του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη*
Ο Δημήτρης Λιοσάτος ήταν πολιτικά λαχανιασμένος. Δεν του αρκούσε η σημερινή Αριστερά, δεν του έφτανε ο χρόνος. Γι’ αυτό πύκνωνε το χρόνο. Ανέπτυσσε δράσεις σε πολλά μέτωπα, σε πολλές γλώσσες και εκφραστικά επίπεδα. Ποίηση, αθλητισμός, σινεμά, πολιτιστικός ακτιβισμός. Πίστευε στην πολιτιστική διάχυση, όχι την εκλαΐκευση. Στις τοποθετήσεις του ήταν προσεκτικός, δουλεμένος, γραπτός και λόγια θυμωμένος.
Οι θέσεις του συνέθεταν διαφορετικές αριστερές παραδόσεις. Πατούσε σε μια πολύπλευρη ανανεωτική Αριστερά και παράλληλα σε μια οξύτατη, κριτική Αριστερά. Δεν του άρεσαν τα εύκολα σχήματα και οι πολιτικές πόζες. Ξεχώριζε το άδειο μάτι, διέκρινε την ιδιοτέλεια – την ηλιθιότητα πάνω από όλα. Στο τμήμα πολιτισμού του ΣΥΝ έρχονταν με τη σύντροφό του, Φρόσω, και τη μέριμνα. Τον παρατηρούσα προσεκτικά: ήταν συνοφρυωμένα γελαστός. Σαν να υπονόμευε και τις δύο εκφράσεις. Συνεπές για τον πολιτικό χαρακτήρα του: πίστευε, αλλά συγχρόνως διέκρινε. Είχε τη φλόγα του ιδεολόγου, αλλά και το ρεαλισμό του «περπατημένου».
Δεν νομίζω ότι μετρίαζε την κριτική του με δεύτερες σκέψεις. Ήξερε το προσωπικό όριο που πατούσε και του φαινόταν εξαιρετική πολυτέλεια η αυτοσυντήρηση, πολύ περισσότερο, η πολιτική καριέρα. Παρ’ όλα αυτά, ήθελε. Ήθελε απελπισμένα το Άλλο, το Διαφεύγον, το Ηθικό. Είχε συγχρόνως και το βαθύ καημό του συντρόφου και την απόκρημνη λύπη του διαψευσμένου.
Νομίζω ότι πρόσωπα μιας τόσο ιδιότυπης ποιότητας, πρόσωπα που μπορούν να «επωφεληθούν», αλλά ένας βαθύτατος πολιτικός αριστοκρατισμός τα εμποδίζει, δεν λείπουν από την Αριστερά. Εκλείπουν, όμως, από τα συλλογικά ζητούμενα. Γι’ αυτό (ή και γι’ αυτό) η φυγή τού Λιοσάτου είναι, κυρίως, ήττα και όχι πένθος.
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, επ. καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ.