Πολιτική εξαφάνισης του μικρομεσαίου αγρότη, παρά τις υποσχέσεις. Της Λίτσας Αμμανατίδου-Πασχαλίδου*

Οι εξελίξεις στην ΑΓΝΟ αποτελούν έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα τον ανακατατάξεων στη γαλακτοβιομηχανία, που έχουν «στήσει με την πλάτη στον τοίχο» τους κτηνοτρόφους.
Σταθμός αυτής της διαδικασίας ήταν η ιδιωτικοποίηση της Δωδώνης, η οποία αποτελούσε σημείο αναφοράς για τις τιμές παραγωγού όχι μόνο για την Ήπειρο, αλλά για το σύνολο της χώρας. Μετά την ιδιωτικοποίησή της και αυτή η «άμυνα» κατέρρευσε, με τους νέους αγοραστές να μην ανακοινώνουν τις τιμές και να εκβιάζουν τους κτηνοτρόφους.
Και ενώ η κυβέρνηση ξεπούλησε την κερδοφόρα συνεταιριστική γαλακτοβιομηχανία στο όνομα των «σωτήριων» ιδιωτικοποιήσεων και της «Αγίας» ιδιωτικής πρωτοβουλίας, την ίδια στιγμή, μία άλλη πρώην συνεταιριστική γαλακτοβιομηχανία, η ΑΓΝΟ, που ξεπουλήθηκε με αδιαφανείς διαδικασίες στον Όμιλο Κολιός πριν από 10 χρόνια, ζητά με σχετικό αίτημά της την υπαγωγή της στον προ-πτωχευτικό κώδικα (άρθρο 99) και βάζει σε καθεστώς ομηρίας τους απλήρωτους εργαζόμενους και κτηνοτρόφους. Η υπαγωγή της εταιρίας στο άρθρο 99 φαίνεται δε πολύ πιθανή, καθώς ένας από τους κύριους πιστωτές που θα «ψηφίσει» για την υπαγωγή ή μη της εταιρίας είναι ο ίδιος ο Όμιλος Κολιός(!). Εάν τελικά επιβεβαιωθεί το σενάριο του άρθρου 99, η ΑΓΝΟ θα διασφαλίσει μία ιδιότυπη ασυλία για τα χρέη της προς τους εργαζόμενους, τους κτηνοτρόφους, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, όπως έχει συμβεί σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις υπαγωγής στον προ-πτωχευτικό, ενώ ο Όμιλος Κολιός θα έχει τον απαραίτητο χρόνο για να οργανώσει άλλες λύσεις για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του.

Τα καρτέλ τη δουλειά τους
Αυτού του τύπου τα παιχνίδια που παίζονται στον κλάδο της γαλακτοβιομηχανίας αποτελούν και ενδεικτικό παράδειγμα του τι σημαίνει «ελεύθερη αγορά» και «ανταγωνιστικότητα». Εδώ το δόγμα των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων περί κακού κρατικοδίαιτου Δημοσίου και καλής ιδιωτικής πρωτοβουλίας ξεγυμνώνεται στην πλήρη του διάσταση. Τα «υποδειγματικά» καρτέλ στον κλάδο της κτηνοτροφίας που εδώ και χρόνια προσπαθούν να εξαφανίσουν τον μικρό παραγωγό και τη μικρή οικογενειακή μονάδα με εξαγορές και συγχωνεύσεις, σήμερα κάνουν την κρίση ευκαιρία και χτίζουν μονοπώλια που σφίγγουν τη θηλιά στον κτηνοτρόφο, αλλά και στον καταναλωτή.
Τα καρτέλ δεν πιέζουν όμως τον παραγωγό μόνο στις τιμές του γάλακτος, είναι πίσω και από τις ζωοτροφές, στήνοντας επιδέξια τα πλοκάμια τους με στόχο τον μεγαλύτερο έλεγχο της αγοράς, τη συμπίεση των τιμών για τους κτηνοτρόφους και την εκτόξευση των τιμών για τους καταναλωτές.
Πρέπει να τονιστεί ότι η «γάγγραινα» των καρτέλ δεν είναι μία παθογένεια του συστήματος, αλλά μία κατάσταση που επιβάλλεται από το σύστημα μεθοδικά εδώ και πολλά χρόνια και σήμερα κορυφώνεται. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στις γαλακτοβιομηχανίες, αλλά στο σύνολο του κλάδου των τροφίμων. Σύμφωνα με την ΠΑΣΕΓΕΣ –που για το τελευταίο που θα μπορούσε να κατηγορηθεί είναι για «ακραίες θέσεις» – οι 5 μεγαλύτερες αλυσίδες τροφίμων ελέγχουν το 50% περίπου του κλάδου! Η ενίσχυση αυτής της τάσης αποτελεί και τον εσωτερικό κανόνα των νεοφιλελεύθερων επιλογών στην αγροτική οικονομία και ανάπτυξη τόσο σε επίπεδο Ελλάδας όσο και σε επίπεδο Ευρώπης. Το ξεπούλημα των δημόσιων γεωργικών βιομηχανιών, άλλωστε, Δωδώνη, ΕΒΖ, ΣΕΚΑΠ (και της τεράστιας λίστας των πρώην συνεταιριστικών βιομηχανιών που ιδιωτικοποιήθηκαν σταδιακά) αποφέρει πενιχρά έσοδα, αλλά ενισχύει τον έλεγχο στο τρόφιμο και το «στρίμωγμα» του παραγωγού. Γιατί αυτή η διαδικασία περνάει πρωτίστως από το «τσάκισμα» του παραγωγού, την εξαθλίωσή του, τον εξαναγκασμό να δουλεύει σαν δουλοπάροικος των βιομηχανιών για ένα κομμάτι ψωμί.

