του Γιάννη Τσούτσια*
Ευχαριστώ για την πρόσκληση και για το γεγονός ότι συχνά-πυκνά, σε πολύ σημαντικά ζητήματα, ο Δρόμος μου δίνει τη δυνατότητα να εκφράζω τη γνώμη μου.
Αυτό που σήμερα συντελείται μπροστά στα μάτια μας είναι, αφενός η ασίγαστη και πολυκύμαντη τουρκική απειλή, η οποία παροξύνεται και εκδιπλώνει το εύρος της στο σύνολο των ζητημάτων που μας απασχολούν, (και σε αυτά που εμείς, βολικά, μέχρι σήμερα, θεωρούσαμε ότι δεν ήταν σε προτεραιότητα), αφετέρου η κατάρρευση όχι μόνο των απατηλών χειρισμών της κυβέρνησης, αλλά κυρίως αυτού που για πολλά χρόνια ονομάζονταν παραπειστικά ή προσχηματικά, «Εθνική Γραμμή». Δηλαδή, ο διάλογος με την Τουρκία, η προσφυγή στη Χάγη, τα συνυποσχετικά και εν γένει όλος ο ενδοτισμός που εκφράστηκε με τη θεωρία ότι το θηρίο μπορεί να κατευναστεί με μικρές διολισθαίνουσες παραχωρήσεις. Τώρα πια δεν υπάρχει καμία γραμμή. Στη θέση της, στη θέση αυτού που καταρρέει, υπάρχει ένα κενό, το οποίο δεν καλύπτεται, ούτε με κραυγές αποφασιστικότητας, ούτε με ομολογίες πίστης στο διεθνές δίκαιο. Όμως το κενό αυτό πρέπει να άμεσα καλυφθεί. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει με επινοήσεις της στιγμής, με κάτι που στα γρήγορα διακηρύσσουμε, αλλά με ένα σχέδιο του οποίου οι προϋποθέσεις πρέπει να κατακτηθούν. Ένα σχέδιο για αντίσταση, κυρίως πολιτικο-διπλωματική, που ταυτόχρονα θα ανατάσσει και τις συνειδήσεις.
Ο δρόμος της Τουρκίας
Απέναντί μας βρίσκεται μια Τουρκία, η οποία μέσα από τις κάθε είδους αντιφάσεις που την συγκλονίζουν και απειλούν να την κατακρημνίσουν, είναι σε ανιούσα πορεία. Ο πολιτικός χρόνος που παγκοσμίως συμπυκνώνεται και επιταχύνεται, στην περίπτωσή της έχει αποκτήσει ξέφρενους ρυθμούς. Η ατζέντα των τουρκικών διεκδικήσεων τροποποιείται στην πορεία των χρόνων με ρυθμούς που οι δικοί μας πολιτικοί ούτε να παρακολουθήσουν δεν μπορούν. Είμαστε πάντα πολλά βήματα πιο πίσω. Η Τουρκία είναι σε τροχιά να ανοίξει στην Ελλάδα πολλά μέτωπα. Ενδεικτικά, μπορούμε να σκεφτούμε: πίεση στη διαχωριστική του Έβρου, ζήτημα Θράκης μέσα από τη μειονότητα, βαλκανική αποσταθεροποίηση που μια ελληνοτουρκική αναμέτρηση έτσι κι αλλιώς τροφοδοτεί (πλάι στον ταραγμό που μεθοδεύουν άλλες ενδοβαλκανικές αλλά και παγκόσμιες δυνάμεις). Και επιπλέον, αυτά συναρτώνται με τις εξελίξεις στην Κύπρο, η οποία βιώνει τον δικό της Γολγοθά, της απαλοιφής της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ανάδυσης δύο κρατών.
