Του Ανέστη Ταρπάγκου. Σ’ ολόκληρη την τελευταία 30ετία (1981-2011) ο αστικός δικομματισμός κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική ζωή, καταγράφοντας εκλογικές επιδόσεις που κυμαίνονταν μεταξύ ενός κατώτερου 75% και ενός υψηλότερου 85%

Αυτό γίνονταν μέχρι σήμερα εφικτό εξαιτίας μιας σχετικής καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής αναπαραγωγής ευρέων στρωμάτων των μικροαστικών τάξεων, της διατήρησης της ανεργίας σε χαμηλά επίπεδα, των κοινοτικών επιδοτήσεων και υποστηρικτών ευρωπαϊκών εισροών. Κατ’ αυτό τον τρόπο δινόταν η δυνατότητα της εναλλαγής της δύο πόλων του δικομματισμού, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας, είτε με την πολιτική της «αλλαγής» βελτιωτικών μεταρρυθμίσεων (από την σοσιαλδημοκρατική επαγγελία μέχρι τη σημερινή της μετάπτωση στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό), είτε με την πολιτική του «λαϊκού ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού» των συντηρητικών δυνάμεων. Μάλιστα, παρ’ όλη την ανάδειξη στο προσκήνιο της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου στα μέσα της 10ετίας του 1980, αυτή κατορθώθηκε να ξεπεραστεί με την κεφαλαιοκρατική ανασυγκρότηση (1986-1996), καταγράφοντας στην επόμενη περίοδο (1996-2008) μια αυξητική πορεία ανάπτυξης του ΑΕΠ με ρυθμούς υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, πράγμα που κατόρθωσε να διατηρήσει την αστική δικομματική κυριαρχία.
Εντούτοις, η διεθνής κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που αναδείχθηκε στα μέσα του 2008, η επέκτασή της στην πραγματική οικονομία με την επανάκαμψη της κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης με δριμύτερους όρους αλλά και ο συνδυασμός τους με την κρίση δημόσιου χρέους και δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που αγκάλιασε το σύνολο του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, έθεσε σε κίνηση τη μνημονιακή πολιτική από την πλευρά των αστικών δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ, με την ανομολόγητη στήριξη της Ν.Δ. (αλλά και του ΛΑΟΣ και της ΔΗΣΥ), προκειμένου διά μέσου της κοινωνικής καταστροφής των λαϊκών τάξεων και της επιβολής του καθεστώτος της «εποπτείας» και της «οικονομικής κηδεμονίας», να επιτευχθεί στο μέλλον η υπέρβαση της κρίσης προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου και σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας.
Η συνακόλουθη παραφθορά του ΠΑΣΟΚ που άσκησε επί μια διετία την μνημονιακή πολιτική οικονομικού ολέθρου, ο υποτριπλασιαμός των ποσοστών της εκλογικής του επιρροής και ο κλονισμός που επέφερε η κινητοποίηση του λαϊκού κινήματος (πανελλαδικές πανεργατικές απεργίες, επιμέρους κλαδικοί αγώνες, κίνημα των πλατειών, παρεμβάσεις στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου, επέκταση των διαμαρτυριών αγανάκτησης στα γήπεδα ποδοσφαίρου), οδήγησε στη σημερινή «ανατροπή» της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Το σύνολο του αστικού πολιτικού τόξου υποχρεώθηκε, κάτω και από τους εκβιασμούς των υπερεθνικών καπιταλιστικών ελίτ της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, να σχηματίσει την κυβέρνηση «εθνικής (αστικής) σωτηρίας» ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., με την υποστήριξη του ΛΑΟΣ και της ΔΗΣΥ, αλλά και με την ανοχή της ΔΗΜΑΡ.

