές απόπειρες υπερπήδησης του φράγματος, ή έστω υπονόμευσής του και αναζήτησης σημείων επαφής με την άλλη πλευρά. Και η έλλειψη ευαισθησίας του ΤΘ σ’ αυτό το εγχείρημα, που τον κάνει να κουνάει το δάχτυλο στους εμπνευστές του, δείχνει πόσο μπορεί να στομώσει το γλωσσικό αίσθημα και τη λογοτεχνική κρίση η πολιτική ιδεοληψία, η στράτευση σε αγώνες οπισθοφυλακής για την υπεράσπιση των προνομίων και τη νομιμοποίηση του ηγετικού ρόλου των ελίτ απέναντι στον απαίδευτο λαό.

…ένας μοναδικός και πολυσήμαντος στίχος, που μέσα του μπορεί να συναντιέται ακόμη το σύγχρονο πάθος του κενού και του τόπου που μακραίνει με την ορμή, την πίκρα και τη χαμένη λαλιά των αγωνιστών της Επανάστασης

Ξαναγυρνώντας στον επίμαχο στίχο, ας τον δούμε στα συμφραζόμενα του ποιήματος όπου ανήκει (στοιχειώδες βήμα, θα ’λεγε κανείς, για οποιαδήποτε ερμηνεία του). Γίνεται τότε φανερό ότι, από τις δύο εκδοχές του ΤΘ, η δεύτερη, ότι η Ελλάδα είναι απογοητευτική σε σύγκριση με τον σύγχρονο κόσμο, δεν έχει κανένα αντίκρισμα μέσα στο ποίημα. Η άλλη, ότι απογοητεύει αν συγκριθεί με το δικό της παρελθόν, φαίνεται να βρίσκει έρεισμα σε κάποιες αναμείξεις αρχαίων και σύγχρονων παραστάσεων (πέτρες και θησαυροί των Ατρειδών / ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»)· και πάλι όμως αυτή είναι η φτωχότερη προσέγγιση, που όχι τυχαία δίνει τροφή σε σχολικά εγχειρίδια. Στην ουσία τέτοιοι συνειρμοί δεν περιορίζονται στην αντιδιαστολή αρχαίου και νέου, αλλά αναδεικνύουν τη συνύπαρξη ετερόκλητων στοιχείων στις διαδρομές των αισθήσεων και του νου: μαγεμένα διαχρονικά τοπία, βουνά που κουβαλούν στα ύψη τους την αίσθηση της θάλασσας, νησιά που βουλιάζουν σ’ έναν ήχο από σουραύλι, σαΐτες που σκάνε στο σήμερα από τα πέρατα μιας περασμένης νιότης.

Τα σύγχρονα στιγμιότυπα ασήμαντων, επιπόλαιων συναναστροφών και καταναλωτικών συνηθειών (ο ένας που έρχεται από τη Σαλαμίνα με τον άλλο που έρχεται «εκ Συντάγματος» και τον έχουν κεράσει παγωτό· η ακόμη κουφέτα, σωσίτριχα, βαρκαρόλες, φωτογραφίες, πορτρέτα σε ψεύτικο φυσικό φόντο) δεν κάνουν αντίστιξη με άλλες, αυθεντικότερες, στιγμές από το χθες ή από αλλού. Υποθάλπουν μάλλον ένα αίσθημα ατοπίας και αποπροσανατολισμού, απώλειας των συντεταγμένων και των αναφορών, απεδαφικοποίησης και μετεωρισμού στο κενό: Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά. Δεν είναι ότι η χώρα, η Ελλάδα, μένει πίσω σε σχέση με την πορεία του σύγχρονου κόσμου, κρατώντας παγιδευμένους μαζί της τους ανθρώπους της· η ίδια η χώρα ταξιδεύει σαν πλοίο (άραγε ανάμεσα σε άλλα;), σαν ένα μεγάλο καράβι που φεύγει και χάνεται αφήνοντας πίσω τούς ανθρώπους, ξέμπαρκους και δίχως τόπο, έτσι που δεν τους μένει παρά να πέσουν απελπισμένοι στ’ απόνερά του κυνηγώντας το μέχρι το χαμό τους ή να περιμένουν μάταια τα παροπλισμένα καράβια στο λιμάνι να βάλουν μπρος.

Μ’ άλλα λόγια, η Ελλάδα με πληγώνει σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο και πολύ πιο ριζικό και μύχιο από το «με απογοητεύει» του κριτικού μας. «Πληγώνομαι» όχι επειδή υστερώ ο ίδιος ή η χώρα μου στο παιχνίδι του ανταγωνισμού, της διάκρισης και της υπεροχής –έμμονη ιδέα κάθε αστικής τάξης και κουλτούρας– αλλά επειδή ταυτίζομαι βιωματικά μ’ έναν τόπο που φέρει τα ίχνη περασμένων ανθρώπων κι όλα τα οράματα και θάματα και τραύματα της μέσα κι έξω φύσης, του μύθου και της ιστορίας: παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…, δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς / δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια· / περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν. Κάπου εδώ λοιπόν λύνονται τα μάγια που δοκιμάζει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος με την απαγωγή του κρίσιμου στίχου από το ποίημα και τη μεταστροφή του σε σχήμα υστέρησης, μειονεξίας και κατατρεγμού, ανάλογο, υποτίθεται, με το χολερικό αίσθημα του στρατηγού που κάποτε παρέσυρε αδίκως τον ποιητή. Και κάπως έτσι, «με τον τρόπο του Γ.Σ.», η ποίηση ανακτά τα δικαιώματά της –έναντι κάθε ρηχής ψυχοκοινωνιολογίας– πάνω σ’ έναν μοναδικό και πολυσήμαντο στίχο, που μέσα του μπορεί να συναντιέται ακόμη το σύγχρονο πάθος του κενού και του τόπου που μακραίνει με την ορμή, την πίκρα και τη χαμένη λαλιά των αγωνιστών της Επανάστασης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!