Επομένως, υπάρχει ζήτημα να διαβαστεί σωστά η Τουρκία. Αλλά για να διαβαστεί σωστά, πρέπει πρώτα να παραμεριστούν οι χρεοκοπημένες καθησυχαστικές απόψεις και αυτό να πιστοποιηθεί μαζικά. Και πρέπει η εγκατάλειψή τους να περάσει στο πολιτικό σκηνικό. Να αποσυρθούν απόψεις του τύπου ότι «όλα τα κάνει ο Ερντογάν για εσωτερικούς λόγους», ότι «όλα γίνονται για να πουλάνε όπλα οι υπερδυνάμεις και για να είναι επικυρίαρχοι οι Αμερικανοί» στους οποίους όμως δεν συμφέρει ο πόλεμος «και άρα θα τον αποτρέψουν» ή ότι «ο Ερντογάν δεν μπορεί να κάνει τίποτα αν δεν του δώσουν οι ΗΠΑ το “ΟΚ”», (ενώ αυτό που συντελείται είναι ακριβώς στο όριο της υφαρπαγής αυτού του «ΟΚ») ή ότι «όλα γίνονται για τα πετρέλαια και εάν τα μοιράσουμε, θα ησυχάσουμε».
Πρέπει επίσης να εγκαταλειφθούν οι δυτικότροπες στρατηγικές που ξεκινούν από το δόγμα πρώτα απ’ όλα ανήκουμε στη Δύση και ύστερα βλέπουμε. Οι θεωρίες ότι με τις παλινωδίες του Ερντογάν απέναντι στη Δύση η χώρα μας αναβαθμίζεται γεωπολιτικά. Ή ότι μπροστά στην παγκόσμια πόλωση για το Ουκρανικό η Τουρκία έχει μικρότερα περιθώρια ελιγμών. (Ενώ μπροστά μας συμβαίνει το αντίθετο. Η Τουρκία με χαρακτηριστική ευκολία εξασφαλίζει πλεονεκτήματα). Πρέπει να εγκαταλειφθούν οι κυνικές γεωπολιτικές τοποθετήσεις που ενισχύουν την πεποίθηση ότι οι αντιθέσεις, αναγκαστικά, λύνονται με τα όπλα και από την μεριά τους συνδράμουν στη χρεοκοπία της πολιτικής.
Αντί όλων αυτών, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έκανε την επιλογή της δουλοπρέπειας: «Η σωστή πλευρά της ιστορίας», δηλαδή, «Σώστε μας». Εξυπονοώντας ότι τα τελευταία διακόσια χρόνια ο Ελληνισμός τα κατάφερνε γιατί τάσσονταν με τον νικητή. Περιττό να πούμε ότι ποτέ δεν ήταν ακριβώς έτσι. Και ότι κανέναν δεν έσωσε η σωστή πλευρά της ιστορίας αν δεν ήθελε και να σωθεί από μόνος του.
Για να διαβαστεί σωστά η Τουρκία, πρέπει πρώτα να παραμεριστούν οι χρεοκοπημένες καθησυχαστικές απόψεις και αυτό να πιστοποιηθεί μαζικά. Και πρέπει η εγκατάλειψή τους να περάσει στο πολιτικό σκηνικό
Το ρωσικό μετέωρο
Η Ρωσία ποτέ δεν ήθελε να πάει το Αιγαίο στην Τουρκία. Δεν ήθελε ποτέ ένα Αιγαίο προέκταση των Δαρδανελίων. Η Ρωσία δεν θέλει μετατόπιση του στάτους στο Αιγαίο υπέρ της Τουρκίας. Ούτε θέλει το Αιγαίο διακεκαυμένη-εμπόλεμη ζώνη, με περιορισμούς και επομένως, ισχυρή παρουσία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, μια ΝΑΤΟϊκή θάλασσα. Μάλλον αντίθετα από όσα οι περισσότεροι πιστεύουν, δεν είναι οι ΗΠΑ αλλά η Ρωσία που δεν δίνει στην Τουρκία το «ΟΚ» (όσο της περνάει) για αλλαγές στο Αιγαίο. Βέβαια, αν τα πράγματα αλλάξουν παρά τη θέλησή της ή με ενδεχόμενη αποδυνάμωσή της εξαιτίας της Ουκρανίας, η Ρωσία θα πάρει άλλη θέση πάνω στα νέα δεδομένα. Αλλά προς το παρόν, δεν έχει λόγους να θέλει να ενισχυθεί η Τουρκία σε βάρος της Ελλάδας. Και για τον ίδιο λόγο δεν θέλει ούτε επέκταση της Τουρκίας στην Αλεξανδρούπολη! Δεν ισχύουν πάντως τα ίδια για την Κύπρο. Η Κύπρος για τη Ρωσία εάν χρειαστεί, ίσως θυσιαστεί. (βλ. δήλωση Λαβρόφ).
Σε κάθε περίπτωση, έχουμε καταφέρει να βλέπουμε μπροστά μας ένα ενιαίο μπλοκ Ρωσίας-Τουρκίας και εν όψει πολέμου να τους έχουμε και τους δύο απέναντί μας! Ενώ ακόμη κι αν πιστεύαμε ότι υπάρχει τέτοιο μπλοκ, θα έπρεπε να το θεωρήσουμε μαχητό και διπλωματικά να επιχειρήσουμε να το αποτρέψουμε. Θα μπορούσε τουλάχιστον η Ελλάδα να μην πρωτοστατεί απέναντι στην Ρωσία και να αφήνει κάποιο δίαυλο επικοινωνίας ανοιχτό. (Η Τουρκία πώς στέλνει μπαϊρακτάρ στην Ουκρανία;)
Ο αδύναμος επικυρίαρχος
Τελευταία, ΗΠΑ και Ευρώπη, πήραν θέση υπέρ της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών, αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορεί η Αμερική να σταματήσει την Τουρκία. Όμως ταυτόχρονα, θέση της Δύσης είναι η αποστρατικοποίηση των νησιών. Δεν αμφισβητείται δηλαδή η κυριαρχία αλλά η στρατικοποίηση των νησιών. Αυτό το σχέδιο «σπρώχνεται» από Αμερική και Γερμανία και προφανώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη το έχει αποδεχτεί, γι’ αυτό και προσπαθεί να το υποβαθμίσει. Αυτό όμως τινάζει τη λογική των συμμαχιών και του εθνικού σχεδίου της χώρας στον αέρα. Και αναγορεύεται σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Πώς αντιμετωπίζεται αυτή η στάση των συμμάχων; Με θεωρίες ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας; Υπάρχει η ανάγκη μιας Εθνικής Γραμμής με αιχμή την αποστρατικοποίηση. Αλλά σ’ αυτό θα επανέλθω.
Η εσωτερική πτυχή. Το φρόνημα
Υπάρχει η εντύπωση ότι με την Τουρκία ενδεχομένως να έχουμε μια σύγκρουση μερικής έκτασης, όπου όλα θα κριθούν σε επίπεδο στρατιωτικής τεχνολογίας. Θα πολεμήσουν τα 6 ραφάλ και 20 καπετάνιοι στα βαπόρια ή τα υποβρύχια και τέλος. Αυτό το μοντέλο είναι λανθασμένο. Ακόμη κι αν γίνει έτσι, μια σύγκρουση είναι πάντα πολιτικοστρατιωτική, οι πολιτικές παράμετροι καθορίζουν τη σύγκρουση, δηλ. οι πολιτικές αδυναμίες της κάθε πλευράς μετρούν αποφασιστικά.
Η λαϊκή διαθεσιμότητα είναι θεμελιακός παράγοντας. Ας σταθούμε λίγο σε αυτό. Βιώνουμε μια περίοδο έλλειψης προσανατολισμού και διαλυτικότητας. Μια πολυετή δοκιμασία της θέλησης του κόσμου, που προέρχεται από δυο ιστορικές ήττες, την ήττα του αντιμνημονιακού κινήματος που οδήγησε σε αναδίπλωση και την βιοπολιτική ήττα που διαμορφώθηκε επί κορωνοϊού, όπου δεν δόθηκε καν μάχη. Αυτό ερμηνεύει την κατάσταση της συλλογικής αδυναμίας. Επομένως, πρέπει να αναζητήσουμε τη λαϊκή διαθεσιμότητα σε ζητήματα βαθύτερα και πιο δυσδιάκριτα. Βαθύτερα το φρόνημα του ελληνικού λαού παραμένει ανυποχώρητο! Ο κόσμος δεν έχει εξημερωθεί όπως προβλέπει το γιγαντιαίο σχέδιο χειραγώγησής του. Δεν είναι διατεθειμένος να δεχτεί υποχωρήσεις σε ζητήματα εδαφικής κυριαρχίας. Αν κάποιοι ταλαντεύονταν γύρω από τα όρια των θαλασσίων ζωνών, στα θέματα κυριαρχίας είναι όλοι ανένδοτοι.