Ο κλονισμός των κοινωνικών συμμαχιών του αστικού μπλοκ εξουσίας
Τι έκανε δυνατή την απρόσκοπτη λειτουργία του αστικού δικομματισμού σ’ ολόκληρη την τελευταία 30ετία και τι οδηγεί σήμερα στην χρεοκοπία του, με αποτέλεσμα να καταγράφει αθροιστικά εκλογικές επιδόσεις κάτω του 50%, να αναιρείται δηλαδή ιστορικά και να καταλήγει στο «μνημονιακό μονοκομματισμό»;
Πάντοτε η εξουσία της μειοψηφικής αστικής τάξης (7% του ΟΕΠ) χρειάζεται να διαμορφώνει τις κατάλληλες κοινωνικές συμμαχίες, τόσο με το σύνολο σχεδόν των μικροαστικών τάξεων (περί το 26% του ΟΕΠ), παραδοσιακών και νέων, της πόλης και της υπαίθρου, όσο και με τμήματα του λαϊκού συνασπισμού των «από κάτω», δηλαδή του κόσμου της μισθωτής εργασίας (67% του ΟΕΠ). Και, πραγματικά, τέτοιου είδους κοινωνικές συμμαχίες λειτούργησαν στις τρεις τελευταίες 10ετίες. Το ΠΑΣΟΚ διασφάλιζε τη συμμαχία του αστικού συνασπισμού εξουσίας με την εξασφάλιση της «συναίνεσης» ορισμένων μερίδων των μικροαστικών τάξεων (ελευθεροεπαγγελματιών, αγροτών κ.λπ.) και κυρίως σημαντικών στρωμάτων της μισθωτής εργασίας, ιδιαίτερα στην βιομηχανική παραγωγή και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αντίστοιχα η Ν.Δ. συγκροτούσε την αστική συμμαχία με την επιρροή της σε μεγάλα τμήματα της ανώτερης και μεσαίας μικροαστικής τάξης, αλλά και σε στρώματα της μισθωτής εργασίας του δημόσιου τομέα.
Ωστόσο, η δρομολόγηση της ατελεύτητης μνημονιακής πολιτικής (Μνημόνιο Μαΐου 2010, Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Ιουνίου 2011, νέα δανειακή σύμβαση Οκτωβρίου 2011 και καινούργιο Μνημόνιο στις αρχές του 2012), με τα άγρια αντιδραστικά μέτρα που επέβαλε, οδηγήθηκε να θέσει στο στόχαστρο, όχι μόνον την εργατική τάξη του ιδιωτικού τομέα, αλλά το σύνολο της μισθωτής εργασίας και των κατώτερων στρωμάτων των μικροαστικών τάξεων. Η εργατική τάξη επλήγη πρωταρχικά με τον υπερδιπλασιασμό του ποσοστού της ανεργίας μέσα σε μια και μόνον 3ετία, με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την κατάργηση στην πράξη της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Ο εργαζόμενος κόσμος του ευρύτερου δημόσιου τομέα πλήττεται με δεκάδες χιλιάδες απολύσεις της «εφεδρείας», με τη μισθολογική του αφαίμαξη και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων και κοινωφελών υπηρεσιών. Οι συνταξιούχοι πλήττονται με τη συνεχή αποψίλωση των συντάξεών τους και τον αποδεκατισμό των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Τα μικροαστικά στρώματα των αυτοαπασχολουμένων, των βιοτεχνών, των αγροτών και των μικρεμπόρων πλήττονται από την ερήμωση και τη ραγδαία πτώση του τζίρου τους εξαιτίας της λαϊκής υποκατανάλωσης.

Η διεύρυνση των κοινωνικών συμμαχιών της ελληνικής Αριστεράς
Κατά συνέπεια, το σύνολο αυτών των λαϊκών στρωμάτων ωθείται σε μια άνευ προηγουμένου ταξική πόλωση με τον αστικό συνασπισμό εξουσίας και αποσύρει την «συναίνεση-υποστήριξη» που παρείχε τα προηγούμενα χρόνια προς τους δύο πόλους του αστικού δικομματισμού. Αυτό είναι εκείνο που επιφέρει τη ραγδαία μείωση της πολιτικής εμβέλειας του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ., στο βαθμό που χάνουν την επιρροή τους στα παραδοσιακά κοινωνικά τους στηρίγματα στην κατώτερη μικροαστική τάξη και στον κόσμο της μισθωτής εργασίας, την κατακόρυφη πτώση των εκλογικών τους ποσοστών (αθροιστικά) από τον προηγούμενο μέσο όρο του 80% περίπου, στην σημερινή εικόνα του 50% και ενδεχόμενα ακόμη πιο κάτω με τις κινηματικές εξελίξεις που προδιαγράφονται στον ορίζοντα των επόμενων μηνών της συμμαχικής τους κυβέρνησης.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, στο επίπεδο των κοινωνικών συμμαχιών και των πολιτικών τους εκπροσωπήσεων, η αναγκαία αριστερή μετωπική συμπαράταξη στο αντιμνημονιακό πολιτικό και αγωνιστικό κοινωνικό επίπεδο, αντίπαλο δέος στη σημερινή συμπόρευση όλου του αστικού πολιτικού φάσματος, δεν μπορεί παρά να προσλαμβάνει παλλαϊκά χαρακτηριστικά. Δεν μπορεί να εξαντλείται σε μια υποκειμενική αριστερή ενότητα, αλλά καλείται από την ίδια τη συγκυρία να μετατρέπεται σε μια γενική συμπαράταξη όλου του κοινωνικού συνασπισμού των λαϊκών τάξεων, με χαρακτηριστικά ταξικά, ριζοσπαστικά, λαϊκά και μαζί εθνικά και δημοκρατικά. Δεν μπορεί παρά να ανάγεται σε πολιτικό εκπρόσωπο του «έθνους των εργαζομένων», δηλαδή της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας (απέναντι στην αστική τάξη και τα ανώτερα τμήματα των μικροαστικών τάξεων), στο πλαίσιο της οποίας οι κομμουνιστικές υποκειμενικότητες του αριστερού κινήματος καλούνται να επιδιώκουν την αποτύπωση της «εργατικής ηγεμονίας» και των γενικών συμφερόντων χειραφέτησης όλου του εργαζόμενου λαού.

* Ο Ανέστης Ταρπάγκος είναι μέλος του Πανελλαδικού Συντονιστικού του ΣΥΡΙΖΑ και του Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!