Χάντρες για ιθαγενείς
Ο οικονομικός «στραγγαλισμός» του παραγωγού από τις μνημονιακές πολιτικές των κυβερνήσεων υπάγεται –όχι με όρους συνωμοσίας, αλλά με όρους τακτικής– στο γενικότερο σχέδιο του μεγάλου κεφαλαίου για τον έλεγχο και την αναδιάρθρωση, προς όφελός του, της πρωτογενούς παραγωγής.
Γι’ αυτό, όσες υποσχέσεις κι αν δώσει ο κ. Τσαυτάρης στους αγρότες προφορικά με την πίεση των κινητοποιήσεων, στην πράξη η πολιτική της κυβέρνησης θα υπακούει στην πολιτική «εξαφάνισης» του μικρομεσαίου αγρότη και συμπίεσης της μικρομεσαίας παραγωγής. Οι υποσχέσεις, λοιπόν, του κ. Τσαυτάρη ή του όποιου υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, δεν είναι παρά «χάντρες για ιθαγενείς», όπως αποδεικνύουν περίτρανα και οι δηλώσεις διάψευσης των υποσχέσεων από τον έτερο υπουργό των Οικονομικών την επόμενη ημέρα. Σήμερα, η πίεση του μεγάλου κεφαλαίου και η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, απαιτεί μία σφοδρή διαδικασία φτωχοποίησης της μικρομεσαίας αγροτιάς και δεν αφήνει περιθώρια ούτε για τους γνωστούς ελιγμούς ψηφοθηρικής εκμετάλλευσης των αγροτών, στους οποίους είχε εντρυφήσει ο δικομματισμός τα τελευταία χρόνια.
Σε αυτή την κατάσταση οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι δεν έχουν άλλη λύση από το να επιμείνουν στις αγωνιστικές τους κινητοποιήσεις και να συντονίσουν τον αγώνα τους με τον αγώνα των εργαζομένων. Άλλωστε, η επίθεση του κεφαλαίου είναι κοινή για όλους, και αυτό είναι πλέον προφανές σε όλους. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι, σήμερα, δεν έχουν πλέον τίποτα να περιμένουν από τους τοπάρχες και τους «κουμπάρους» που τόσα χρόνια βούλιαξαν την αγροτική παραγωγή και βύθισαν τους παραγωγούς στην απελπισία.
Η απάντηση στην επίθεση του κεφαλαίου είναι τώρα στα χέρια τους και απαιτεί αφενός την οργάνωση της αντίστασης, αφετέρου την ανάληψη συνεχούς δράσης, με την αναζωογόνηση του συνεργατικού κινήματος και τη δημιουργία από μηδενική βάση ενός νέου συνεταιριστικού κινήματος, που θα λειτουργεί ανταγωνιστικά στα ολιγοπώλια και θα στοχεύει στην προστασία του παραγωγού και στην κάλυψη των διατροφικών αναγκών της κοινωνίας.

* Η Λίτσα Αμμανατίδου-Πασχαλίδου
είναι βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!