Είναι αλήθεια βέβαια, ότι ο λαός δεν κινητοποιείται. Ο λαός μοιάζει να σιωπά επειδή φοβάται και επειδή βλέπει ότι οι χειρισμοί που γίνονται επί δεκαετίες είναι άθλιοι. Πώς να μην ανησυχεί κανείς, βλέποντας την προετοιμασία και την αντίδραση της χώρας απέναντι στην Τουρκία; Όμως είναι άλλο πράγμα το «φοβάμαι και σιωπώ» και άλλο το δειλιάζω. Αν τα πράγματα φτάσουν στο χτένι θα γίνουν άλλες επιλογές. Ο κόσμος εξακολουθεί να στέλνει αντιφατικά μηνύματα, όπως το 2015 στο δημοψήφισμα, όταν είπε «ως εδώ και μη παρέκει, αντιστάσου χωρίς να φοβηθείς τους ισχυρούς αλλά μην τυχοδιωκτήσεις!» Αυτή είναι η γενική στάση, που πάντως παραμένει μέχρι τώρα αντίβαρο στο ενδοτισμό του πολιτικού συστήματος.
Όπως σταθερή και θεμελιώδης παραμένει η δυσαρμονία ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και τα θέλω του κόσμου. Υπάρχει ένα βαθύτερο διαζύγιο, μια βαθύτερη καχυποψία ως προς το πολιτικό σύστημα. Την οποία ο κόσμος διαχειρίζεται είτε τακτικά, δηλαδή χωρίς να προσχωρεί σ’ αυτούς, (τέτοιος είναι ο Μητσοτάκης αλλά τι να κάνουμε), είτε επιμένοντας σταθερά σε ορισμένα ζητήματα, όπως ότι για να υπάρξει εναλλακτική, αυτή θα πρέπει να είναι ακηδεμόνευτη. (ο ΚΑΝΕΝΑΣ που επιμένει). Ο κόσμος λοιπόν μπορεί να τους ψηφίζει, αλλά δεν μπαίνει στα σχέδια του πολιτικού συστήματος. Εξακολουθεί να επενδύει στην αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος, και αυτό αφορά τους πάντες, δηλαδή όχι μόνο την κατεστημένη μεριά, αλλά και εκείνη που τοποθετεί τον εαυτό της έξω από το πολιτικό σύστημα. Και εδώ αναδύεται κάτι ειδικότερο για την αριστερά και την αμφισβήτηση, άξιο επισήμανσης: Πώς γίνεται κανείς να ασκεί συνεχώς σκληρή ιδεολογική κριτική, επί όλων των θεμάτων, αλλά το συνολικό του πλαίσιο να αποκοιμίζει αντί να αφυπνίζει; Πώς γίνεται να βιώνουμε μια αριστερή υπερκριτική για τα πάντα, και αυτή να καταλήγει άσφαιρη και να γίνεται και ολοένα και πιο αναξιόπιστη;
Πρέπει να φτιαχτεί μια Εθνική Γραμμή που να παλέψει απέναντι σε θεούς και δαίμονες, απέναντι σε Αμερική και συμμάχους, να τους δει όλους ως πεδία, όπου πρέπει να ασκηθεί προσπάθεια
Η αφύπνιση
Η αφύπνιση του λαϊκού παράγοντα παραμένει κεντρικό ζητούμενο. Χρειάζεται να ανιχνεύσουμε τις προϋποθέσεις μιας εναλλακτικής. Αυτή δεν μπορεί να εξαντλείται στα οραματικά και στα γενικόλογα, αλλά πρέπει να συμπεριλάβει και αιχμές επί του πρακτέου. Δεν αρκούν οι αφορισμοί, φταίει το ΝΑΤΟ, η Δύση, ο καπιταλισμός κ.λπ. Ο αντι-ΝΑΤΟΐσμός μπορεί να είναι προϋπόθεση αλλά πρέπει να δούμε πώς εισάγεται στα σημερινά αιτούμενα. Γιατί δεν μπορεί να λειτουργεί ως πολιτική παρεκτόπιση του προβλήματος και απομάκρυνση από το καίριο. Η αφύπνιση, σε μεγάλο βαθμό ξεκινά «από τα πάνω». Ο κόσμος αφυπνίζεται μέσα από το κάθε τι που πρωτοστατεί και παραδειγματίζει. Η μεταφορά της ατζέντας στα καίρια ζητήματα θα διαμορφώσει ένα διαφορετικό πλαίσιο προβληματισμού σε μαζική κλίμακα. Η αφύπνιση πρέπει να περάσει από τις χαραμάδες που αφήνει ο συστημικός λόγος.
Η αφύπνιση όμως, αφορά με έναν πιο ιδιαίτερο τρόπο τον κόσμο της αριστεράς, που είναι πιο ενεργητικός, πιο δραστήριος, πιο μάχιμος, ιδιότητες απαραίτητες για την ανάπτυξη όλου του κοινωνικού σώματος. Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο κόσμος είναι αντιμέτωπος με τα δικά του ανελαστικά ιδεολογήματα, διαμορφωμένα από κόμματα, διανοούμενους, πρόσωπα αναγνωρίσιμα και είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να μετατοπιστεί με ουσιαστικό τρόπο γύρω από τα εθνικά ζητήματα.
Ζητείται νέα και πραγματική Εθνική Γραμμή
Είδαμε την ανάγκη θεμελίωσης μιας εναλλακτικής Εθνικής Γραμμής απέναντι στην Τουρκία. Αυτή η Εθνική Γραμμή δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από αντίσταση, προετοιμασία πολιτικο-στρατιωτική και πολιτικο-διπλωματική, απέναντι στην επίθεση. Αντίσταση όμως δεν σημαίνει επικλήσεις για ξεσηκωμό, σημαίνει ένα εθνικό σχέδιο για την άμυνα και την κυριαρχία, δηλαδή ένα άλλο σχέδιο για εθνική κυριαρχία. Και αυτό πάλι το σχέδιο, συνδέεται με το γενικότερο σχέδιο της χώρας, που με τη σειρά του είναι άμεσα δεμένο, με μια πέραν του συστήματος προοπτική. Μια προοπτική που ο ορίζοντάς της τίθεται με τρόπο που συμπλέει με όλες τις αγωνιστικές πρακτικές που εκδιπλώνονται σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία.
Πρέπει να φτιαχτεί μια Εθνική Γραμμή που να παλέψει απέναντι σε θεούς και δαίμονες, απέναντι σε Αμερική και συμμάχους, να τους δει όλους ως πεδία, όπου πρέπει να ασκηθεί προσπάθεια. Το ίδιο και τον Πούτιν. Δεν αρκεί να καταγγέλλουμε, πρέπει να επιχειρούμε παρεμβάσεις μέσα σ’ ένα χαώδες και ολοένα μεταβαλλόμενο διεθνές τοπίο, μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να κερδίσουμε επιμέρους πράγματα. Έχοντας πάντα στο μυαλό μας, (απέναντι σε όσους εδώ κι εκεί το ξεχνούν και προσπαθούν να το απαλείψουν), ότι οι εξελίξεις στο Αιγαίο παραμένουν άρρηκτα συνδεδεμένες με αυτές στην Κύπρο.
* Ο Γιάννης Τσούτσιας είναι δημοτικός σύμβουλος Βριλησσίων